Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- τυγχάνω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου |με αιτ. |με γεν. |απόλ. 2. πετυχαίνω, συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε κπ. |για πρόσωπα |με γεν. |με κτγ. |ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε, ο τυχαίος 3. πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ, παίρνω, κατέχω, αξιώνομαι |για πράγματα και έννοιες |με γεν. |με αιτ. |με απρφ. |πετυχαίνω, παίρνω κτ. από κπ. |πετυχαίνω τον σκοπό μου, πετυχαίνω κτ. που ζήτησα |τό τυχεῖν=η νίκη |με αρνητική σημασία 4. τυχαίνω, συμβαίνω σε κπ. |με δοτ. προσ. |απόλ. |με προσωπική σύνταξη |όπως, όπου, όταν κτλ. τυχαίνει, συμβαίνει |ως απρόσωπο στο γ΄εν. |τὸ τυχόν=το τυχαίο, το οτιδήποτε |ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη, ίσως |έχω την τύχη ή τη μοίρα 5. συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία |το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ. άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία, ενώ η μτχ. δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα |φρ. τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι, είμαι |με παράλειψη της μτχ. ὤν
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- 1. χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου
- με αιτ.
- ΟΜ Ιλ 13.396 τὸν δ᾽ Ἀντίλοχος μενεχάρμης δουρὶ μέσον περόνησε τυχών { ο δυνατός Αντίλοχος τον χτύπησε στη μέση με τη λόγχη }
- με γεν.
- ΗΡ 1.43 ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῦ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῦ Κροίσου παιδός
- ΑΝΤΙΦ 3.2.7 εἰς τοὺς ἀφεστῶτας ἀκοντίσας, τοῦ παιδὸς ἔτυχεν
- απόλ.
- ΟΜ Ιλ 5.287 ἤμβροτες οὐδ᾽ ἔτυχες { αστόχησες και ούτε πέτυχες }
- 2. πετυχαίνω, συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε κπ.
- για πρόσωπα
- ΣΟΦ ΟιδΤ 1039 ἦ γὰρ παρ᾽ ἄλλου μ᾽ ἔλαβες οὐδ᾽ αὐτὸς τυχών;
- με γεν.
- ΕΥΡ Αλκησ 559 αὐτὸς δ᾽ ἀρίστου τοῦδε τυγχάνω ξένου, ὅταν ποτ᾽ Ἄργους διψίαν ἔλθω χθόνα
- ΑΝΔΟΚ 3.21 ἡμῖν δὲ, ὦ Ἀθηναῖοι, πῶς ἔξεστι τὴν εἰρήνην ποιήσασθαι; ποίων τινῶν Λακεδαιμονίων τυγχάνοντας;
- με κτγ.
- ΕΥΡ Ελ 1300 ἡμῶν τυγχάνων οἵων σε χρή
- ΞΕΝ ΚΑναβ 5.5.15 ἐρωτᾶτε δὲ αὐτοὺς ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον
- ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε, ο τυχαίος
- ΞΕΝ Απομν 3.9.10 βασιλέας δὲ καὶ ἄρχοντας οὐ τοὺς τὰ σκῆπτρα ἔχοντας ἔφη εἶναι οὐδὲ τοὺς ὑπὸ τῶν τυχόντων αἱρεθέντας
- 3. πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ, παίρνω, κατέχω, αξιώνομαι
- για πράγματα και έννοιες
- με γεν.
- ΠΙΝΔ Πυθ 1.35 φερτέρου νόστου τυχεῖν
- ΘΟΥΚ 2.35.3 χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον
- ΙΣΟΚΡ 16.44 ὥστ᾽ οὐδ᾽ ἀπολογίας σοι προσήκει τυχεῖν παρ᾽ αὐτῶν
- ΠΛ Νομ 717a τοῦ τῆς εὐσεβείας σκοποῦ τυγχάνοι
- με αιτ.
- ΘΟΥΚ 2.74.2 προκαλεσάμενοι γὰρ πολλὰ καὶ εἰκότα οὐ τυγχάνομεν
- ΣΟΦ Φιλ 509 ὅσσα μηδεὶς τῶν ἐμῶν τύχοι φίλων
- με απρφ.
- ΠΛ Φιληβ 50d εἰπὼν δὲ σμικρὰ οἶμαί σου τεύξεσθαι μεθεῖναί με
- πετυχαίνω, παίρνω κτ. από κπ.
- ΔΗΜ 25.83 τίνος δὲ συγγνώμης ἢ ποίων ἐλέων οἱ σεσυκοφαντημένοι τετυχήκασιν παρὰ τούτου
- ΑΝΔΟΚ 3.19 καίτοι ποίας τινὸς ἂν ἐκεῖνοι παρ᾽ ἡμῶν εἰρήνης ἔτυχον, εἰ μίαν μόνον μάχην ἡττήθησαν;
- πετυχαίνω τον σκοπό μου, πετυχαίνω κτ. που ζήτησα
- ΗΡ 1.213 δεηθεὶς Κύρου ἐκ τῶν δεσμῶν λυθῆναι ἔτυχε
- ΠΛ Ευθυδ 280a οὐ γὰρ δήπου ἁμαρτάνοι γ᾽ ἄν ποτέ τι σοφία, ἀλλ᾽ ἀνάγκη ὀρθῶς πράττειν καὶ τυγχάνειν
- ΑΙΣΧ Χο 212 εὔχου τὰ λοιπά, τοῖς θεοῖς τελεσφόρους εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, τυγχάνειν καλῶς
- τό τυχεῖν=η νίκη
- ΠΙΝΔ Ολ 2.51 τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας δυσφρονᾶν παραλύει
- με αρνητική σημασία
- ΑΙΣΧ Αγ 866 καὶ τραυμάτων μὲν εἰ τόσων ἐτύγχανεν ἀνὴρ ὅδ᾽
- ΕΥΡ Εκ 1280 οὗτος σύ, μαίνῃ καὶ κακῶν ἐρᾷς τυχεῖν;
- ΠΛ Γοργ 472d ἀδικῶν δὲ δὴ εὐδαίμων ἔσται ἆρ᾽, ἂν τυγχάνῃ δίκης τε καὶ τιμωρίας;
- 4. τυχαίνω, συμβαίνω σε κπ.
- με δοτ. προσ.
- ΘΟΥΚ 2.51.1 τὸ μὲν οὖν νόσημα...ὡς ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον γιγνόμενον
- ΑΙΣΧ Περ 706 ἀνθρώπεια δ᾽ ἄν τοι πήματ᾽ ἂν τύχοι βροτοῖς
- απόλ.
- ΑΙΣΧ ΕπτΘ 5 εἰ δ᾽ αὖθ᾽, ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι
- ΕΥΡ Ιων 1510 μηδεὶς δοκείτω μηδὲν ἀνθρώπων ποτὲ ἄελπτον εἶναι πρὸς τὰ τυγχάνοντα νῦν
- με προσωπική σύνταξη
- ΔΗΜ 4.46 ὑμεῖς δ᾽ ἐξ ὧν ἂν ἀκούσηθ᾽ ὅ τι ἂν τύχητε ψηφίζησθε
- ΞΕΝ Οικ 20.28 καὶ ὅταν δεηθῶσιν ἀργυρίου, οὐκ εἰκῇ αὐτὸν ὅπου ἂν τύχωσιν ἀπέβαλον
- όπως, όπου, όταν κτλ. τυχαίνει, συμβαίνει
- ως απρόσωπο στο γ΄εν.
- ΘΟΥΚ 1.142.9 καὶ οὐκ ἐνδέχεται, ὅταν τύχῃ, ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι
- ΔΗΜ 41.29 οὐκ ἐπέτρεπον αὐτῷ λέγειν ὅ τι τύχοι
- ΞΕΝ Οικ 8.3 ἀλλ᾽ ὅταν μὲν ποιῶσιν ὅ τι ἂν τύχῃ ἕκαστος, ταραχή τις φαίνεται
- τὸ τυχόν=το τυχαίο, το οτιδήποτε
- ΙΣΟΚΡ 1.48 ἐνθυμοῦ δ᾽ ὅτι τοῖς μὲν φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν
- ΠΛ Τιμ 46e καὶ ὅσαι μονωθεῖσαι φρονήσεως τὸ τυχὸν ἄτακτον ἑκάστοτε ἐξεργάζονται
- ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη, ίσως
- ΠΛ Αλκ2 150c βλασφημοῦντός σου ἀκούων οὐθὲν ἀποδέξηται τῆς θυσίας ταύτης, τυχὸν δὲ καὶ ἕτερόν τι προσαπολαύσῃς
- ΙΣΟΚΡ 4.171 τυχὸν μὲν γὰρ ἄν τι συνεπέραναν
- έχω την τύχη ή τη μοίρα
- ΟΜ Ιλ 8.429 τῶν ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω, ὅς κε τύχῃ
- 5. συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία
- ΟΜ Ιλ 11.116 ἣ δ᾽ εἴ πέρ τε τύχῃσι μάλα σχεδόν, οὐ δύναταί σφι χραισμεῖν
- το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ. άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία, ενώ η μτχ. δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα
- ΗΡ 6.9 ἐτύγχανον δὲ τότε συστρατευόμενοι ἐπὶ τὴν Μίλητον
- ΘΟΥΚ 2.25.2 ἔτυχε δὲ περὶ τοὺς χώρους τούτους Βρασίδας ὁ Τέλλιδος ἀνὴρ Σπαρτιάτης φρουρὰν ἔχων
- ΔΗΜ 24.21 οἳ ἂν τυγχάνωσι προεδρεύοντες ἐν ταύτῃ τῇ ἐκκλησίᾳ
- ΞΕΝ Ελλ 3.2.13 ἐτύγχανε δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον καὶ Φαρνάβαζος πρὸς Τισσαφέρνην ἀφιγμένος
- φρ. τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι, είμαι
- ΔΗΜ 52.9 ὁ Λύκων τυγχάνει ὢν καὶ ἄπαις καὶ κληρονόμον οὐδένα οἴκοι καταλιπών
- ΞΕΝ Ελλ 3.4.25 ὅτε δ᾽ αὕτη ἡ μάχη ἐγένετο, Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσιν ἔτυχεν ὤν
- ΠΛ Κριτων 47b ὃς ἂν τυγχάνῃ ἰατρὸς ἢ παιδοτρίβης ὤν;
- ΑΡΙΣΤ Ακουσ 801b οὔθ᾽ ὅσοι φύσει τραυλοὶ τυγχάνουσιν ὄντες
- με παράλειψη της μτχ. ὤν
- ΣΟΦ Ηλ 313 νῦν δ᾽ ἀγροῖσι τυγχάνει
- ΠΛ Γοργ 502b εἰ δέ τι τυγχάνει ἀηδὲς καὶ ὠφέλιμον
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΤΕΥΧΩ >
- Το ρήμα τυ-γ-χ-άνω ανάγεται στην ιε. ρίζα * dheugh (βλ. λ.τεύχω). Το θέμα τεύχ- με μετάπτωση τυχ- και με πρόσφυμα ε > τυχε- που εκτείνεται σε -η. Το θέμα τυχ- εμφανίζει το πρόσφυμα ν- και επίθημα -άνω > τυ-ν-χ- άνω (πρβλ. λαγχάνω, μανθάνω).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ1
- τυγχάνω, ἐτύγχανον, τεύξομαι, αόρ. β΄ ἔτυχον, τετύχηκα- (μτγν. τέτευχα-τέτυχα), ἐτετυχήκειν
- πρτ. γ΄ εν. ἐτυγχάνετο, αόρ. ἐτευξάμην, πρκ. τέτευγμαι
- παθ. αόρ. ἐτεύχθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: τύχη, ἀποτυχία, ἐπιτυχία, ἀτύχημα, ἀτυχία, δυστύχημα, δυστυχία, εὐτύχημα, εὐτυχία, ἀπότευγμα 'αποτυχία', ἀπότευξις 'αποτυχία', ἔντευξις 'συνάντηση', ἐπίτευξις
- ρήματα: ἀποτυγχάνω, ἐντυγχάνω, ἐπιτυγχάνω, ξυντυγχάνω, παρατυγχάνω, προστυγχάνω, συντυγχάνω, ἀντιτυγχάνω, δυστυχέω, ἐνδυστυχέω, ἀτυχέω, εὐτυχέω
- επίθετα: ἀνδροτυχής 'αυτή που αξιώνεται άνδρα', ἀποτυχής, ἐπιτυχής, ἀτυχής, δυστυχής, εὐτυχής, προστυχής, ἀτευχής 'άοπλος', τυχηρός, ἐπιτευκτικός 'αυτός που πετυχαίνει τον σκοπό του'
- επιρρήματα: δυστυχῶς, ἐπιτυχῶς
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀνεπιτυχία, ἀποτύχημα, ἐπιτύχημα, ἐντύχημα, ἐντυχία, εὐτύχησις, δυστύχησις, ἀνεπιτευξία, ἀτευξία, τεῦξις 'κατασκευή', ὑπότευξις, ἔντευγμα, ἐπίτευγμα
- ρήματα: κατατυγχάνω, κατεντυγχάνω, κατεπιτυγχάνω, μετατυγχάνω, περιτυγχάνω, προεντυγχάνω, προπαρατυγχάνω, προσεντυγχάνω, προσεπιτυγχάνω, ὑπερεντυγχάνω, ὑποτυγχάνω, διεντυγχάνω, διευτυχέω
- επίθετα: ἀγαθότυχος, ἀδυστύχητος, ἀπρόστυχος, ἄτυχος, δύστυχος, εὐτυχόβουλος, ἀνέντευκτος, ἀνεπίτευκτος, ἀξιοεπίτευκτος, ἀποτευκτικός, ἐντευκτικός, ἄτευκτος, ἀτεύχητος 'άοπλος', αὐτότευκτος, αὐτουργότευκτος, ἀχειρότευκτος, ὀψίτυχος, δύστυχος, κακότυχος, τυχαῖος, τυχικός
- επιρρήματα: ἀτυχέως, ἀτυχῶς, ἀποτευκτικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %τυχ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- τυχαιότης, τυχάρπαστος, τυχηροπαιξία, τυχοδιωκτέω, τυχοδιώκτης, τυχοδιωκτικός, τυχοδιωκτικώς, τυχοδιώκτις, τυχοδιωκτισμός, τυχοδιώκτρια, τυχοδιωξία, τυχοδοκιμασταί, τυχοθεραπεία, τυχοθήρας, τυχοθηρικός, τυχοκερδής, τυχοπαιξία, ευτύχισις, ευτυχιστικώτατα, δυστυχηματαπόδειξις
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ