Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- σοφιστής
- ουσιαστικό
- -οῦ
- ὁ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. 1. επιδέξιος, έμπειρος σε μια τέχνη 2. συνετός, φρόνιμος, σοφός, φιλόσοφος Β. 1. διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2. αυτός που εξαπατά με λόγια, απατεώνας, κατεργάρης |με αρνητική σημασία
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.
- 1. επιδέξιος, έμπειρος σε μια τέχνη
- ΠΙΝΔ Ισθ 5.28 μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι
- ΕΥΡ Ηρακλ 993 πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην { γινόμουν εφευρέτης πολλών παθημάτων }
- 2. συνετός, φρόνιμος, σοφός, φιλόσοφος
- ΕΥΡ Ιππολ 921 δεινὸν σοφιστὴν εἶπας͵ ὅστις εὖ φρονεῖν τοὺς μὴ φρονοῦντας δυνατός ἐστ΄ ἀναγκάσαι
- ΗΡ 4.95 Ἑλλήνων οὐ τῷ ἀσθενεστάτῳ σοφιστῇ Πυθαγόρῃ
- ΙΣΟΚΡ 15.235 Σόλων μὲν τῶν ἑπτὰ σοφιστῶν ἐκλήθη
- Β.
- 1. διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή
- ΞΕΝ Κυν 13.9 οἱ μὲν γὰρ σοφισταὶ πλουσίους καὶ νέους θηρῶνται͵ οἱ δὲ φιλόσοφοι πᾶσι κοινοὶ καὶ φίλοι
- ΘΟΥΚ 3.38.7 ἀκοῆς ἡδονῇ ἡσσώμενοι καὶ σοφιστῶν θεαταῖς ἐοικότες
- ΠΛ Πρωτ 349a σοφιστὴν ἐπονομάσας σεαυτόν͵ ἀπέφηνας παιδεύσεως καὶ ἀρετῆς διδάσκαλον͵ πρῶτος τούτου μισθὸν ἀξιώσας ἄρνυσθαι
- ΑΡΙΣΤ ΣοφΕλ 165a ὁ σοφιστὴς χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας ἀλλ΄ οὐκ οὔσης
- Διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε, με αμοιβή, ρητορική, πολιτική, γραμματική, φυσικές επιστήμες κ.λ.π. ταξιδεύοντας στις διάφορες ελληνικές πόλεις, όπως ο Γοργίας, ο Πρωταγόρας, ο Πρόδικος, ο Ιππίας κ.ά. Στους περισσότερους αττικούς συγγραφείς (ιδιαίτερα δε στον Πλάτωνα και Αριστοτέλη) η έννοια χρωματίζεται αρνητικά και οι σοφιστές, ως έμμισθοι δάσκαλοι, δέχονται επικρίσεις για χρηματισμό, για το περιεχόμενο, τις μεθόδους και το αποτέλεσμα της διδασκαλίας τους.
- 2. αυτός που εξαπατά με λόγια, απατεώνας, κατεργάρης
- με αρνητική σημασία
- ΔΗΜ 18.276 δεινὸν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν καὶ τὰ τοιαῦτ΄ ὀνομάζων
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 1309 ὃ τοῦτον ποήσει τὸν σοφιστὴν ὧν πανουργεῖν ἤρξατ΄ ἐξαίφνης τι κακὸν λαβεῖν
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΣΟΦΙΖΟΜΑΙ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο1.2α
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: σόφισμα, σοφιστής, σοφίστρια, δοξοσοφία, φιλοσόφημα, φιλοσοφία, ἀφιλοσοφία 'η περιφρόνηση της φιλοσοφίας', μετεωροσοφιστής
- ρήματα: σοφίζω 'κάνω κάποιον σοφό, εκπαιδεύω', σοφίζομαι 'επινοώ ευφυή τεχνάσματα, επινοώ κάτι με πανουργία ή επιδεξιότητα', σοφιστεύω 'φέρομαι ως σοφιστής', φιλοσοφέω, ἀντισοφίζομαι, παρασοφίζομαι 'σοφίζομαι με τρόπο που δεν ταιριάζει στην τέχνη μου', περισοφίζομαι 'εξαπατώ', συμφιλοσοφέω
- επίθετα: σοφός, σοφισματώδης, σοφιστικός, ἀκρόσοφος 'έξοχος', ἄσοφος 'μωρός, ηλίθιος', ἀφιλόσοφος 'αυτός που δεν αγαπά ή είναι ακατάλληλος για τη φιλοσοφία', δοκησίσοφος, δοξόσοφος, θυμόσοφος 'ευφυής, έξυπνος', θυμοσοφικός, πάνσοφος, ὑπέρσοφος, φιλόσοφος
- επιρρήματα: σοφῶς, σοφιστικῶς, φιλοσόφως, ἀφιλοσόφως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. σοφίη
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: σοφισμάτιον, σοφισμός, σοφιστεία, σόφισις 'ευφυία', σοφίστευμα, σοφιστήριον 'σχολή σοφιστού', σοφιστορήτωρ, σοφοδότις, σοφοποίησις, σοφοποιία, σοφουργός 'αυτός που εργάζεται επιδέξια', ἀντισοφίστευμα, ἀντισοφιστής, ἀσοφία, αὐτοσοφία 'η αληθινή σοφία', δειπνοσοφιστής, δοκησισοφία, ἐθελοσοφία, ἐμφιλοσόφημα, θεοσοφία, ἰατροσοφιστής, ἰατροφιλόσοφος, κατασοφισμός 'απάτη με σοφίσματα', παρασοφισμός, ὑπερσοφιστής, φιλοσόφησις
- ρήματα: σοφιστιάω, σοφόω, σοφιστομανέω 'επιζητώ με μανία τους σοφιστές', σοφοποιέω, ἀντισοφιστεύω, ἀντιφιλοσοφέω, δοκησισοφέω, ἐμφιλοσοφέω, ἐπισοφίζομαι, θεοσοφέω, κατασοφίζομαι 'ελέγχω με σοφίσματα, απατώ', κατασοφιστεύω, καταφιλοσοφέω 'αποδεικνύω, ερμηνεύω φιλοσοφικώς', προσφιλοσοφέω, ὑπερσοφιστεύω
- επίθετα: σοφισματικός, σοφόδωρος, σοφόνοος, σοφοποιός, ἀσόφιστος, αὐτόσοφος, ἀφιλοσόφητος, ἐμφιλόσοφος, θεόσοφος, ἰατροσοφιστικός, παντόσοφος, πολύσοφος, φιλοσοφικός
- επιρρήματα: ἀσόφως, θεοσόφως, πανσόφως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %σοφ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- σοφιστικότης, σοφοδιδάσκαλος, σοφολογιότης, σοφολογιώτατος, σοφοπανοσιότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ήπ. Θράκ. σοφίζω 'φτιάχνω επιδέξια, σοφίζομαι', Χίος σοφίζομαι 'χλευάζω', Κρ. μετασοφίζω 'βελτιώνω, διορθώνω τον τρόπο που μιλώ', Κεφαλλ. σοφός 'πανούργος', σοφάδι (ουδ.) 'πονηρός'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ