Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ταπεινός
- επίθετο
- -ή, -όν
- ταπεινῶς
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. χαμηλός |για τόπους και πράγματα |κοντός, μικρός, αντ. ὑψηλός |για ανάστημα ή μέγεθος |ρηχός, αντ. βαθύς |για όγκο Β. 1. φτωχός, μικρός, αδύναμος, υποταγμένος |για κατάσταση |από ταπεινή καταγωγή, αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα |για κοινωνική θέση 2. κατηφής, θλιμμένος |για διάθεση 3. ποταπός, άθλιος, πρόστυχος |με ηθική σημασία |ταπεινόφρων, μετριόφρων, σεμνός |θετικά Γ. ασήμαντος, ευτελής |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη |αρνητικά |φρ. ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής, ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α. χαμηλός
- για τόπους και πράγματα
- ΠΙΝΔ Νεμ 3.82 κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται (=ζουν σε χαμηλούς τόπους)
- ΑΡΙΣΤ Μετε 352b τὰ περὶ τὴν Λιβύην τὴν Ἀμμωνίαν χώραν ταπεινότερα φαίνεται καὶ κοιλότερα παρὰ λόγον τῆς κάτωθεν χώρας
- ΞΕΝ Ιππαρ 5.8 τοὺς δ΄ ἄλλους (τὰ δόρατα ἔχειν) ταπεινὰ καὶ μὴ ὑπερφανῆ
- κοντός, μικρός, αντ. ὑψηλός
- για ανάστημα ή μέγεθος
- ΞΕΝ Ιππ 1.4 οὐδὲ μὴν ἄγαν ταπεινὰ τὰ ὀστᾶ δεῖ εἶναι
- ρηχός, αντ. βαθύς
- για όγκο
- ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1085a ἐκ μακροῦ μὲν καὶ βραχέος τὰ μήκη͵ πλατέος δὲ καὶ στενοῦ τὰ ἐπίπεδα͵ ἐκ βαθέος δὲ καὶ ταπεινοῦ τοὺς ὄγκους
- Β.
- 1. φτωχός, μικρός, αδύναμος, υποταγμένος
- για κατάσταση
- ΙΣΟΚΡ 4.95 ἡγοῦντο γὰρ ταῖς μὲν ταπειναῖς τῶν πόλεων προσήκειν ἐκ παντὸς τρόπου ζητεῖν τὴν σωτηρίαν
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.5.69 βουλόμενος αὐτοὺς ὡς ἀμηχανωτάτους εἶναι͵ ὅπως ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι εἶεν { ήθελε να τους φέρει σε αμηχανία, για να είναι όσο το δυνατό περισσότερο ταπεινοί και υπάκουοι }
- ΔΗΜ 9.21 μέγας ἐκ μικροῦ καὶ ταπεινοῦ τὸ κατ΄ ἀρχὰς Φίλιππος ηὔξηται
- από ταπεινή καταγωγή, αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα
- για κοινωνική θέση
- ΙΣΟΚΡ 3.42 οὐδ΄ ᾠήθην δεῖν τοὺς μὲν ἐκ ταπεινοτέρας ποιήσασθαι τῶν παίδων͵ τοὺς δ΄ ἐκ σεμνοτέρας { να αποκτήσω άλλα παιδιά από μια γυναίκα κατώτερης τάξης και άλλα από μια ανώτερης κοινωνικής θέσης }
- 2. κατηφής, θλιμμένος
- για διάθεση
- ΞΕΝ Ελλ 6.4.16 σκυθρωποὺς καὶ ταπεινοὺς περιιόντας
- ΘΟΥΚ 2.61.2 μεταβολῆς μεγάλης͵ καὶ ταύτης ἐξ ὀλίγου͵ ἐμπεσούσης ταπεινὴ ὑμῶν ἡ διάνοια { επειδή τα πράγματα χειροτέρεψαν, και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, έχετε χάσει την ψυχική σας διάθεση }
- 3. ποταπός, άθλιος, πρόστυχος
- με ηθική σημασία
- ΠΛ Νομ 791d ταπεινοὺς καὶ ἀνελευθέρους καὶ μισανθρώπους ποιοῦσα
- ΞΕΝ Απομν 3.10.5 καὶ τὸ μεγαλοπρεπές τε καὶ ἐλευθέριον καὶ τὸ ταπεινόν τε καὶ ἀνελεύθερον
- ταπεινόφρων, μετριόφρων, σεμνός
- θετικά
- ΞΕΝ Αγησ 11.11 τῶν γοῦν ὑπεραύχων καταφρονῶν τῶν μετρίων ταπεινότερος ἦν
- Γ. ασήμαντος, ευτελής
- ΔΗΜ 57.45 πολλὰ δουλικὰ καὶ ταπεινὰ πράγματα τοὺς ἐλευθέρους ἡ πενία βιάζεται ποιεῖν
- ΙΣΟΚΡ 4.8 τά τε μεγάλα ταπεινὰ ποιῆσαι καὶ τοῖς μικροῖς μέγεθος περιθεῖναι
- ΑΡΙΣΤ Ρητ 1404b λέξεως ἀρετὴ σαφῆ εἶναι...καὶ μήτε ταπεινὴν μήτε ὑπὲρ τὸ ἀξίωμα͵ ἀλλὰ πρέπουσαν { το λεκτικό δεν πρέπει να είναι ούτε χυδαίο ούτε περισσότερο υψηλό από ό,τι ταιριάζει στη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά να κρατείται στο μέτρο που αρμόζει }
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη
- ΙΣΟΚΡ 4.152 τὰ μὲν ταπεινῶς͵ τὰ δ΄ ὑπερηφάνως ζῶντες
- ΑΡΙΣΤ Ρητ 1408a λέγειν ἐὰν δὲ ἐπαινετά, ἀγαμένως, ἐὰν δὲ ἐλεεινά, ταπεινῶς
- αρνητικά
- ΙΣΟΚΡ 16.33 εἰδὼς ἐνίους τῶν ἀθλητῶν καὶ κακῶς γεγονότας καὶ μικρὰς πόλεις οἰκοῦντας καὶ ταπεινῶς πεπαιδευμένους
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1313b οἱ ταπεινῶς ὁμιλοῦντες (=αυτοί που συμπεριφέρονται με δουλοπρέπεια)
- φρ. ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής, ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας
- ΙΣΟΚΡ 15.57 ὅτε Λακεδαιμόνιοι μὲν ἦρχον τῶν Ἑλλήνων͵ ἡμεῖς δὲ ταπεινῶς ἐπράττομεν
- ΙΣΟΚΡ 5.64 ὑπ΄ ἀνδρὸς οὕτω ταπεινῶς πράξαντος
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΤΑΠΕΙΝΟΣ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε1
- επίθετο συγκρ. ταπεινότερος, υπερθ. ταπεινότατος
- επίρρημα συγκρ. ταπεινότερον, υπερθ. ταπεινότατα
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ταπεινότης, ταπείνωσις
- επιρρήματα: ταπεινῶς
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ταπεινοφροσύνη, ταπείνωμα 'όρος αστρονομίας, η θέση ενός πλανήτη', ταπεινοσύνη, ταπεινολογία, ταπεινωτής, ἐθελοταπεινοφροσύνη, ταπεινορρημοσύνη, ταπεινοφρόνημα, ταπεινοφρόνησις, ὑψηλοταπεινότης, ὑψηλοταπείνωμα
- ρήματα: ταπεινόω, ἐκταπεινόω, καταταπεινόω, συνεκταπεινόω, συνταπεινόω, ὑπερταπεινόομαι, ὑποταπεινόομαι, ὑποταπεινόω, ταπεινολογέω, ταπεινοφρονέω
- επίθετα: ταπεινόφρων, ταπεινόνους, ἀταπείνωτος, εὐταπείνωτος, θεοταπείνωτος, ταπεινοποιός, ταπεινόψυχος, ταπεινωτικός, ὑψηλοτάπεινος, φιλοτάπεινος
- επιρρήματα: ἀταπεινώτως, ταπεινοφρόνως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ταπειν%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ταπεινογόνατος, ταπεινοδουλικοπροσκυνήσεις, ταπεινόδουλος, ταπεινοκολακεία, ταπεινολόγος, ταπεινοπαρακαλέω, ταπεινοποιέομαι, ταπεινοπροσκυνέω, ταπεινοπροσκυνήσεις, ταπεινοπροσκυνητώς, ταπεινόροφος, ταπεινοφανής, ταπεινοφιλή, ταπεινοφρονητικός, ταπεινόφωνος, ταπεινοφώνως, ταπεινωτικώς
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ