Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ψηφίζω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα, εκδικάζω μια υπόθεση Β. ΜΕΣΟ ψηφίζω, αποφασίζω με ψηφοφορία |με αιτ. |με απρφ. |αποφασίζω υπέρ κπ. |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |η διαδικασία της ψηφοφορίας |η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη |ψηφίζω, αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους |νομικός όρος Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι, αποφασίζομαι με ψηφοφορία, επιδικάζομαι με ψηφοφορία
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα, εκδικάζω μια υπόθεση
- ΣΟΦ Αι 448 οὐκ ἄν ποτε δίκην κατ΄ ἄλλου φωτὸς ὧδ΄ ἐψήφισαν { για κανέναν άλλο δεν θα έκαναν μια τέτοια κρίση }
- Β. ΜΕΣΟ ψηφίζω, αποφασίζω με ψηφοφορία
- με αιτ.
- ΘΟΥΚ 1.86.5 ψηφίζεσθε οὖν͵ ὦ Λακεδαιμόνιοι͵ ἀξίως τῆς Σπάρτης τὸν πόλεμον
- ΙΣΟΚΡ 18.68 τά τε δίκαια καὶ τὰ συμφέροντα ψηφίζεσθαι
- με απρφ.
- ΘΟΥΚ 6.13.1 ἐὰν μὴ ψηφίζηται πολεμεῖν
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 1626 τὸ σκῆπτρον ἀποδοῦναι πάλιν ψηφίζομαι τούτοις ἐγώ
- ΗΡ 5.97 Ἀθηναῖοι μὲν δὴ ἀναπεισθέντες ἐψηφίσαντο εἴκοσι νέας ἀποστεῖλαι βοηθοὺς Ἴωσι
- αποφασίζω υπέρ κπ.
- με δοτ.
- ΙΣΑΙΟΣ 1.41 τοῖς κατὰ γένος ψηφίζεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς κατὰ διαθήκην ἀμφισβητοῦσιν { δίνετε την ψήφο σας μάλλον υπέρ των συγγενών και όχι υπέρ όσως εγείρουν απαιτήσεις από τη διαθήκη }
- ΔΗΜ 23.124 πότερον ψηφιούμεθα πᾶσιν ἢ οὔ; { θα ψηφίσουμε υπέρ όλων αυτών ή όχι; }
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΙΣΟΚΡ 14.63 ψηφίσασθαί τι περὶ ἡμῶν δίκαιον
- ΑΙΣΧΙΝ 1.154 ὑπὲρ αὐτῶν ψηφιεῖσθαι ὧν ἂν ἡ δίωξις ᾖ
- η διαδικασία της ψηφοφορίας
- ΑΡΙΣΤΟΦ Σφ 755 κἀπισταίην ἐπὶ τοῖς κημοῖς ψηφιζομένων ὁ τελευταῖος { θα ήθελα να ήμουν ο τελευταίος από αυτούς που ψηφίζουν }
- η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη
- ΞΕΝ Ελλ 1.7.9 εἰς τὴν προτέραν (ὑδρίαν) ψηφίσασθαι
- ψηφίζω, αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους
- νομικός όρος
- ΔΗΜ 24.149 ψηφιοῦμαι κατὰ τοὺς νόμους καὶ τὰ ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καὶ τῆς βουλῆς τῶν πεντακοσίων
- ΑΙΣΧΙΝ 3.6 ὁ νομοθέτης τοῦτο πρῶτον ἔταξεν ἐν τῷ τῶν δικαστῶν ὅρκῳ͵ "ψηφιοῦμαι κατὰ τοὺς νόμους"͵ ἐκεῖνό γε εὖ εἰδὼς ὅτι ὅταν διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει͵ σῴζεται καὶ ἡ δημοκρατία
- Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι, αποφασίζομαι με ψηφοφορία, επιδικάζομαι με ψηφοφορία
- ΞΕΝ Ελλ 1.2.1 Θράσυλλος δὲ τά τε ψηφισθέντα πλοῖα λαβὼν
- ΔΗΜ 20.84 λαβὲ δὴ καὶ τὸ τῷ Χαβρίᾳ ψήφισμα ψηφισθέν
- Η αρχική έννοια του ρήματος ήταν η καταμέτρηση των ψήφων (=λίθινα λειασμένα σφαιρίδια), που τοποθετούνταν σε ένα αγγείο (εν είδει κάλπης). Στην κλασική, όμως, εποχή αυτή η πρώτη σημασία είχε υποχωρήσει (βλ. το χωρίο από τα Ελληνικά του Ξενοφώντα που περιγράφει τη διαδικασία της ψηφοφορίας) και αντ' αυτής επικράτησε η σημασία αποφασίζω με ψηφοφορία, που δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας της ψηφοφορίας.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΨΗΦΟΣ >
- Από: ψηφ- + -ίζω.
- Η ριζική λέξη πιθανώς ανάγεται στη ρίζα του ψήω / ψῆν (=λειαίνω κάτι με τριβή).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ9.1
- ψηφίζω, ἐψήφιζον, ψηφιῶ, ἐψήφισα
- ψηφίζομαι, ἐψηφιζόμην, ψηφιοῦμαι, ἐψηφισάμην, ἐψήφισμαι, ἐψηφίσμην
- παθ. μέλλ. ψηφισθήσομαι, παθ. αόρ. ἐψηφίσθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ψῆφος, ψηφίς 'μικρή ψήφος, λιθαράκι', ψήφισμα, ψηφισματογράφος, ψηφισματοπώλης, ψηφοθήκη 'η θήκη των ψήφων', ψηφοφορία, ἀποψήφισις 'αθώωση, ακύρωση', διαψήφισις 'απόφαση με ψήφο', καταψήφισις
- ρήματα: ψηφίζω, ἀποψηφίζομαι 'αθωώνω', διαψηφίζομαι 'δίνω την ψήφο μου, αποφασίζω με την ψήφο μου', ἐπιψηφίζω 'θέτω κάτι σε ψηφοφορία', καταψηφίζομαι 'καταδικάζω, κατακρίνω', ἀναψηφίζω 'θέτω ξανά σε ψηφοφορία'
- επίθετα: ψηφιδοφόρος 'ψηφοφόρος', ψηφισματώδης, ψηφοποιός, διαψηφιστός 'αυτός που εκλέγεται με ψήφο', καταψηφιστέον, σύμψηφος 'αυτός που συμψηφίζει', ψαφαρός 'αυτός που μεταβάλλεται εύκολα σε σκόνη, κοκκώδης', ψαφαρόθριξ 'αυτός που έχει δασύτριχο περίβλημα', ψαφαρόχροος 'αυτός που είναι τραχύς στην επιφάνεια'
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- δωρ. ἡ ψᾶφος ή ἡ ψᾶφιγξ 'ψήφος', αιολ. ὁ ψάφαξ 'ψήφος'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ψηφίδιον 'μικρή ψήφος, πετραδάκι', ψηφίον 'μικρή πέτρα, χαλίκι', ψήφισις, ψηφισμός, ψηφιστής 'λογιστής', ψηφοβόλον 'δοχείο από το οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι στο παιχνίδι των κύβων', ψηφοθέτης 'αυτός που κατασκευάζει μωσαϊκό με πέτρες', ψηφοθέτημα, ψηφοκλέπτης, ψηφολόγημα, ψηφολογία, ψηφοπαίκτης, ψηφοπαιξία 'ταχυδακτυλουργία', ψηφοπεριβομβήτρια 'αυτή που κάνει θόρυβο εξαιτίας των ψήφων που περιέχει', διαψηφισμός 'απόφαση με ψήφο', διαψηφιστής 'αυτός που εισπράττει φόρους', ἐπιψήφισις, ἐπιψήφισμα, καταψηφισμός, καταψήφισμα, συμψηφισμός 'υπολογισμός', ψηφάς 'οφθαλμοπλάνος, γόης', ψαφαρία 'κονιορτός, ακαθαρσία'
- ρήματα: ψηφοθετέω, ψηφολογέω, ψηφόω 'διακοσμώ', ψηφόομαι 'διακοσμούμαι με ψηφιδωτά', ψηφοπαικτέω 'κάνω ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα', ψηφοφαγέω 'τρέφομαι από τις ψήφους', ψηφοφορέω 'ψηφίζω', συμψηφίζω 'συγκαταλέγω, ψηφοφορώ'
- επίθετα: ψηφιδώδης 'γεμάτος από ψήφους', ψηφιστέον, ψηφιστικός 'λογιστικός', ψηφοειδής 'όμοιος με ψήφους, ψηφίδες ή λιθάρια', ψηφολογητός, ψηφολογικός, ψηφολόγος 'θαυματοποιός', ψηφοφόρος, μελαμψῆφις 'αυτός που έχει σκουρόχρωμα πετράδια'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ψηφ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ψηφοφόρησις, ψηφισματολόγοι, ψηφιστέος, ψηφοδέλτιον, ψηφοδεσπότης, ψηφοδιωκτικός, ψηφοδοσία, ψηφοθεσία, ψηφοθήρας, ψηφοθηρευτής, ψηφοθηρέω, ψηφοθηρευτικός, ψηφοθηρία, ψηφοθηρικός, ψηφοκαπηλία, ψηφοκάπηλος, ψηφοκάτοχος, ψηφοκλοπία, ψηφοκρατία, ψηφολεξία, ψηφομαντείον, ψηφόμετρον, ψηφοπαραγωγός, ψηφοσυλλέκται, ψηφοφαγία, ψηφοφάγος, ψηφοφθορέω, ψηφοφθορία
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κρ. ψηφάρι 'μωσαϊκό', Κως ψήφακας 'μεγάλος λαγός'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ