Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- σκοπέω
- ρήμα
- σκοπῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. βλέπω, εξετάζω, παρατηρώ 2. εξετάζω, θεωρώ, προσέχω, φροντίζω |μτφ. |απόλ. |με δευτερεύουσα πρόταση |με αιτ. πράγμ. και γεν. προσ. ή γεν. προσ. και δευτερεύουσα πρόταση |με εμπρόθετο προσδιορισμό 3. αναζητώ, ψάχνω Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ
- 1. βλέπω, εξετάζω, παρατηρώ
- ΘΟΥΚ 1.10.3 οὐδὲ τὰς ὄψεις τῶν πόλεων μᾶλλον σκοπεῖν ἢ τὰς δυνάμεις { ούτε να εξετάζουμε την εξωτερική όψη μιας πολιτείας περισσότερο από τη δύναμή της }
- ΣΟΦ ΟιδΤ 964 τί δῆτ΄ ἄν͵ ὦ γύναι͵ σκοποῖτό τις τὴν Πυθόμαντιν ἑστίαν͵ ἢ τοὺς ἄνω κλάζοντας ὄρνις
- ΞΕΝ ΚΑναβ 6.3.14 Τιμασίων ἔχων τοὺς ἱππέας προελαυνέτω ἐφορῶν ἡμᾶς καὶ σκοπείτω τὰ ἔμπροσθεν
- 2. εξετάζω, θεωρώ, προσέχω, φροντίζω
- μτφ.
- ΙΣΑΙΟΣ 1.18 ὑμεῖς δὲ σκοπεῖσθε τὰς διαθήκας τὰς μετ΄ ὀργῆς γενομένας
- ΙΣΟΚΡ 18.38 ἔπειτα κἀκεῖνο χρὴ σκοπεῖν͵ ὅτι πάντες οἱ κατελθόντες ἐκ Πειραιέως ἔχοιεν ἂν τοὺς αὐτοὺς λόγους εἰπεῖν οὕσπερ οὗτος
- απόλ.
- ΣΟΦ ΟιδΤ 68 ἣν δ΄ εὖ σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν μόνην, ταύτην ἔπραξα
- ΠΛ Πολ 348b ἂν δὲ...σκοπῶμεν͵ ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεθα { αν συνεχίζουμε να εξετάζουμε το ζήτημα, θα είμαστε οι ίδιοι κριτές και συνάμα συνήγοροι }
- με δευτερεύουσα πρόταση
- ΣΟΦ Αντ 41 εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει { σκέψου αν θα συμπράξεις και θα συνεργαστείς μαζί μου }
- ΙΣΟΚΡ 14.16 σκοπεῖν͵ ὅπως μὴ τοὺς πρότερον μισοῦντας τὴν ἀρχὴν τὴν Λακεδαιμονίων ἡ τούτων ὕβρις διαλλάξει
- με αιτ. πράγμ. και γεν. προσ. ή γεν. προσ. και δευτερεύουσα πρόταση
- ΠΛ Θεαιτ 182a σκόπει δή μοι τόδε αὐτῶν { εξέταζε μονάχα αυτό το σημείο της θεωρίας τους }
- ΞΕΝ Απομν 1.1.12 πρῶτον μὲν αὐτῶν ἐσκόπει πότερά ποτε νομίσαντες ἱκανῶς ἤδη τἀνθρώπινα εἰδέναι { πρώτα-πρώτα θα διερευνούσε εάν αυτοί οι στοχαστές θεωρούσαν ότι γνώριζαν ήδη επαρκώς τα ανθρώπινα πράγματα }
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΘΟΥΚ 6.36.3 οὐκ ἐξ ὧν οὗτοι ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα { δεν θα υπολογίσετε τις πιθανότητες εξετάζοντας τι σας ανακοίνωσαν εκείνοι }
- ΑΝΔΟΚ 4.34 εἰ δεῖ κατὰ γένος σκοπεῖν
- 3. αναζητώ, ψάχνω
- ΞΕΝ ΚΑναβ 5.7.32 εἰ μέντοι ὑμῖν δοκεῖ θηρίων ἀλλὰ μὴ ἀνθρώπων εἶναι τὰ τοιαῦτα ἔργα, σκοπεῖτε παῦλάν τινα αὐτῶν
- ΙΣΑΙΟΣ 2.18 ἐσκόπει ὁ Μενεκλῆς γυναῖκά μοι καὶ ἔφη με χρῆναι γῆμαι { έψαχνε ο Μενεκλής να μου βρει γυναίκα και είπε ότι έπρεπε να παντρευτώ }
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ.
- ΠΛ Νομ 772d σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ΄ ἄλλων
- ΔΗΜ 20.54 ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς (τοῖς σκοπουμένοις)
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΣΚΟΠΟΣ >
- Από: σκοπ- + -έω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ3
- σκοπέω -ῶ, ἐσκόπουν
- σκοπέομαι -οῦμαι, ἐσκοπούμην (οι υπόλοιποι χρόνοι αναπληρώνονται από τους αντίστοιχους του ρ. σκέπτομαι: σκέψομαι, ἐσκεψάμην, ἔσκεμμαι, ἐσκέμμην)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: σκέψις 'άποψη', σκέμμα 'θέμα προς έρευνα, πρόβλημα', ἐπισκέπτης 'εξεταστής', σκοπός, ἐπίσκοπος 'φύλακας, επιθεωρητής', κατάσκοπος, πρόσκοπος 'παρατηρητήριο', οἰωνοσκόπος, ὀρνιθοσκόπος, μετεωροσκόπος, ἀργυροσκόπος, θηροσκόπος, σκοπή 'σκοπιά, παρατηρητήριο', σκοπιά, σκόπελος
- ρήματα: σκέπτομαι 'εξετάζω'
- επίθετα: ἀξιόσκεπτος 'αυτός που αξίζει να ερευνηθεί', περίσκεπτος 'ορατός από πολλά σημεία, προστατευμένος καλά', ἀπερίσκεπτος, σκεπτικός 'αυτός που αγαπά την έρευνα', ἄσκοπος, ἐπίσκοπος 'αυτός που πετυχαίνει το στόχο, ο επιτυχής', πρόσκοπος 'οξυδερκής', εὔσκοπος 'φανερός'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: σκοπευτήριον 'βίγλα', σκοπός 'αυτός ο οποίος επιβλέπει', ἐπισκοπή 'επίβλεψη, επίσκεψη του Θεού, έδρα επισκόπου', ἐπίσκοπος 'κληρικός τρίτης τάξης στην εκκλησιαστική ιεραρχία'
- ρήματα: κατασκέπτομαι 'κατασκοπεύω', ἐπισκοπέω-ῶ 'παρατηρώ, θεωρώ, κατευθύνω, επισκέπτομαι'
- επίθετα: σκοπευτικός 'ικανός για σκέψη, αυτός που προσφέρει θέα', επισκοπικός
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- σκεπτισμός, σκεπτικισμός, σκεπτικιστής, σκοπείον 'αστεροσκοπείο', σκοπευτήριον, σκοπιμότης, σκοποβολή, καιροσκόπος, τηλεσκόπιον, στηθοσκόπιον, φασματοσκόπιον, επισκεπτήριον, επισκοποθήρας, επισκέπτρια, τηλεσκοπέω-ώ, στηθοσκοπέω-ώ, κατασκοπευτικός, καιροσκοπικός, τηλεσκοπικός, φασματοσκοπικός, αυτόσκοπος, επισκέπτις, κατασκοπικώς
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κάρπαθ. σκοπή 'παρατηρητήριο, βίγλα', Χίος Θήρα σκέμμα 'σκέψη', Κύπ. σκοπώ 'βλέπω, παρατηρώ', Κέρκ. σκοπάω, Κύπ. ασκοπώ, σκοπίζω 'βλέπω, εξετάζω'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ