Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • αἰτιάομαι
    • ρήμα
    • αἰτιῶμαι
    • αποθετικό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. θεωρώ κπ. υπεύθυνο για κτ., αποδίδω σε κπ. ή κτ. την αιτία |διατείνομαι, ισχυρίζομαι |με απρφ. 2. κατηγορώ, κατακρίνω, ψέγω |με αιτ. |με αιτ. και γεν. |με διπλή αιτ. |με αιτ. και περί |με ὡς ή ὅτι 3. θεωρώ κπ. ως αιτία αγαθού Β.ΠΑΘΗΤΙΚΟ |κατηγορούμαι από κπ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. θεωρώ κπ. υπεύθυνο για κτ., αποδίδω σε κπ. ή κτ. την αιτία
    • ΙΣΟΚΡ 15.36 εἰκότως ἄν τις τὴν τύχην αἰτιάσαιτο
    • ΠΛ Φαιδρ 262d ἔγωγε αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεοὺς
    • ΑΡΙΣΤ Φυσ 195a ὃ γὰρ παρὸν αἴτιον τοῦδε͵ τοῦτο καὶ ἀπὸν αἰτιώμεθα ἐνίοτε τοῦ ἐναντίου͵ οἷον τὴν ἀπουσίαν τοῦ κυβερνήτου τῆς τοῦ πλοίου ἀνατροπῆς͵ οὗ ἦν ἡ παρουσία αἰτία τῆς σωτηρίας
    • διατείνομαι, ισχυρίζομαι
    • με απρφ.
    • ΠΛ Φιληβ 22d αἰτιώμεθ' ἄν ἑκάτερος ὁ μὲν τὸν νοῦν αἴτιον, ὁ δ' ἠδονὴν εἷναι
    • 2. κατηγορώ, κατακρίνω, ψέγω
    • με αιτ.
    • ΔΗΜ 57.34 τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ συκοφάντης͵ αἰτιᾶσθαι μὲν πάντα͵ ἐξελέγξαι δὲ μηδέν
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 6.6 οὔτε τὴν στρατιὰν αἰτιῶμαι
    • με αιτ. και γεν.
    • ΠΛ Πολ 619c οὐ γὰρ ἑαυτὸν αἰτιᾶσθαι τῶν κακῶν
    • με διπλή αιτ.
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 7.2 οὐκ αἰτιῶμαι τάδε τὸν θεὸν
    • με αιτ. και περί
    • ΔΗΜ 19.92 οὐδεὶς γὰρ οὐδὲν αἰτιᾶται περὶ αὐτοῦ σε
    • με ὡς ή ὅτι
    • ΞΕΝ ΑθΠολ 2. 17 αἰτιᾶται ὁ δῆμος ὡς ὀλίγοι ἄνθρωποι...διέφθειραν
    • ΠΛ Λαχ 179c αἰτιώμεθα τοὺς πατέρας ἡμῶν ὅτι ἔπραττον
    • 3. θεωρώ κπ. ως αιτία αγαθού
    • ΠΛ Πολ 599e σὲ δὲ τίς αἰτιᾶται νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι καὶ σφᾶς ὠφεληκέναι;
    • Β.ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • κατηγορούμαι από κπ.
    • ΞΕΝ Ελλ 2.1 ᾐτιάθη μέντοι ὑπό τινων προδοῦναι τὰς ναῦς
    • ΘΟΥΚ 6.53.2 καὶ χρηστὸν δοκοῦντα εἶναι αἰτιαθέντα ἀνέλεγκτον διαφυγεῖν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΙΤΙΟΣ ή ΑΙΤΙΑ >
    • Από: αἰτι- + -άομαι.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ2
    • αἰτιῶμαι, ᾐτιώμην, αἰτιάσομαι, ᾐτιασάμην, ᾐτίαμαι, ᾐτιάμην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: αἰτία, τό αἴτιον 'η αιτία', τό αἰτιατόν 'το αποτέλεσμα', αἰτίαμα, αἰτίασις
      • ρήματα: αἰτιῶμαι, αἰτιάζομαι, αἰτίζω, ἐπαιτιῶμαι, καταιτιῶμαι
      • επίθετα: αἴτιος, ἀναίτιος, ἐπαίτιος, ὑπαίτιος, μεταίτιος, ξυναίτιος, παναίτιος, φιλαίτιος, αἰτιατέος, αἰτιατός
      • επιρρήματα: ὑπαιτίως, φιλαιτίως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: αἰτίωμα, αἰτίωσις, αἰτιολογία, αἰτιολόγημα, αἰτιολογισμός, αἰτιότης, αἰτιατική (πτώση), ἀναιτιασμός, ἐπαιτίασις, καταιτίασις, καταιτιασμός, προαιτία
      • ρήματα: αἰτιάζω, αἰτιολογῶ, ἀναιτιολογῶ, ἐξαιτιολογῶ, ἀνταιτιῶμαι, προσαιτιῶμαι, ἀπαιτιῶμαι, ἐξαιτιῶμαι, προαιτιῶμαι, προσεπαιτιῶμαι, συναιτιῶμαι, συνεπαιτιῶμαι, ἀπαιτίζω
      • επίθετα: συμμεταίτιος, παραίτιος, συναίτιος, ἐναίτιος, ἀνυπαίτιος, αὐταίτιος, μικραίτιος, προαίτιος, πρωταίτιος, συνυπαίτιος, ἀναιτίατος, αἰτιατικός, αἰτιώδης, αἰτιολογικός, ἀναιτιολόγητος, δυσαιτιολόγητος, ἐπαιτιατέος, καταιτιατικός
      • επιρρήματα: αἰτιατικῶς, αἰτιωδῶς, ἀναίτια, ἀναίτιδι, ἀναιτίως, ἀναιτιολογήτως, ἀνυπαιτίως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αιτι%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αιτιάσιμος, αιτιασιμότης, αιτιαστής, αιτιογένεσις, αιτιολογημένως, αιτιολόγημα, αιτιολόγησις, αιτιολογισταί 'ορθολογισταί', αιτιότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %αιτι%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %αιτι%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κορσ. αιτίζω, Κάρπαθ. αναίτια