Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • σοφία
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. δεξιότητα, εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα |γνώση κπ. πράγματος |με γεν. ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β. σωστή κρίση, φρόνηση, ευφυΐα, εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής, αντ. ἡ ἀμαθία |καπατσοσύνη, πανουργία |με αρνητική σημασία Γ. γνώση των επιστημών, εμβρίθεια, μάθηση |θεωρητική γνώση, φιλοσοφία

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. δεξιότητα, εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα
    • ΠΛ Πρωτ 321d ὁ Προμηθεὺς...κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1141a τὴν δὲ σοφίαν ἔν τε ταῖς τέχναις τοῖς ἀκριβεστάτοις τὰς τέχνας ἀποδίδομεν
    • ΠΛ Πολ 365d εἰσίν τε πειθοῦς διδάσκαλοι σοφίαν δημηγορικήν τε καὶ δικανικὴν διδόντες
    • γνώση κπ. πράγματος
    • με γεν. ή εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΠΛ Ιων 542a δεινὸς εἶ τὴν περὶ Ὁμήρου σοφίαν
    • Β. σωστή κρίση, φρόνηση, ευφυΐα, εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής, αντ. ἡ ἀμαθία
    • ΠΛ Πρωτ 360d οὐκοῦν ἡ τῶν δεινῶν καὶ μὴ δεινῶν σοφία ἐναντία τῇ τούτων ἀμαθίᾳ ἐστίν;
    • ΞΕΝ Αγησ 11.10.1 σοφίαν ἔργῳ μᾶλλον ἢ λόγοις ἤσκει
    • ΠΛ Μενεξ 247a πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία͵ οὐ σοφία φαίνεται
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ1103a σοφίαν μὲν καὶ σύνεσιν καὶ φρόνησιν διανοητικάς, ἐλευθεριότητα δὲ καὶ σωφροσύνην ἠθικάς (ἀρετάς)
    • καπατσοσύνη, πανουργία
    • με αρνητική σημασία
    • ΠΙΝΔ Ολ 9.38 τό γε λοιδορῆσαι θεούς ἐχθρὰ σοφία
    • ΗΡ 1.68 καὶ συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ { βοηθημένος και από την τύχη κι από την εξυπνάδα του }
    • Γ. γνώση των επιστημών, εμβρίθεια, μάθηση
    • ΕΥΡ Βακ 395 τὸ σοφὸν δ΄ οὐ σοφία
    • ΠΛ Απολ 20e μείζω τινὰ ἢ κατ΄ ἄνθρωπον σοφίαν σοφοὶ εἶεν
    • θεωρητική γνώση, φιλοσοφία
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 982a ἡ σοφία περί τινας ἀρχὰς καὶ αἰτίας ἐστὶν ἐπιστήμη
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1005b ἔστι δὲ σοφία τις καὶ ἡ φυσική͵ ἀλλ΄ οὐ πρώτη
    • ΠΛ επιστ 322d πρὸς τῇ τῶν εἰδῶν σοφίᾳ (= η γνώση των ιδεών)
    • Η σοφία, ως ιδιαίτερη δεξιότητα σε κάποιον τομέα ή ευφυΐα ή πολύπλευρη και βαθιά γνώση, στην ελληνική κοινωνία επέσυρε τον θαυμασμό των ανθρώπων, που εκφράζεται στα κείμενα με τις φράσεις ἄγαμαι, ἐγκωμιάζω, θαυμάζω ἐπί σοφίᾳ (ΠΛ Συμπ 206b). Το συναγωνιστικό πνεύμα των Ελήνων εκφράζεται με τη συμμετοχή τους σε διαγωνισμούς, ἀγῶνες σοφίας (ΑΡΙΣΤΟΦ Βατρ 676, ΛΥΣ 2.80.3 ἀγῶνες τίθενται ἐπ΄ αὐτοῖς ῥώμης καὶ σοφίας καὶ πλούτου). Η Αθήνα, η πόλη στην οποία άκμασαν οι τέχνες και τα γράμματα κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, θεωρούνταν εὐδοκιμωτάτη εἰς σοφίαν και ἰσχύν (ΠΛ Απολ 29d), τῆς Ἑλλάδος πρυτανεῖον σοφίας (ΠΛ Πρωτ 337d). Η σοφία κατά τον Πλάτωνα αποτελεί μέρος της αρετής, όπως η ανδρεία, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη. Ο Αριστοτέλης τη συγκαταλέγει στις διανοητικές αρετές μαζί με τη σύνεση και τη φρόνηση, σε αντιδιαστολή προς τις ηθικές αρετές.
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΣΟΦΟΣ >
    • σοφ- + ία.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο 2.1
    • ιων. σοφίη
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: σόφισμα, σοφιστής, σοφίστρια, δοξοσοφία, φιλοσόφημα, φιλοσοφία, ἀφιλοσοφία 'η περιφρόνηση της φιλοσοφίας', μετεωροσοφιστής
      • ρήματα: σοφίζω 'κάνω κάποιον σοφό, εκπαιδεύω', σοφίζομαι 'επινοώ ευφυή τεχνάσματα, επινοώ κάτι με πανουργία ή επιδεξιότητα', σοφιστεύω 'φέρομαι ως σοφιστής', φιλοσοφέω, ἀντισοφίζομαι, παρασοφίζομαι 'σοφίζομαι με τρόπο που δεν ταιριάζει στην τέχνη μου', περισοφίζομαι 'εξαπατώ', συμφιλοσοφέω
      • επίθετα: σοφός, σοφισματώδης, σοφιστικός, ἀκρόσοφος 'έξοχος', ἄσοφος 'μωρός, ηλίθιος', ἀφιλόσοφος 'αυτός που δεν αγαπά ή είναι ακατάλληλος για τη φιλοσοφία', δοκησίσοφος, δοξόσοφος, θυμόσοφος 'ευφυής, έξυπνος', θυμοσοφικός, πάνσοφος, ὑπέρσοφος, φιλόσοφος
      • επιρρήματα: σοφῶς, σοφιστικῶς, φιλοσόφως, ἀφιλοσόφως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. σοφίη
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: σοφισμάτιον, σοφισμός, σοφιστεία, σόφισις 'ευφυία', σοφίστευμα, σοφιστήριον 'σχολή σοφιστού', σοφιστορήτωρ, σοφοδότις, σοφοποίησις, σοφοποιία, σοφουργός 'αυτός που εργάζεται επιδέξια', ἀντισοφίστευμα, ἀντισοφιστής, ἀσοφία, αὐτοσοφία 'η αληθινή σοφία', δειπνοσοφιστής, δοκησισοφία, ἐθελοσοφία, ἐμφιλοσόφημα, θεοσοφία, ἰατροσοφιστής, ἰατροφιλόσοφος, κατασοφισμός 'απάτη με σοφίσματα', παρασοφισμός, ὑπερσοφιστής, φιλοσόφησις
      • ρήματα: σοφιστιάω, σοφόω, σοφιστομανέω 'επιζητώ με μανία τους σοφιστές', σοφοποιέω, ἀντισοφιστεύω, ἀντιφιλοσοφέω, δοκησισοφέω, ἐμφιλοσοφέω, ἐπισοφίζομαι, θεοσοφέω, κατασοφίζομαι 'ελέγχω με σοφίσματα, απατώ', κατασοφιστεύω, καταφιλοσοφέω 'αποδεικνύω, ερμηνεύω φιλοσοφικώς', προσφιλοσοφέω, ὑπερσοφιστεύω
      • επίθετα: σοφισματικός, σοφόδωρος, σοφόνοος, σοφοποιός, ἀσόφιστος, αὐτόσοφος, ἀφιλοσόφητος, ἐμφιλόσοφος, θεόσοφος, ἰατροσοφιστικός, παντόσοφος, πολύσοφος, φιλοσοφικός
      • επιρρήματα: ἀσόφως, θεοσόφως, πανσόφως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %σοφ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • σοφιστικότης, σοφοδιδάσκαλος, σοφολογιότης, σοφολογιώτατος, σοφοπανοσιότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %σοφ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %σοφ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. Θράκ. σοφίζω 'φτιάχνω επιδέξια, σοφίζομαι', Χίος σοφίζομαι 'χλευάζω', Κρ. μετασοφίζω 'βελτιώνω, διορθώνω τον τρόπο που μιλώ', Κεφαλλ. σοφός 'πανούργος', σοφάδι (ουδ.) 'πονηρός'