Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- τιμάω
- ρήμα
- τιμῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. εκτιμώ, υπολογίζω την αξία |με γεν. 2. (από τον κατώτερο ηλικιακά, κοινωνικά, στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο, τους νόμους, την πατρίδα, την μητρόπολη) αποδίδω τιμές, την πρέπουσα λατρεία 3. (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια, προτίμηση 4. (μεταξύ ίσων) τιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, προβάλλω ως πρότυπο |αποδίδω ως τιμή |εκτιμώ, σέβομαι, θεωρώ κτ. σημαντικό, προτιμώ από κτ. άλλο |με γεν. συγκρ. 5. παίρνω απόφαση ως δικαστήριο, επιβάλλω ποινή |δικανικός όρος Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. υπολογίζεται η αξία μου, αξιολογούμαι |με γεν. 2. μου αποδίδονται τιμές, προνόμια |προβάλλομαι ως πρότυπο, χαίρω γενικής εκτίμησης, αξιολογούμαι θετικά 3. μου επιβάλλεται ποινή, καταδικάζομαι |δικανικός όρος
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ
- 1. εκτιμώ, υπολογίζω την αξία
- με γεν.
- ΠΛ Συμπ 175e πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν· οἶμαι γάρ με παρὰ σοῦ πολλῆς καὶ καλῆς σοφίας πληρωθήσεσθαι
- ΛΥΣ 3.24 τὴν γὰρ οὐσίαν τὴν ἑαυτοῦ ἅπασαν πεντήκοντα καὶ διακοσίων δραχμῶν ἐτιμήσατο
- 2. (από τον κατώτερο ηλικιακά, κοινωνικά, στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο, τους νόμους, την πατρίδα, την μητρόπολη) αποδίδω τιμές, την πρέπουσα λατρεία
- ΕΥΡ απ 853 τρεῖς εἰσὶν ἀρεταὶ τὰς χρεών σ᾽ ἀσκεῖν, τέκνον, θεούς τε τιμᾶν τούς τε φύσαντας γονῆς νόμους τε κοινοὺς Ἑλλάδος
- ΞΕΝ Απομν 1.1.14 τοὺς μὲν οὔθ᾽ ἱερὸν οὔτε βωμὸν οὔτ᾽ ἄλλο τῶν θείων οὐδὲν τιμᾶν, τοὺς δὲ καὶ λίθους καὶ ξύλα τὰ τυχόντα καὶ θηρία σέβεσθαι
- 3. (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια, προτίμηση
- ΣΟΦ απ 247 σοφὸς γὰρ οὐδεὶς πλὴν ὃν ἂν τιμᾷ θεός
- ΙΣΟΚΡ 9.42 οὐ γὰρ ἐξ ὧν ἑτέρων (Εὐαγόρας) ἤκουεν οὔτ᾽ ἐκόλαζεν οὔτ᾽ ἐτίμα τοὺς πολίτας, ἀλλ᾽ ἐξ ὧν αὐτὸς συνῄδει
- 4. (μεταξύ ίσων) τιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, προβάλλω ως πρότυπο
- ΟΜ Οδ 20.129 ξεῖνον ἐτιμήσασθ᾽ ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ
- ΔΗΜ 54.23 εἰ γὰρ ἐκεῖνον αὐτὸς ἐτίμα καὶ ἐδεδίει { αν αυτός τιμούσε και σεβόταν εκείνον }
- αποδίδω ως τιμή
- ΣΟΦ Αντ 514 πῶς δῆτ᾽ ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν; { πώς λοιπόν προσφέρεις τιμές σ' εκείνον τον ασεβή; }
- εκτιμώ, σέβομαι, θεωρώ κτ. σημαντικό, προτιμώ από κτ. άλλο
- ΘΟΥΚ 1.33.2 ἣν ὑμεῖς ἂν πρὸ πολλῶν χρημάτων καὶ χάριτος ἐτιμήσασθε δύναμιν ὑμῖν προσγενέσθαι { τη δύναμη που εσείς θα προτιμούσατε να προστεθεί στη δική σας παρά πολλά χρήματα και ηθική υποστήριξη }
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1124b5 ὁ μὲν γὰρ μεγαλόψυχος…οὐκ ἔστι δὲ μικροκίνδυνος οὐδὲ φιλοκίνδυνος διὰ τὸ ὀλίγα τιμᾶν { ο μεγαλόψυχος…δεν αγαπά τον κίνδυνο που συνδέεται με ασήμαντες υποθέσεις, ούτε τον κίνδυνο εν γένει, γιατί είναι λίγα τα πράγματα που θεωρεί σημαντικά }
- με γεν. συγκρ.
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.4.5 ἄλλη πώποτε γυνὴ τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα μεῖζον τῆς αὑτῆς ψυχῆς ἐτίμησεν
- 5. παίρνω απόφαση ως δικαστήριο, επιβάλλω ποινή
- δικανικός όρος
- ΔΗΜ 24.105 τιμάτω ἡ ἡλιαία ὅ τι χρὴ παθεῖν αὐτὸν ἢ ἀποτεῖσαι { ας αποφασίσει η Ηλιαία τι πρέπει να πάθει αυτός ή να πληρώσει ως πρόστιμο }
- ΠΛ Νομ 907e ἐὰν δέ τις ὄφλῃ, τιμάτω τὸ δικαστήριον ἓν ἑκάστῳ τῶν καθ᾽ ἓν ἀσεβούντων τίμημα { εάν κάποιος καταδικαστεί, ας αποφασίσει το δικαστήριο μια ποινή για κάθε μια ασέβεια που διαπράττει ο καθένας από αυτούς }
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
- 1. υπολογίζεται η αξία μου, αξιολογούμαι
- με γεν.
- ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 1.25.1 βουλήσεται οὖν μᾶλλον ὑπὸ τῶν συνειδότων αὑτῷ ὅτι ἄξιός ἐστι τιμῆς τιμᾶσθαι
- ΠΛ Νομ 954b ἂν δέ τις ὄφλῃ, τὴν διπλασίαν τοῦ τιμηθέντος βλάβην ἐκτίνειν
- 2. μου αποδίδονται τιμές, προνόμια
- ΘΟΥΚ 2.44.4 καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1159a τὸ δὲ φιλεῖσθαι ἐγγὺς εἶναι δοκεῖ τοῦ τιμᾶσθαι, οὗ δὴ οἱ πολλοὶ ἐφίενται
- προβάλλομαι ως πρότυπο, χαίρω γενικής εκτίμησης, αξιολογούμαι θετικά
- ΠΛ Πολ 551a ἀσκεῖται δὴ τὸ ἀεὶ τιμώμενον, ἀμελεῖται δὲ τὸ ἀτιμαζόμενον { όλες οι προσπάθειες λοιπόν στρέφονται σ' αυτό που προβάλλεται ως πρότυπο, ενώ αμελείται αυτό το οποίο δεν προβάλλεται }
- ΘΟΥΚ 2.45.1 φθόνος γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται
- 3. μου επιβάλλεται ποινή, καταδικάζομαι
- δικανικός όρος
- ΔΗΜ 25.83 οἷς οὗτος θανάτου πᾶσιν ἐτιμᾶτ᾽ ἐν τουτοισὶ τοῖς δικαστηρίοις { για τα οποία αυτός καταδικαζόταν σε θάνατο σε όλα αυτά τα δικαστήρια }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΤΙΜΗ >
- Από: τιμή (δωρ. τιμά) + ω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ2
- τιμῶ, ἐτίμων, τιμήσω, ἐτίμησα, τετίμηκα
- τιμῶμαι, ἐτιμώμην, τιμήσομαι, ἐτιμησάμην, τετίμημαι, ἐτετίμην
- παθ. μέλλ. τιμηθήσομαι, παθ. αόρ. ἐτιμήθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: τιμοκρατία, τιμοῦχος 'αυτός που κατέχει αξίωμα', ἀτιμία, ἀτιμαστήρ, ἀτίμωσις, τιμιότης, τίμημα, τίμησις, τιμητής, ἐπιτίμησις, τῖμος 'τιμή, πληρωμή', τιμωρία 'βοήθεια, εκδίκηση, τιμωρία', τιμώρησις, τιμωρητής, πρόστιμον
- ρήματα: ἀτιμάω-ῶ, ἀτιμάζω, ἀτιμόω-ῶ, τιμάω-ῶ, ἀποτιμάω-ῶ 'περιφρονώ', ἐκτιμάω-ῶ, ἐντιμάω-ῶ 'αποτιμώ, καθορίζω την τιμή κάποιου πράγματος', ἐπιτιμάω-ῶ, προτιμάω-ῶ, ὑποτιμάω-ῶ 'κάνω μια εκτίμηση', τιμητεύω 'είμαι τιμητής', τιμωρέω-ῶ, ανατιμάω-ῶ, προστιμάω-ῶ 'επιβάλλω ποινή'
- επίθετα: τίμιος 'αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές', τιμαλφής, ἀξιότιμος, ἔντιμος, ἐρίτιμος, ὁμότιμος, φιλότιμος, ἄτιμος, τιμητός, ἀτίμητος, τιμωρός, τιμητικός, τιμωρητέος, τιμωρητικός
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- δωρ. τιμά, αρκαδ. τιμασία
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: τιμητεία, τιμητήρ, τιμώρημα, τιμιουλκός, ἀντιτιμώρησις
- ρήματα: τιμιουλκέω-ῶ 'ανεβάζω την τιμή ενός πράγματος'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %τιμ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- τιμαλφήματα, τιμαλφόλιθος, τιμοκατάλογος, τιμολόγιον, ανατίμησις, ανατιμητικός, τιμολογέω-ώ, προστιμόω-ώ, τιμηματικός, τιμόγυνος 'ο ευγενικός με τις γυναίκες', αξιοτιμώρητος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Χίος τίμηση 'το μισό του εισοδήματος', τιμησιά 'συμβόλαιο σύμφωνα με τους όρους του οποίου ο ενοικιαστής ενός αγρού δίνει στον ιδιοκτήτη τη μισή σοδειά', Πόντ. τιμητäκός 'τιμητικός, τιμώμενος'
- Η λέξη τιμάριον και όλες οι παραγόμενες από αυτήν, όπως για παράδειγμα οι τιμαριούχος, τιμαριωτικός κ.ά., δεν πρέπει να συσχετίζονται με την οικογένεια λέξεων του τιμῶ, γιατί η λέξη τιμάριον έχει περσική προέλευση.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ