Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀχρεῖος
- επίθετο
- -ος, -ον ή (σπάνια) -α, -ον
- ἀχρεῖον
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. άχρηστος, ανώφελος 2. ανίκανος, ακατάλληλος |συχνά με απρφ. 3. άχρηστος, ανίκανος, μη μάχιμος (στον πόλεμο) |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα, άκαιρα
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. άχρηστος, ανώφελος
- ΘΟΥΚ 2.40.2 μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα͵ ἀλλ΄ ἀχρεῖον νομίζομεν
- ΣΟΦ ΟιδΚ 626 κοὔποτ΄ Οἰδίπουν ἐρεῖς ἀχρεῖον οἰκητῆρα δέξασθαι τόπων τῶν ἐνθάδ' { ποτέ δεν θα πεις ότι δέχτηκες τον Οιδίποδα άχρηστο κάτοικο στη χώρα σου }
- ΞΕΝ Απομν 1.2.54 τοῦ σώματος ὅ τι ἂν ἀχρεῖον ᾖ καὶ ἀνωφελές
- ΠΛ Ερυξ 403c ἃ ἐτύγχανεν πρόσθεν ἀχρεῖα ὄντα͵ χρήσιμα πεποίηκεν
- 2. ανίκανος, ακατάλληλος
- συχνά με απρφ.
- ΠΛ Πολ 371c οἱ ἀσθενέστατοι τὰ σώματα καὶ ἀχρεῖοί τι ἄλλο ἔργον πράττειν
- 3. άχρηστος, ανίκανος, μη μάχιμος (στον πόλεμο)
- ΗΡ 1.191 οὕτω τε δὴ τάξας καὶ κατὰ ταῦτα παραινέσας ἀπήλαυνε αὐτὸς σὺν τῷ ἀχρηίῳ τοῦ στρατοῦ
- ΘΟΥΚ 2.78.3 Πλαταιῆς δὲ παῖδας μὲν καὶ γυναῖκας καὶ τοὺς πρεσβυτάτους τε καὶ πλῆθος τὸ ἀχρεῖον τῶν ἀνθρώπων πρότερον ἐκκεκομισμένοι ἦσαν ἐς τὰς Ἀθήνας
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα, άκαιρα
- ΟΜ Ιλ 2.269 (Θερσίτης) δ΄ ἀχρεῖον ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ { (ο Θερσίτης) έριξε ένα ανόητο βλέμμα και σκούπισε τα δάκριά του }
- ΟΜ Οδ 18.163 (Πηνελόπη) ἀχρεῖον δ΄ ἐγέλασσεν { (η Πηνελόπη) γέλασε άκαιρα / χωρίς λόγο }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΧΡΗ >
- Από: στερητικό ἀ- και επίθετο χρεῖος (από το χρή).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2α
- επίθετο συγκρ. ἀχρειότερος, υπερθ. ἀχρειότατος
- ιων. ἀχρήϊος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: χρεία, χρειώ, χρεώ, χρέος
- ρήματα: χρή
- επίθετα: χρεῖος 'χρήσιμος', ζαχρεῖος 'αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη από κάτι'
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- αττ. ἄχρειος, ιων. ἀχρήϊος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀχρεία 'το άχρηστο πράγμα', ἀχρειότης, ἀχρείωσις 'βλάβη, ζημιά', ἀχρειοσύνη, χρειοκόλαξ 'αυτός που κολακεύει από ανάγκη'
- ρήματα: ἀχρειόω 'καθιστώ κάτι άχρηστο', ἀχρεόω, χρειόω, χρεΐζω, χρειάζομαι, ἀπαχρειῶ 'καθιστώ κάτι άχρηστο'
- επίθετα: ἄχρεος, ἀχρήεις, ἀχρειόγελως 'αυτός που γελά χωρίς λόγο', ἀχρειώδης 'άχρηστος', ἀχρειοποιός 'αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι άχρηστο', χρειακός 'αυτός που υπηρετεί', χρεακός, χρειώδης 'χρήσιμος'
- επιρρήματα: ἀχρείως, ἀχρειάστως, χρειωδῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αχρειολογώ, αχρειολογία, αχρειολόγος 'αυτός που λέει αχρεία πράγματα, ο αισχρολόγος'
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. αχρειοσύνα, αχρειγιοσύνα, αχρειότε, αχρειότητα, ΒΘράκ. αχρειότη
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ