Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- τάξις
- ουσιαστικό
- -εως
- ἡ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. |στρατιωτικός όρος 1. παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά |κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων, πεζικού ή ναυτικού, σε υποδιαιρέσεις (τάγμα, λόχος, μοίρα...) |κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη, παράταξη |θέση στις γραμμές μάχης 2. (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β. 1. διάταξη, οργάνωση βάσει κανόνων, τάξη |πολιτειακή οργάνωση 2. θέση, αξίωμα, ρόλος, κατάσταση 3. γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων, κατηγορία, τάξη (πολιτική, κοινωνική)
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.
- στρατιωτικός όρος
- 1. παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.1.7 καὶ γὰρ προσεποιεῖτο ἐπιστήμων εἶναι τῶν ἀμφὶ τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν
- ΘΟΥΚ 5.68.3 τετρακόσιοι καὶ δυοῖν δέοντες πεντήκοντα ἄνδρες ἡ πρώτη τάξις ἦν
- κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων, πεζικού ή ναυτικού, σε υποδιαιρέσεις (τάγμα, λόχος, μοίρα...)
- ΘΟΥΚ 2.79.5 καὶ ἀναχωροῦσι πρὸς τὰς δύο τάξεις (=υποχωρούν προς τους δύο λόχους)
- ΞΕΝ Ελλ 3.4.16 ἆθλα προύθηκε ταῖς τε ὁπλιτικαῖς τάξεσιν
- ΑΙΣΧ Περ 380 τάξις δὲ τάξιν παρεκάλει νεὼς μακρᾶς { και η μια τάξη του μεγάλου στόλου καλεί την άλλη να ξεκινήσει }
- κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη, παράταξη
- ΘΟΥΚ 4.94.2 καθεστώτων δὲ ἐς τὴν τάξιν καὶ ἤδη μελλόντων ξυνιέναι { αφού είχαν πάρει τις θέσεις τους στην παράταξη ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν }
- θέση στις γραμμές μάχης
- ΑΙΣΧ Περ 297 ὅστ΄ ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθεὶς ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών; { ο οποίος, όταν τοποθετήθηκε αρχηγός, πεθαίνοντας άφησε τη θέση του κενή χωρίς άνδρα; }
- ΠΛ Κριτων 51b καὶ οὐχὶ ὑπεικτέον οὐδὲ ἀναχωρητέον οὐδὲ λειπτέον τὴν τάξιν { ούτε να εγκαταλείπουμε τη θέση μας στη διάταξη της μάχης }
- 2. (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου
- ΛΥΣ 15.5 ὅτι ἐξελαύνων Ἀλκιβιάδην ἐκ τῆς φυλῆς ἄκυρον ἐποίει τὴν τούτων τάξιν
- Β.
- 1. διάταξη, οργάνωση βάσει κανόνων, τάξη
- ΙΣΟΚΡ 12.260 ἐθαύμαζόν σου τήν τε φύσιν καὶ τὴν τοῦ βίου τάξιν
- ΠΛ Νομ 657b θαρροῦντα χρὴ εἰς νόμον ἄγειν καὶ τάξιν αὐτά
- ΑΡΙΣΤ Ουρ 297a τὰ γὰρ φαινόμενα συμβαίνει μεταβαλλόντων τῶν σχημάτων οἷς ὥρισται τῶν ἄστρων ἡ τάξις
- πολιτειακή οργάνωση
- ΠΛ Κριτ 109d ἄνδρας δὲ ἀγαθοὺς ἐμποιήσαντες αὐτόχθονας ἐπὶ νοῦν ἔθεσαν τὴν τῆς πολιτείας τάξιν { αφού έκαναν τους ντόπιους κατοίκους αγαθούς, τους εμπνεύσανε την ιδέα πως πρέπει να οργανώσουν τέλεια την πολιτεία τους }
- ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 3.1 ἦν δ΄ ἡ τάξις τῆς ἀρχαίας πολιτείας τῆς πρὸ Δράκοντος τοιάδε
- 2. θέση, αξίωμα, ρόλος, κατάσταση
- ΑΙΣΧΙΝ 3.7 οὕτω καὶ νῦν αἰσχύνθητε ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν ἣν τέταχθε ὑπὸ τῶν νόμων
- ΠΛ Φαιδ 247a τεταγμένοι θεοὶ ἄρχοντες ἡγοῦνται κατὰ τάξιν ἣν ἕκαστος ἐτάχθη
- ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 3.6 ἡ δὲ τῶν Ἀρεοπαγιτῶν βουλὴ τὴν μὲν τάξιν εἶχε τοῦ διατηρεῖν τοὺς νόμους
- 3. γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων, κατηγορία, τάξη (πολιτική, κοινωνική)
- ΑΙΣΧΙΝ 1.155 κατανείμητε εἰς τὴν προσήκουσαν τάξιν Τίμαρχον
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1273a παρεκβαίνει δὲ τῆς ἀριστοκρατίας ἡ τάξις τῶν Καρχηδονίων μάλιστα πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν
- ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 11.2 οἱ δὲ γνώριμοι πάλιν εἰς τὴν αὐτὴν τάξιν ἀποδώσειν
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΤΑΣΣΩ >
- Από: ταγ- + -σις.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο14.1
- ιων. γεν. ενικ. -ιος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀντίταξις 'αντιμέτωπος τοποθέτηση, αντιπαράταξη', ἀπόταξις 'αποχωρισμός, ταξινόμηση ατόμων για φορολογία', διάταξις, ἐπίταξις 'διαταγή, διακανονισμός ή επιβολή φόρου', παράταξις, πρόσταξις 'τακτοποίηση, προσταγή', σύνταξις, ταξιαρχία, ταξίαρχος, ταξιάρχης
- ρήματα: τάσσω, ταξιόομαι 'παρατάσσομαι για μάχη', ταξιαρχέω
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. τάξιος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ταξεώτης 'ακόλουθος ή βοηθός άρχοντα, δικαστή ή στρατηλάτη', ταξείδιον, ταξίδιον 'εκστρατεία, πορεία', ἔκταξις 'παράταξη μάχης', ἔνταξις, κατάταξις, πρόταξις, ὑπόταξις, συνταξιαρχία
- ρήματα: ταξιδεύω 'κάνω εκστρατεία ή εκδρομή', συνταξιδεύω
- επίθετα: ταξίφυλλος 'αυτός που τα φύλλα του φυτρώνουν με τάξη', ταξιόζωτος 'αυτός που έχει κλαδιά κατά κανονικά διαστήματα', ταξίλοχος 'αυτός που διοικεί λόχο', ταξεωτικός
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ταξι%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ταξειδεύσιμος, ταξειδιωτικός, ταξειδομανία, ταξιαρχικός, ταξιθετέω, ταξιθέτησις, ταξινομέω, ταξινόμησις, ταξινομία, συντάκτρια, συντακτικογράφος 'ο συγγραφέας συντακτικού', συνταξειδιώτης, κατατακτήριος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ικαρ. Κάλυμν. Κάρπαθ. Κως Σύρ. διάταξη 'διαθήκη, δημοσίευση', Πόντ. παράταξη 'πομπή', Ίμβρ. παράταξ᾿ 'ακολουθία νεκρού', Σάμ. σύνταξ᾽ 'γρηγοράδα'
- Από την αρχική στρατιωτική σημασία του όρου τάξις διαμορφώθηκε η σημερινή σημασία της λέξης ταξίδι, δηλ. η μη στρατιωτική μετακίνηση η οποία μπορεί να γίνεται για αλλαγή τόπου διαμονής ή για εμπορικούς και τουριστικούς λόγους. Η γραφή της λέξης ταξίδι με ει διακαιολογείται υπό την επίδραση της γενικής τάξεως του ουσιαστικού τάξις.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ