Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • στέλλω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ετοιμάζω, διευθετώ, κατευθύνω |ντύνω |εξοπλίζω, αρματώνω 2. μαζεύω, κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3. ετοιμάζω και στέλνω, στέλνω, ξεκινώ |στέλνω κπ. για να πάρω πίσω κτ., πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ. |ΣΟΦ Β. ΜΕΣΟ 1. ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι |με απρφ. 2. μαζεύω, κατεβάζω τα πανιά του πλοίου |μαζεύω τη γλώσσα μου, αποσιωπώ, αποκρύπτω |μτφ. 3. ξεκινώ, ετοιμάζομαι να φύγω, απομακρύνομαι |στέλνω να καλέσω κπ. |ΣΟΦ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. ετοιμάζομαι να πάω, ξεκινώ για κάπου |στον παθ. αόρ. β' |στον πρκ. είμαι προετοιμασμένος, εξοπλισμένος |είμαι ντυμένος 2. αποστέλλομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. ετοιμάζω, διευθετώ, κατευθύνω
    • ΕΥΡ Τρ 166 Τρῳάδες, ἐξορμίζεσθ᾽ οἴκων· στέλλουσ᾽ Ἀργεῖοι νόστον
    • ντύνω
    • ΗΡ 3.14 στείλας αὐτοῦ τὴν θυγατέρα ἐσθῆτι δουληίῃ ἐξέπεμπε ἐπ᾽ ὕδωρ
    • ΕΥΡ Βακ 821 στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ βυσσίνους πέπλους { φόρεσε τώρα στο σώμα σου πορφυρά πέπλα }
    • εξοπλίζω, αρματώνω
    • ΟΜ Οδ 14.248 ἐννέα νῆας στεῖλα, θοῶς δ᾽ ἐσαγείρετο λαός { εννιά καράβια αρμάτωσα και με προθυμία συγκεντρωνόταν ο λαός }
    • ΑΙΣΧ Περ 177 παῖς ἐμὸς στείλας στρατὸν Ἰαόνων γῆν οἴχεται πέρσαι θέλων
    • 2. μαζεύω, κατεβάζω τα πανιά του πλοίου
    • ΟΜ Οδ 16.353 ἴδε…ἱστία τε στέλλοντας ἐρετμά τε χερσὶν ἔχοντας { είδε…να μαζεύουν τα πανιά και να έχουν τα κουπιά στα χέρια }
    • ΕΥΡ Εκ 1080 ναῦς ὅπως ποντίοις πείσμασιν λινόκροκον φᾶρος στέλλων { όπως κατεβάζει κανείς από πλοίο το λινό πανί με σκοινιά θαλασσινά }
    • 3. ετοιμάζω και στέλνω, στέλνω, ξεκινώ
    • ΟΜ Ιλ 12.325 οὔτέ κε σὲ στέλλοιμι μάχην ἐς κυδιάνειραν
    • ΘΟΥΚ 2.69.1 Ἀθηναῖοι ναῦς ἔστειλαν εἴκοσι μὲν περὶ Πελοπόννησον καὶ Φορμίωνα στρατηγόν
    • ΔΗΜ 60.29 Ὅμηρος ἕνεκα τῆς μητρός φησιν Αἴθρας Ἀκάμαντ᾽ εἰς Τροίαν στεῖλαι
    • στέλνω κπ. για να πάρω πίσω κτ., πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ.
    • ΣΟΦ
    • ΣΟΦ Φιλ 982 σὲ δεῖ στείχειν ἅμ᾽ αὐτοῖς, ἢ βίᾳ στελοῦσί σε { πρέπει να πας μαζί τους, αλλιώς θα έρθουν να σε πάρουν με τη βία }
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 297 σκοπὸς δέ νιν, ὃς κἀμὲ δεῦρ᾽ ἔπεμψεν, οἴχεται στελῶν { ο αγγελιοφόρος, ο οποίος έστειλε και μένα εδώ, έχει πάει να τον φωνάξει }
    • Β. ΜΕΣΟ
    • 1. ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι
    • ΟΜ Ιλ 23.285 ἄλλοι δὲ στέλλεσθε κατὰ στρατόν
    • ΗΡ 7.2 στελλομένου δὲ Δαρείου ἐπ᾽ Αἴγυπτον καὶ Ἀθήνας
    • με απρφ.
    • ΕΥΡ Τρ 180 ναῦται στέλλονται κινεῖν κώπας
    • 2. μαζεύω, κατεβάζω τα πανιά του πλοίου
    • ΟΜ Ιλ 1.433 ἱστία μὲν στείλαντο, θέσαν δ᾽ ἐν νηῒ μελαίνῃ
    • ΑΡΙΣΤ Μηχ 851b τὸ μὲν πρὸς τὸν κυβερνήτην τοῦ ἱστίου μέρος στέλλονται, τὸ δὲ πρὸς τὴν πρῷραν ποδιαῖον ποιησάμενοι ἐφιᾶσιν
    • μαζεύω τη γλώσσα μου, αποσιωπώ, αποκρύπτω
    • μτφ.
    • ΕΥΡ Βακ 668 πότερά σοι παρρησίαι φράσω τὰ κεῖθεν ἢ λόγον στειλώμεθα { τι από τα δυο, να σου αποκαλύψω με θάρρος όσα είδα εκεί ή τη γλώσσα μου να μαζέψω }
    • 3. ξεκινώ, ετοιμάζομαι να φύγω, απομακρύνομαι
    • ΕΥΡ Εκ 113 ποῖ δή, Δαναοί, τὸν ἐμὸν τύμβον στέλλεσθ᾽ ἀγέραστον ἀφέντες; { πού ετοιμάζεστε να πάτε, Δαναοί, έχοντας αφήσει τον τάφο μου χωρίς τιμητικές προσφορές; }
    • ΑΙΣΧ Πρ 392 στέλλου, κομίζου, σῷζε τὸν παρόντα νοῦν { απομακρύνσου, φύγε, φύλαγε τη γνώση πού' χεις }
    • στέλνω να καλέσω κπ.
    • ΣΟΦ
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 434 σχολῇ σ᾽ ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην { δεν θα είχα στείλει στο παλάτι να σε καλέσουν με βιασύνη }
    • Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. ετοιμάζομαι να πάω, ξεκινώ για κάπου
    • στον παθ. αόρ. β'
    • ΗΡ 6.22 τούτων ὦν ἐπικαλεομένων οἱ Σάμιοι μοῦνοι Ἰώνων ἐστάλησαν { στην πρόσκλησή τους μόνο οι Σάμιοι από τους Ίωνες ξεκίνησαν }
    • ΕΥΡ Μηδ 668 τί δ᾽ ὀμφαλὸν γῆς θεσπιῳδὸν ἐστάλης;
    • στον πρκ. είμαι προετοιμασμένος, εξοπλισμένος
    • ΑΙΣΧ Χο 766 πῶς οὖν κελεύει νιν μολεῖν ἐσταλμένον; { πώς λοιπόν του λέει να έρθει εδώ ετοιμασμένος; }
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.7 ἐκ τούτου Ξενοφῶν ἀνίσταται ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον ὡς ἐδύνατο κάλλιστα
    • είμαι ντυμένος
    • ΗΡ 4.189 τὰ δὲ ἄλλα πάντα κατὰ τὠυτὸ ἔσταλται { κατά τα άλλα ντύνονται με τον ίδιο τρόπο }
    • 2. αποστέλλομαι
    • ΣΟΦ Τραχ 776 ὁ δ᾽ οὐδὲν εἰδὼς δύσμορος τὸ σὸν μόνης/ δώρημ᾽ ἔλεξεν, ὥσπερ ἦν ἐσταλμένον
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΣΤΕΛΛΩ >
    • Από: *στέλ + j + ω.
    • Το ρήμα μπορεί να ανάγεται σε μια ιε. ρίζα *stel- (=τακτοποιώ, τοποθετώ, διευθετώ). Προβληματική καθιστούν εξάλλου την ετυμολογία αυτή οι λεσβιακοί τύποι σπόλα (=στολή), κασπολέω (=καταστέλλω) κ.ά., οι οποίοι μπορούν να εξηγηθούν είτε με αναγωγή τους στην ιε. ρίζα *skwel- είτε αν σχετιστούν με τα σπολάς, σπάλαξ.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ10
    • στέλλω, ἔστελλον, στελῶ, ἔστειλα, ἔσταλκα, ἐστάλκειν
    • στέλλομαι, ἐστελλόμην, (μτγν. στελοῦμαι), ἐστειλάμην, ἔσταλμαι, ἐστάλμην
    • (μτγν. παθ. μέλλ. β' σταλήσομαι), παθ. αόρ. ἐστάλθην, παθ. αόρ. β' ἐστάλην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀποστολή, ἀποστολεύς, ἀποστολέας, ἐπιστολή, ἐπιστολεύς, ἐπιστόλιον, ναύστολος, ναυστολία, ναυστόλημα, στόλισμα
      • ρήματα: ἀναστέλλω, ἀποστέλλω, διαστέλλω, ἐνστέλλω, ἐπιστέλλω, καταστέλλω, περιστέλλω, παραστέλλω, συστέλλω, συναποστέλλω, ἐπαναστέλλω, ἐξαποστέλλω, ναυστολέω, στολίζω
      • επίθετα: ἐπιστολικός, ἐπιστολιμαῖος, ἐπιστολιαφόρος, λινόστολος, αὐτόστολος, χρυσεόστολος
      • επιρρήματα: ἐπιστολάδην
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • αιολ. σπολά 'στολισμός, παρασκευή, καταρτισμός'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀναστολή, ἀνταποστολή, ἀντεπιστολή, ἀντιδιαστολή, ἐξαποστολή, ἐπαποστολή, ἐπιστολίδιον, διαστολή, διαστολεύς, διαποστολή, καταστολή, ἐπιστολογράφος, ἐπιστολάτορας, διάσταλμα, ἐπίσταλμα, ἐπίσταλσις, συστολή, ἀπόστολος, ἱεροστολιστής, λινοστολία, νυμφοστολία, στολίδωμα, στολίς, στόλισις, στολιστής, διάσταλμα, ἀπόσταλμα
      • ρήματα: ἀντιδιαστέλλω, ἀποδιαστέλλω, ἐνδιαστέλλω, ἐξαναστέλλω, ἐπαποστέλλω, διαποστέλλω, ἀνταποστέλλω, μεταστέλλω, περισυστέλλω, προαναστέλλω, προαποστέλλω, προδιαστέλλω, προκαταστέλλω, προσαποστέλλω, προσδιαστέλλω, συνδιαστέλλω, συνεπιστέλλω, συναποστέλλω
      • επίθετα: ἀδιάστολος, ἀποστολικός, ἐπιστοληφόρος, ἐπιστολογραφικός, ἀνασταλτικός, διασταλτικός, διασταλτέος, ἐπισταλτικός, κατασταλτέος, κατασταλτικός, προσταλτικός, εὔστολος, ἱεροστολικός, μελανόστολος, λαμπροστόλιστος, μυριόστολος, νεκυοστόλος, νυμφοστόλος, νυμφοστολικός, ποικιλοστόλος, πορφυρόστολος, οὐρανοστόλος, ὁμόστολος, ὁλόστολος, στολιδώδης, στολιδωτός
      • επιρρήματα: εὐδιαστόλως, ἀδιαστάλτως, εὐπεριστόλως, εὐστόλως, ἀδιαστόλως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • στολαγωγία 'θαλασσινή τακτική', στολαρχέω, στολαρχίς, το στοληφόρον, στολίδωσις 'σούφρωμα', στολίσκος, στολισμομαντεία, στολισμομάντις, στολιστικός, στολογράφος 'αυτός που σχεδιάζει στολές θεατρικές', στολοδρομική (υπηρεσία), στολοθάπτης, στολοκαύτης, στολομανία, στολομαχίαι, στολοφόροι
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. στολία 'εξοπλισμός', Πελοπ. στόλι 'ενδυμασία', Θήρα ωριόστολος
      • Το ρήμα στέλλω έχει αρχική σημασία τοποθετώ, τακτοποιώ, ετοιμάζω, παρατάσσω, ανυψώνω. Στη συνέχεια αποκτά μεταφορικές σημασίες όπως πέμπω, εξοπλίζω, αναχαιτίζω, στέλνω και προσκαλώ. Η λατινική λέξη epistula προέρχεται από την ελληνική ἐπιστολή.