Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ψευδής
- επίθετο
- -ής, -ές
- ψευδῶς
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ψεύτης, ψευδολόγος |για πρόσωπα |φρ. ψευδὴς φαίνομαι |φρ. ἐλέγχω, ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ |(με παθητική σημασία) εξαπατημένος Β.ψεύτικος, που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ανυπόστατος, πλαστός (κυρίως σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα, μαρτυρία, γραφὴ, αἰτία, κατηγορία, διαθήκη, ὅρκος, φήμη) |για πράγματα και αφηρημένες έννοιες |φρ. ψευδὴς συλλογισμός, πρότασις, αντ. ἀληθής, ὀρθός |λογική Γ. |το ουδ. ως ουσ. τὰ ψευδῆ=ψεύδη, ψέματα |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα, σφαλερά
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ψεύτης, ψευδολόγος
- για πρόσωπα
- ΣΟΦ Αντ 657 ψευδῆ γ΄ ἐμαυτὸν οὐ καταστήσω πόλει
- ΣΟΦ Φιλ 992 τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης
- ΔΗΜ 29.5 μάρτυρας ψευδεῖς παρεχόμενον
- ΕΥΡ Ορεστ 1608 ψευδὴς ἔφυς
- φρ. ψευδὴς φαίνομαι
- ΠΛ Θεαιτ 148b φαίνεται ψευδὴς ὁ Θεόδωρος
- ΘΟΥΚ 4.27.4 τἀναντία εἰπὼν ψευδὴς φανήσεσθαι
- φρ. ἐλέγχω, ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ
- ΙΣΟΚΡ 6.71 τοὺς εἰθισμένους ἐγκωμιάζειν τὴν πόλιν ἐλέγξομεν ψευδεῖς ὄντας
- ΠΛ Χαρμ 158d Κριτίαν τόνδε ψευδῆ ἐπιδείξω
- (με παθητική σημασία) εξαπατημένος
- ΕΥΡ ΙΑυλ 852 ψευδὴς γενομένη καὶ παθοῦσ΄ ἀνάξια
- Β.ψεύτικος, που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ανυπόστατος, πλαστός (κυρίως σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα, μαρτυρία, γραφὴ, αἰτία, κατηγορία, διαθήκη, ὅρκος, φήμη)
- για πράγματα και αφηρημένες έννοιες
- ΗΡ 1.117 οὐ τρέπεται ἐπὶ ψευδέα ὁδόν
- ΙΣΑΙΟΣ 1.17 ψευδεῖς παρασκευάζονται λόγους
- ΑΡΙΣΤΟΦ Θεσμ 342 ἀγγελίας ψευδεῖς φέρει
- ΔΗΜ 47.17 ψευδεῖς μαρτυρίας παρασχόμενος
- ΠΛ Νομ 917a ὅρκους ὀμνὺς ψευδεῖς
- ΙΣΟΚΡ 1.17 εὐλαβοῦ τὰς διαβολὰς͵ κἂν ψευδεῖς ὦσιν
- ΑΝΔΟΚ 4.8 οὐ ῥᾴδιον (ἦν) εἰδέναι τὰς αἰτίας͵ οὔτ΄ εἰ ψευδεῖς εἰσιν οὔτ΄ εἰ ἀληθεῖς
- φρ. ψευδὴς συλλογισμός, πρότασις, αντ. ἀληθής, ὀρθός
- λογική
- ΑΡΙΣΤ ΑναλΠ 53b ἔστι μὲν οὖν οὕτως ἔχειν ὥστ΄ ἀληθεῖς εἶναι τὰς προτάσεις δι΄ ὧν ὁ συλλογισμός͵ ἔστι δ΄ ὥστε ψευδεῖς͵ ἔστι δ΄ ὥστε τὴν μὲν ἀληθῆ τὴν δὲ ψευδῆ
- Γ.
- το ουδ. ως ουσ. τὰ ψευδῆ=ψεύδη, ψέματα
- ΑΙΣΧ Αγ 620 οὐκ ἔσθ΄ ὅπως λέξαιμι τὰ ψευδῆ καλὰ
- ΣΟΦ Αντ 323 ἦ δεινὸν ᾧ δοκεῖ γε καὶ ψευδῆ δοκεῖν
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 446 ψευδῶν συγκολλητής
- ΞΕΝ Κυν 3.10 ἐξαπατᾶν πειρῶνται͵ ἀληθῆ τὰ ψευδῆ ποιούμεναι
- ΠΛ Θεαιτ 189c ὅταν γάρ τις ἀντὶ καλοῦ αἰσχρὸν ἢ ἀντὶ αἰσχροῦ καλὸν δοξάζῃ͵ τότε ὡς ἀληθῶς δοξάζει ψευδῆ
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα, σφαλερά
- ΘΟΥΚ 1.137.4 ἣν ψευδῶς προσεποιήσατο
- ΙΣΟΚΡ 2.29 τοὺς ψευδῶς διαβάλλοντας
- ΠΛ Φιληβ 40d τὸ ψευδῶς δοξάζειν
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΨΕΥΔΟΜΑΙ ή ΨΕΥΔΟΣ >
- Από: ψευδ- + -ής.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε18
- επίθετο συγκρ. ψευδέστερος, υπερθ. ψευδέστατος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ψεῦδος, ψύθος 'ψεύδος', ψεύστης 'ψεύτης', ἀψεύδεια, ψευδαγγελία, ψευδάγγελος, ψευδαμάμαξυς 'ψευδής αμάμαξυς, είδος αμπελιού', ψευδατράφαξυς 'ψευδής ατράφαξις, είδος χόρτου', ψευδαυτόμολος, ψευδεγγραφή, ψευδενέδρα, ψευδοβοήθεια, ψευδογράφημα 'αυτό που έχει γραφεί εσφαλμένα, σχήμα που έχει σχεδιασθεί εσφαλμένα', ψευδογράφος, ψευδόδειπνον, ψευδοκῆρυξ, ψευδοκλητεία 'αγωγή εναντίον κάποιου ο οποίος ψευδώς υπέγραψε το όνομά του ως μάρτυρας σε κλήση', ψευδολογία 'ψευδής λόγος, ψεύδος', ψευδόμαντις, ψευδομαρτυρία, ψευδομαρτύριον, ψευδομάρτυς, ψευδοπάρθενος, ψευδουργός 'αυτός που ασχολείται με απατηλές τέχνες', φιλοψευδία
- ρήματα: ψεύδομαι, ἀψευδέω, διαψεύδω 'απατώ ολοσχερώς', ἐπιψεύδομαι ' ψεύδομαι εναντίον κάποιου, αποδίδω σε κάποιον ψεύδος, παραμορφώνω', καταψεύδομαι, ψευδαγγελέω, ψευδηγορέω, ψευδογραφέω, ψευδολογέω, ψευδομαρτυρέω, ψευδορκέω, ψευδοστομέω
- επίθετα: ψεῦδις 'ψευδής', ἀψευδής, ψευδόλιτρος 'κατασκευασμένος από νοθευμένη σόδα', ψευδολόγος, ψευδόρκιος, ψεύδορκος, ψευδόφημος, ψευδώνυμος, φιλοψευδής
- επιρρήματα: ψευδῶς, ἀψευδῶς, ψευδωνύμως
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ψευδάριον, ψεῦσμα, ψευδάδελφος, ψευδάργυρος, ψευδαρέσκεια, ψευδαριθμός, ψευδαυτομολία, ψευδεπίσκοπος, ψευδεπίτροπος, ψευδεργία, ψευδέφοδος, ψευδηγόρημα, ψευδηγορία, ψευδήγορος, ψευδοβούνιον, ψευδογραφία, ψευδοδιδασκαλία, ψευδοδιδάσκαλος, ψευδοδίκταμον, ψευδοδοξία, ψευδοενέδρα, ψευδοέπεια, ψευδοθυρίς, ψευδοκατήγορος, ψευδοκλητήρ, ψευδοκλοπή, ψευδολατρεία, ψευδομαντεία, ψευδομυθία, ψευδοπαιδεία, ψευδοπαρήχησις, ψευδοπροδότης, ψευδοπροφητεία, ψευδοπροφήτης, ψευδοραψωδός, ψευδορήτωρ, ψευδορκία, ψευδορρημοσύνη, ψευδοσημεῖον, ψευδοφιλοσοφία, ψευδόστομα, ψευδοσυγγραφεύς, ψευδοτεχνία
- ρήματα: ψευδαγνοέω, ψευδαποφάσκω, ψευδοδιδακτέω, ψευδοδοξέω, ψευδοεπέω, ψευδοϊστορέω, ψευδοκατηγορέω, ψευδομυθέω, ψευδοποιέω, ψευδοϋπογράφω, συμψεύδομαι
- επίθετα: ψευδαλέος, ψευδαττικός, ψευδαιολικός, ψευδήμων, ψυδρός 'ψευδής', ψευδέγγραφος, ψευδεπίγραφος, ψευδεπιεικής, ψευδευλαβής, ψευδογνωστικός, ψευδογραφικός, ψευδόδοξος, ψευδολογικός, ψευδόπλουτος, ψευδόσοφος, ψευδόστομος, ψευδοτεχνικός, ψευδοφανής, ψευδόχρυσος, μισοψευδής, φιλοψευδολόγος
- επιρρήματα: ψευδηγόρως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ψευδ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ψευδαίσθησις, ψευδαισθητικός, ψευδαλήθης, ψευδανάγκαι, ψευδανάπηρος, ψευδανάστασις, ψευδαργυρικός, ψευδαργύρωσις, ψευδαρετή, ψευδαρχαϊσμός, ψευδασκητής, ψευδαττικισμός, ψευδεκρήξεις, ψευδελεημοσύνη, ψευδεπαναστάσεις, ψευδεπιγραφή, ψευδεπίδειξις, ψευδεπίθεσις, ψευδεπικλήσεις, ψευδεπινοήσεις, ψευδεπιστήμη, ψευδερεθισμός, ψευδευλάβεια, ψευδευτυχής, ψευδιατρός, ψευδοαγωνιστής, ψευδοανεξάρτητος, ψευδοδημοκοπία, ψευδοδιαθήκη, ψευδοδόκτωρ, ψευδοεπιστολή, ψευδοευγενής, ψευδοηθικός, ψευδοκυβέρνησις, ψευδομάθεια, ψευδομετάνοια, ψευδοπατριωτικός, ψευδοσύμμαχοι, ψευδοτιμωρία, ψευδοχαρακτήρες (και πολλά άλλα σύνθετα με πρώτο συνθετικό το ψεύδος)
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Τσακ. ψέγγου 'διαψεύδω, αρνούμαι', Κεφαλλ. ψεύω 'διαψεύδω, αρνούμαι', Θήρα ψεύου, Πόντ. ψεύκουμαι 'απατώμαι', Πόντ. ψευτομάρτυρας, ψευτομαρτυρία, ψευτομαρτυρίγια
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ