Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • τέλος
    • ουσιαστικό
    • -ους
    • τὸ
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. ολοκλήρωση, τελείωση, εκπλήρωση, έκβαση 2. η ακμή της κάθε ηλικίας, ωριμότητα |για ηλικία και χρόνο |ωρίμανση |για φυτά και ζώα 3. τέλος, παύση, λήξη |τέλος ζωής, θάνατος |φρ. τέλος, ἐς (εἰς) τέλος, ἐπὶ τέλος, κατὰ τὸ τέλος=στο τέλος |φρ. διὰ τέλους=καθ' όλη τη διάρκεια μιας πράξης, μέχρι το τέλος |φρ. τέλος γήραος, θανάτοιο, γάμοιο=γήρας, θάνατος, γάμος |φρ. τέλος ἔχω, λαμβάνω=τελειώνω, τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος, εκπληρώνομαι 4. το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας, ο σκοπός |φιλοσοφία |το αγαθό, η αρετή 5. απόλυτη εξουσία |φρ. οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα, οι αξιωματούχοι (πολιτικοί ή στρατιωτικοί) 6. τέλη, δασμοί |οικονομία |πρόσοδος, έξοδα, δαπάνες |οικονομία 7. απόφαση δίκης |δικανικός όρος 8. θυσίες, προσφορές, μυστήρια, μυσταγωγίες |θρησκεία 9. διαίρεση στρατιωτικού σώματος, λόχος ιππέων, μοίρες πλοίων |στρατιωτικός όρος

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. ολοκλήρωση, τελείωση, εκπλήρωση, έκβαση
    • ΟΜ Ιλ 16.630 ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου { ο πόλεμος διεκπεραιώνεται με τα έργα των χεριών }
    • ΑΙΣΧ Χο 874 μάχης γὰρ δὴ κεκύρωται τέλος { γιατί έχει πια κριθεί η έκβαση του αγώνα }
    • 2. η ακμή της κάθε ηλικίας, ωριμότητα
    • για ηλικία και χρόνο
    • ΠΛ Μενεξ 249a ἐπειδὰν εἰς ἀνδρὸς τέλος ἴωσιν { όταν φτάσουν στην ωριμότητα της ανδρικής ηλικίας }
    • ΕΥΡ Μηδ 920 ἴδοιμι δ΄ ὑμᾶς εὐτραφεῖς ἥβης τέλος μολόντας { μακάρι να σας δω μια μέρα να έχετε φτάσει στην ακμή της εφηβείας }
    • ωρίμανση
    • για φυτά και ζώα
    • ΠΛ Νομ 834c καὶ αὐτοῖς (πώλοις) δὴ τοῖς τέλος ἔχουσι
    • 3. τέλος, παύση, λήξη
    • ΗΡ 1.155 Κροῖσε͵ τί ἔσται τέλος τῶν γινομένων τούτων ἐμοί;
    • ΠΛ Πολ 534e ὥσπερ ὁδοῦ ἀνάπαυλα ἂν εἴη καὶ τέλος τῆς πορείας
    • ΑΡΙΣΤ Ουρ 277a ἀνάγκη ἄρα εἶναί τι τέλος καὶ μὴ εἰς ἄπειρον φέρεσθαι
    • τέλος ζωής, θάνατος
    • ΔΗΜ 57.27 καίτοι πᾶσίν ἐστιν ἀνθρώποις τέλος τοῦ βίου θάνατος
    • ΕΥΡ Ηλ 955 πρὶν ἂν πέρας γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψῃ βίου
    • φρ. τέλος, ἐς (εἰς) τέλος, ἐπὶ τέλος, κατὰ τὸ τέλος=στο τέλος
    • ΘΟΥΚ 2.4.7 τέλος δὲ οὗτοί τε καὶ ὅσοι ἄλλοι τῶν Θηβαίων περιῆσαν κατὰ τὴν πόλιν πλανώμενοι
    • ΟΜΥΜΝ 4.462 δώσω τ΄ ἀγλαὰ δῶρα καὶ ἐς τέλος οὐκ ἀπατήσω
    • φρ. διὰ τέλους=καθ' όλη τη διάρκεια μιας πράξης, μέχρι το τέλος
    • ΙΣΟΚΡ 19.4 ἐπειδὰν διὰ τέλους ἀκούσητε τῶν πεπραγμένων
    • φρ. τέλος γήραος, θανάτοιο, γάμοιο=γήρας, θάνατος, γάμος
    • ΜΙΜΝ απ 2.6 ἡ μὲν ἔχουσα τέλος γήραος ἀργαλέου͵ ἡ δ΄ ἑτέρη θανάτοιο { η μια ορίζει τα γηρατειά και η άλλη τον θάνατο }
    • ΟΜ Οδ 20.74 κούρῃσ΄ αἰτήσουσα τέλος θαλεροῖο γάμοιο { για να ζητήσει για τις κόρες τη χαρά του γάμου }
    • φρ. τέλος ἔχω, λαμβάνω=τελειώνω, τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος, εκπληρώνομαι
    • ΙΣΟΚΡ 4.4 ὅταν ἢ τὰ πράγματα λάβῃ τέλος
    • ΞΕΝ Απολ 24.1 ὡς δὲ τέλος εἶχεν ἡ δίκη͵ εἰπεῖν αὐτόν
    • ΗΡ 3.65 τὸ τέλος Περσέων ἑκάστῳ ἐπιγενέσθαι οἷον ἐμοὶ ἐπιγέγονε { όλους τους Πέρσες, έναν-έναν, να τους έβρει τέλος σαν αυτό που βρήκε εμένα }
    • 4. το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας, ο σκοπός
    • φιλοσοφία
    • ΑΡΙΣΤ ΑναλΠ 47a ἔτι δὲ τοὺς γεγενημένους ἀναλύοιμεν εἰς τὰ προειρημένα σχήματα, τέλος ἂν ἔχοι ἡ ἐξ ἀρχῆς πρόθεσις
    • ΑΡΙΣΤ Ουρ 306a τέλος δὲ τῆς μὲν ποιητικῆς ἐπιστήμης τὸ ἔργον͵ τῆς δὲ φυσικῆς τὸ φαινόμενον
    • το αγαθό, η αρετή
    • ΠΛ Γοργ 499e τέλος εἶναι ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν
    • ΑΡΙΣΤ ΗΕυδ 1216b Σωκράτης μὲν οὖν ὁ πρεσβύτης ᾤετ΄ εἶναι τέλος τὸ γινώσκειν τὴν ἀρετήν
    • 5. απόλυτη εξουσία
    • ΘΟΥΚ 4.118.10 οἱ δὲ ἰόντες τέλος ἔχοντες ἰόντων { και όσοι έρθουν ας έρθουν με πλήρη εξουσία }
    • ΕΥΡ Ορεστ 1545 τέλος ἔχει δαίμων βροτοῖς { απόλυτη εξουσία έχει στους ανθρώπους ο θεός }
    • φρ. οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα, οι αξιωματούχοι (πολιτικοί ή στρατιωτικοί)
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 1025 τοιαῦτ΄ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει
    • ΘΟΥΚ 3.36.5 οἱ αὐτοῖς τῶν Ἀθηναίων ξυμπράσσοντες͵ παρεσκεύασαν τοὺς ἐν τέλει
    • 6. τέλη, δασμοί
    • οικονομία
    • ΑΝΔΟΚ 1.93 ὃς ἂν πριάμενος τέλος μὴ καταβάλῃ͵ δεῖν ἐν τῷ ξύλῳ
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 896 ἀγορᾶς τέλος ταύτην γέ που δώσεις ἐμοί
    • πρόσοδος, έξοδα, δαπάνες
    • οικονομία
    • ΘΟΥΚ 6.16.3 ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τέλεσι μὴ ἑαυτὸν μόνον ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ
    • 7. απόφαση δίκης
    • δικανικός όρος
    • ΑΙΣΧ Ευμ 243 αὐτοῦ φυλάσσων ἀναμένω τέλος δίκης
    • ΠΛ Νομ 768b τὸ δὲ τέλος κρίνειν πάντων τῶν τοιούτων (δικῶν) ἐκεῖνο τὸ δικαστήριον
    • 8. θυσίες, προσφορές, μυστήρια, μυσταγωγίες
    • θρησκεία
    • ΣΟΦ Αντ 142 ἔλιπον Ζηνὶ Τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη
    • ΕΥΡ Μηδ 1381 γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν τὸ λοιπὸν
    • 9. διαίρεση στρατιωτικού σώματος, λόχος ιππέων, μοίρες πλοίων
    • στρατιωτικός όρος
    • ΟΜ Ιλ 10.470 αἶψα δ΄ ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τέλος ἷξον ἰόντες { γρήγορα έφτασαν προχωρώντας στο λόχο των Θρακών }
    • ΘΟΥΚ 1.48.3 τρία τέλη ποιήσαντες τῶν νεῶν { χωρίζοντας τα καράβια σε τρία τμήματα }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΤΕΛΟΣ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο26
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: τελειότης, ἀτέλεια, τελείωμα, τέλεσμα 'χρηματική καταβολή, δασμός, φόρος', τελέωσις 'τελειοποίση, ολοκλήρωση', τελείωσις, τελεστήριον 'τόπος ιεροτελεστίας', τελετή, τελευτή 'εκτέλεση, έκβαση, αποτέλεσμα', τελώνης, τελωνία 'είσπραξη των δημοσίων εσόδων', τελειογονία 'τέλεια γέννηση', ἀκροτελεύτιον 'το άκρο κάθε πράγματος', ἀποτέλεσμα 'συμπλήρωση, αποτελείωμα', ἀποτελεύτησις, ἐπιτέλεσις 'συμπλήρωση', ἐπιτελείωσις, εὐτέλεια, ἰσοτέλεια, συντέλεια 'κοινή συνεισφορά για δημόσιες ανάγκες, άθροισμα, συντέλεση σχεδίου'
      • ρήματα: τελέω, τελειόω, τελείω, τελεόω, τέλλω, τελευτάω, τελεσιουργέω, τελειοτοκέω, τελεσφορέω, ἀποτελέω 'αποτελειώνω', ἀποτελευτάω 'τελευτώ', διατελευτάω 'εκπληρώνω', διατελέω 'αποπερατώνω, εξακολουθώ να κάνω κάτι', ἐκτελευτάω 'αποτελειώνω', ἐκτελέω, ἐντελευτάω 'πεθαίνω', ἐπιτελέω 'εκτελώ, τελειοποιώ, τελώ θρησκευτικό καθήκον, πληρώνω', κατατελευτάω, λυσιτελέω, περιτελέω, συντελέω 'συμπληρώνω, τελειώνω, εκτελώ ιερές τελετές, ανήκω σε φορολογική τάξη', ὑπερτελέω 'υπερβαίνω το τέρμα, υπερπηδώ', ὑποτελέω 'πληρώνω φόρο'
      • επίθετα: τέλειος, τέλεος, τέλεως, τελήεις, τελωνικός, τελεστικός 'ο αρμόδιος στην τέλεση', τελευταῖος, τελειογόνος, τελεόμηνος, τελεσιουργός 'αυτός που τελειώνει, αποπερατώνει κάποιο έργο', τελεσσιεπής, τελεσσίνοος, τελεσσίφρων, τελεσφόρος, ἀλυσιτελής, ἀρτιτελής, ἀτέλεστος, ἀτέλευτος, ἀτελεύτητος, ἀτελής, αὐτοτελής, διατελής 'συνεχής', δημοτελής, ἐκτελής 'τέλειος', ἐπιτελεστικός 'ο κατάλληλος προς επιτέλεση', ἐπιτελής 'τέλειος', εὐτελής, ἡμιτέλεστος, ἡμιτελής, ἰσοτελής, ἰσοτέλεστος, καρποτελής, λυσιτελής, ὀψιτέλεστος, παντελής 'τέλειος, πλήρης', προτέλειος, συντελής 'αυτός που πληρώνει φόρους, που συνεισφέρει σε πληρωμή', ὑπερτελής 'αυτός που φτάνει πέρα από το σκοπό, αυτός που σηκώνεται ψηλά', ὑποτελής
      • επιρρήματα: τέλοσδε, τελείως, τελέως, ἀλυσιτελῶς, εὐτελῶς, λυσιτελούντως, παντελῶς
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: τελειωτής 'αυτός που τελειοποιεί', τελεότης, τέλεσις, τελεσμός 'καθιερωμένη τελετή', τελεστής 'ιεροτελεστής', τελέστωρ, τέλθος 'τέλος, χρέος', τελωνεία ή τελωνία, τελωνητής, τελεογονία, τελεσιούργημα 'τετελεσμένη εργασία', τελεσιουργία, τελεσφόρημα 'πλήρης ανάπτυξη', τελεσφόρησις, τελεσφορία 'μύηση στα μυστήρια', τελετάρχης, τελετουργία, τελετηφορία 'ιεροτελεστία', ἀποτέλεσις 'τελειοποίηση', αὐτοτέλεια, ἐκτελείωσις, ἐντέλεια, ἐπιτέλεια 'επίβλεψη, τελειότητα', ἡμιτέλεια, λυσιτέλεια, παντέλεια, προτέλεσις 'αστρομαντεία', προτέλεσμα 'πρόρρησις', συντέλεσις, συντελείωσις, συντελεστής
      • ρήματα: τελίσκω, τελωνέω, τελειογονέω, τελειοποιέω, τελειουργέω, τελεοδρομέω, τελεσικαρπέω, τελετουργέω, ἀποτελειόω, ἐκτελειόω, ἐπιτελειόω, ἐπιτελευτάω, εὐτελίζω, κατατελέω, παντελειόω, παρατελευτάω 'είμαι προτελευταίος', προτελευτάω, συντελειόω
      • επίθετα: τελειωτικός, τελικός, τελειοδύναμος, τελειοποιός, τελειοτόκος, τελεοδρόμος, τελεσίδρομος, τελεσίκαρπος, τελεσιουργικός, τελεσσίγονος, τελεσσίτοκος, τελεταρχικός, ἀποτελεστικός, ἀτελείωτος, αὐτοτέλειος, ἐπιτέλειος, παντέλειος, παρατέλευτος, προτελεσματικός, συντελεστικός, συντελικός, ὑπερτέλειος, ὑποτέλειος
      • επιρρήματα: τελωνικῶς, ἀτελευτήτως, ἀτελῶς, λυσιτελῶς, παντελείως, συντελεστικῶς, συντελικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %τελ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • τελειοδίδακτος, τελειοποιήσιμος, τελειοποίησις, τελειοποιητής, τελειόφοιτος, τελειωτικώς, τελεολογία, τελεολογικός, τελεσιγραφικός, τελεσίγραφον, τελεσιδικία, τελεσίδικος, τελετουργικός, τελευταίως, τελωνιακώς, τελωνίζω, τελωνισμός, τελωνιστής, τελωνοσταθμαρχείον, τελωνοσταθμάρχης, τελωνοφυλακείον, τελωνοφυλακή, τελωνοφύλαξ, αποτελεσματικότης, αποτελεσματικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %τελ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %τελ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπ. τελώ 'εκτελώ, εκπληρώνω', Κρ. τελώ 'περιποιούμαι, τηρώ έθιμο', Πόντ. τελεία 'ολοκλήρωση', τελείωση 'σταμάτημα, ολοκλήρωση, τέλος', Θήρα τελευτήριο 'θάνατος', Στερ.Ελλ. ατέλιφτους 'ατέλευτος', Χίος πενταλιάς 'παντελώς', Ζάκ. σύντελα (ουδ.) 'θάνατος', Κύπ. συντελεία, συντιλεία 'κατακλυσμιαία βροχή', Πόντ. συντελέα 'δύναμη, ισχύς', συντέλεμα 'καταβολή, κατάπτωση'