Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- τεκμαίρω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια, αποδεικνύω |μετά τον ΟΜ Β. ΜΕΣΟ 1. διατάζω, καθορίζω, ορίζω, σχεδιάζω |προμηνύω, προλέγω 2. καταλήγω σε μια γνώμη, κρίση, συμπέρασμα, υπόθεση κτλ., εικάζω, υποθέτω, συμπεραίνω |απόλ. |με αιτ. |με αιτ. και απρφ. |με ειδική πρόταση 3. κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ. |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτιολογική πρόταση
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια, αποδεικνύω
- μετά τον ΟΜ
- ΑΙΣΧ Πρ 605 τέκμηρον ὅ τι μ΄ ἐπαμμένει παθεῖν { φανέρωσέ μου τι μ' απομένει ακόμα να πάθω }
- ΠΙΝΔ Ολ 6.73 τεκμαίρει χρῆμ΄ ἕκαστον { η περίσταση αποδεικνύει την αξία κάθε ανθρώπου }
- ΠΙΝΔ Νεμ 6.8 τεκμαίρει δὲ καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν
- Β. ΜΕΣΟ
- 1. διατάζω, καθορίζω, ορίζω, σχεδιάζω
- ΟΜ Ιλ 6.349 τάδε γ΄ ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο
- ΗΣ Εργ 228 οὐδέ ποτ΄ αὐτοῖς ἀργαλέον πόλεμον τεκμαίρεται εὐρύοπα Ζεύς { ποτέ γι'αυτούς ο Δίας ο παντεπόπτης δεν σχεδιάζει τον φοβερό τον πόλεμο }
- προμηνύω, προλέγω
- ΟΜ Οδ 11.112 τότε τοι τεκμαίρομ΄ ὄλεθρον τότε εγώ προλέγω το χαμό σας
- 2. καταλήγω σε μια γνώμη, κρίση, συμπέρασμα, υπόθεση κτλ., εικάζω, υποθέτω, συμπεραίνω
- απόλ.
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.3.21 ἐγὼ δὲ τέτταρσι μὲν ὀφθαλμοῖς τεκμαροῦμαι͵ τέτταρσι δὲ ὠσὶν αἰσθήσομαι { εγώ όμως θα σχηματίζω τις κρίσεις μου βλέποντας με τέσσερα μάτια και ακούγοντας με τέσσερα αυτιά }
- ΞΕΝ Απομν 1.4.1 ὡς ἔνιοι γράφουσί τε καὶ λέγουσι περὶ αὐτοῦ τεκμαιρόμενοι
- με αιτ.
- ΞΕΝ Απομν 3.5.6 τεκμήραιο δ΄ ἂν τοῦτο καὶ ἀπὸ τῶν ἐν ταῖς ναυσίν
- ΑΡΙΣΤΟΦ Σφ 76 ἀφ΄ αὑτοῦ τὴν νόσον τεκμαίρεται
- με αιτ. και απρφ.
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.1.28 ἐτεκμαίρετο δὲ τοῦτο οὕτως ἕξειν ἐκ τοῦδε
- ΠΛ Πολ 578c τεκμαίρομαί σε͵ ἔφη͵ ἐκ τῶν προειρημένων ἀληθῆ λέγειν
- με ειδική πρόταση
- ΙΣΑΙΟΣ 7.8 τοῖς δ΄ ἔργοις ἄν τις τεκμήραιτο μάλιστα ὅτι Ἀπολλόδωρος ἐπεπόνθει ὃ...
- ΘΟΥΚ 4.123.2 οἱ Μενδαῖοι...τεκμαιρόμενοι καὶ ἀπὸ τῆς Σκιώνης ὅτι οὐ προυδίδου (ο Βρασίδας)
- 3. κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ.
- με δοτ.
- ΑΙΣΧ Πρ 336 ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι
- ΔΗΜ 16.4 εἴ τι δεῖ τοῖς εἰρημένοις πολλάκις παρ΄ ὑμῖν λόγοις τεκμήρασθαι
- ΙΣΟΚΡ 6.59 εἴπερ χρὴ περὶ τῶν μελλόντων τεκμαίρεσθαι τοῖς ἤδη γεγενημένοις
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΞΕΝ Απομν 4.1.2 ἐτεκμαίρετο δὲ τὰς ἀγαθὰς φύσεις ἐκ τοῦ ταχύ τε μανθάνειν
- ΠΛ Κριτων 44a τεκμαίρομαι δὲ ἔκ τινος ἐνυπνίου
- με αιτιολογική πρόταση
- ΘΟΥΚ 1.1.1 τεκμαιρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς αὐτὸν ἀμφότεροι παρασκευῇ τῇ πάσῃ { το συμπέρανα αυτό από το ότι και τα δυο μέρη μπήκαν στον πόλεμο εφοδιασμένα με όλα τα υλικά μέσα }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΤΕΚΜΑΡ >
- Από τη ρίζα *kweks+ -mr- + -jομαι > *τεκτ + μαρ + -jομαι > τεκμαρ-jομαι.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- τεκμαίρομαι, ἐτεκμαιρόμην, τεκμαροῦμαι, ἐτεκμηράμην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: τὸ τέκμαρ 'όριο, τέρμα, τέλος', τὸ τέκμωρ 'τέλος, όριο', τέκμαρσις 'αποδεικτικότητα, τρόπος του ελέγχειν και αποδεικνύειν', τεκμήριον 'βέβαιο σημείο, ασφαλής απόδειξη'
- ρήματα: τεκμαίρομαι 'συμπεραίνω από σημεία', τεκμαίρω 'δείχνω με σημεία', τεκμηριόω 'προμηθεύω, παρέχω μια απόδειξη'
- επίθετα: ἀτέκμαρτος 'σκοτεινός, αυτό(ς) που είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς', δυστέκμαρτος, ἀξιοτέκμαρτος 'αξιόπιστος', τεκμηριώδης 'αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: τεκμηρίωσις, οἱ τεκμορεῖοι (ξένοι) 'φιλικές σχέσεις που εγγυώνται την πίστη και αφοσίωση στην εξουσία'
- ρήματα: τεκμηριόομαι 'βρίσκω ενδείξεις', τεκμορεύω 'παρέχω αποδείξεις πίστης σε πολιτική ή άλλη εξουσία',
- επίθετα: τεκμαρτός 'αυτός που είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί', τεκμαρτικός
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής τεκμαιρ%, τεκμηρ%
- Στη νε ο τύπος 'τεκμαίρομαι' είναι σπάνιος και χρησιμοποιείται σε λόγια ή νομικά κείμενα. Ο τύπος που απαντάται συνήθως είναι το 'τεκμηριώνω, -ομαι'. Επίσης, η λέξη 'τεκμήριο' συναντάται ως νομικός ή οικονομικός όρος και σημαίνει το στοιχείο, πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχθεί μια γνώμη ή μια μαρτυρία με τρόπο αδιαμφισβήτητο.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ