Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- αἰτία
- ουσιαστικό
- -ας
- ἡ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α.ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κτ., φαινόμενο ή ενέργεια που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα, αιτία (λατ. causa) |επιστημ. |πρωταρχική αιτία Β. |αρνητικά 1. ευθύνη, κατηγορία 2. μομφή, ψόγος |με ὡς |επίκριση, κατάκριση 3. καταγγελία, κατηγορία (λατ. crimen) |δικανικός όρος |με γεν. της αιτίας |φρ. αἰτίαι κοιναί=κατηγορίες για δημόσια αδικήματα,αντ. αἰτίαι ἴδιαι (για ιδιωτικές υποθέσεις) |φρ. αἰτίας ἀπολύειν=απαλλάσσω από την κατηγορία, αθωώνω |φρ. αἰτίαν ἔχειν, φέρεσθαι τινός=κατηγορούμαι για κάτι |φρ. εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν, αἰτίαις περιπίπτειν=κατηγορούμαι |φρ. αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος=κατηγορούμαι από κπ. |φρ. αἰτίαν ὑπέχειν =είμαι υπό κατηγορία |φρ. ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, ἔχειν =θεωρώ κπ. ένοχο |φρ. εἰς αἰτίαν καθιστάναι τινά=κατηγορώ κάποιον |φρ. τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί=αποδίδω ενοχή σε κπ. Γ. |θετικά 1. φήμη 2. αγαθή ενέργεια, το αποτέλεσμα αγαθής ενέργειας
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κτ., φαινόμενο ή ενέργεια που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα, αιτία (λατ. causa)
- ΗΡ 1.προοίμιο δι΄ ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι
- ΠΛ Λυσις 221d ἡ ἐπιθυμία τῆς φιλίας αἰτία
- ΠΛ Τιμ 68e διὸ δὴ χρὴ δύ΄ αἰτίας εἴδη διορίζεσθαι͵ τὸ μὲν ἀναγκαῖον͵ τὸ δὲ θεῖον
- επιστημ.
- πρωταρχική αιτία
- ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1063b πᾶσα δ΄ ἐπιστήμη ζητεῖ τινὰς ἀρχὰς καὶ αἰτίας περὶ ἕκαστον τῶν ὑφ΄ αὑτὴν ἐπιστητῶν
- ΑΡΙΣΤ Προβλ 923b δι΄ ἣν μὲν οὖν αἰτίαν τὰ μὲν βραχύβια τὰ δὲ μακρόβιά ἐστιν͵ ἄλλος ἔστω λόγος
- Β.
- αρνητικά
- 1. ευθύνη, κατηγορία
- ΑΙΣΧ Πρ 330 ζηλῶ σ΄ ὁθούνεκ΄ ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς { σε ζηλεύω που βρίσκεσαι έξω από κάθε κατηγορία }
- ΔΗΜ 59.9 καὶ μὴ μόνος δι΄ αἰτίαν ψευδῆ τῆς πατρίδος ἀποστερηθῆναι
- 2. μομφή, ψόγος
- με ὡς
- ΠΛ Απολ 38c ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι͵ ὄνομα ἕξετε καὶ αἰτίαν ὑπὸ τῶν βουλομένων τὴν πόλιν λοιδορεῖν ὡς Σωκράτη ἀπεκτόνατε
- επίκριση, κατάκριση
- ΠΛ Φαιδρ 249d αἰτίαν ἔχει ὡς μανικῶς διακείμενος
- ΘΟΥΚ 1.69.6 αἰτία μὲν γὰρ φίλων ἀνδρῶν ἐστὶν ἁμαρτανόντων͵ κατηγορία δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων { γιατί επικρίνει κανείς τους φίλους του όταν σφάλλουν, ενώ κατηγορεί τους εχθρούς του όταν αδικούν }
- 3. καταγγελία, κατηγορία (λατ. crimen)
- δικανικός όρος
- ΔΗΜ 22.22 αἰτία μὲν γάρ ἐστιν͵ ὅταν τις ψιλῷ χρησάμενος λόγῳ μὴ παράσχηται πίστιν ὧν λέγει
- ΑΝΤΙΦ 3.3.10 οὐδὲ τὸ μειράκιον καθαρὸν τῆς αἰτίας ἐστίν
- με γεν. της αιτίας
- ΔΗΜ 21.110 αἰτίαν ἐπήγαγέ μοι φόνου ψευδῆ
- φρ. αἰτίαι κοιναί=κατηγορίες για δημόσια αδικήματα,αντ. αἰτίαι ἴδιαι (για ιδιωτικές υποθέσεις)
- ΙΣΟΚΡ 16.3.2 ἐγὼ δ᾽ ἡγοῦμαι μὲν οὐδὲν προσήκειν τὰς κοινὰς αἰτίας τοῖς ἰδίοις ἀγῶσιν
- φρ. αἰτίας ἀπολύειν=απαλλάσσω από την κατηγορία, αθωώνω
- ΑΝΤΙΦ 4.4.11 ταῦτα οὖν δεδιότες, τὸν μὲν καθαρὸν ὑμέτερον ἡγεῖσθε εἶναι ἀπολύειν τῆς αἰτίας
- φρ. αἰτίαν ἔχειν, φέρεσθαι τινός=κατηγορούμαι για κάτι
- ΙΣΟΚΡ 17.13.2 ἐγὼ δὲ τὰ μὲν ἀπολωλεκὼς ἤδη, περὶ δὲ τῶν αἰσχίστας αἰτίας ἔχων
- ΘΟΥΚ 2.60.7 ὥστ᾽ εἴ μοι καὶ μέσως ἡγούμενοι μᾶλλον ἑτέρων προσεῖναι αὐτὰ πολεμεῖν ἐπείσθητε, οὐκ ἂν εἰκότως νῦν τοῦ γε ἀδικεῖν αἰτίαν φεροίμην
- φρ. εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν, αἰτίαις περιπίπτειν=κατηγορούμαι
- ΔΗΜ 9.7.1 ἔστι γὰρ δέος μήποθ᾽ ὡς ἀμυνούμεθα γράψας τις καὶ συμβουλεύσας εἰς τὴν αἰτίαν ἐμπέσῃ τοῦ πεποιηκέναι τὸν πόλεμον
- φρ. αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος=κατηγορούμαι από κπ.
- ΠΛ Απολ 38c oὐ πολλοῦ γ᾽ ἕνεκα χρόνου, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὄνομα ἕξετε καὶ αἰτίαν ὑπὸ τῶν βουλομένων τὴν πόλιν λοιδορεῖν ὡς Σωκράτη ἀπεκτόνατε
- φρ. αἰτίαν ὑπέχειν =είμαι υπό κατηγορία
- ΠΛ Απολ 33b καὶ τούτων ἐγὼ εἴτε τις χρηστὸς γίγνεται εἴτε μή, οὐκ ἂν δικαίως τὴν αἰτίαν ὑπέχοιμι, ὧν μήτε ὑπεσχόμην μηδενὶ μηδὲν πώποτε μάθημα μήτε ἐδίδαξα
- φρ. ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, ἔχειν =θεωρώ κπ. ένοχο
- ΣΟΦ ΟιδΤ 656 τὸν ἐναγῆ φίλον μήποτ᾽ ἐν αἰτίᾳ / σὺν ἀφανεῖ λόγῳ (σ᾽) ἄτιμον βαλεῖν
- ΘΟΥΚ 2.59.2 καὶ τὸν μὲν Περικλέα ἐν αἰτίᾳ εἶχον ὡς πείσαντα σφᾶς πολεμεῖν καὶ δι᾽ ἐκεῖνον ταῖς ξυμφοραῖς περιπεπτωκότες
- φρ. εἰς αἰτίαν καθιστάναι τινά=κατηγορώ κάποιον
- ΛΥΣ 25.3 τούτων μὲν γὰρ ἔργον ἐστὶ καὶ τοὺς μηδὲν ἡμαρτηκότας εἰς αἰτίαν καθιστάναι
- φρ. τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί=αποδίδω ενοχή σε κπ.
- ΘΟΥΚ 3.81.4 Κερκυραῖοι σφῶν αὐτῶν τοὺς ἐχθροὺς δοκοῦντας εἶναι ἐφόνευον, τὴν μὲν αἰτίαν ἐπιφέροντες τοῖς τὸν δῆμον καταλύουσιν
- Γ.
- θετικά
- 1. φήμη
- ΠΛ Θεαιτ 169a καὶ τἆλλα ὧν δὴ σὺ πέρι αἰτίαν ἔχεις διαφέρειν { και σε όσα άλλα έχεις τη φήμη ότι υπερτερείς }
- 2. αγαθή ενέργεια, το αποτέλεσμα αγαθής ενέργειας
- ΑΙΣΧ ΕπτΘ 4 εἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν͵ αἰτία θεοῦ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΙΤΙΟΣ >
- Από: αἰτι- + -α.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο2.1
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: αἰτία, τό αἴτιον 'η αιτία', τό αἰτιατόν 'το αποτέλεσμα', αἰτίαμα, αἰτίασις
- ρήματα: αἰτιῶμαι, αἰτιάζομαι, αἰτίζω, ἐπαιτιῶμαι, καταιτιῶμαι
- επίθετα: αἴτιος, ἀναίτιος, ἐπαίτιος, ὑπαίτιος, μεταίτιος, ξυναίτιος, παναίτιος, φιλαίτιος, αἰτιατέος, αἰτιατός
- επιρρήματα: ὑπαιτίως, φιλαιτίως
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: αἰτίωμα, αἰτίωσις, αἰτιολογία, αἰτιολόγημα, αἰτιολογισμός, αἰτιότης, αἰτιατική (πτώση), ἀναιτιασμός, ἐπαιτίασις, καταιτίασις, καταιτιασμός, προαιτία
- ρήματα: αἰτιάζω, αἰτιολογῶ, ἀναιτιολογῶ, ἐξαιτιολογῶ, ἀνταιτιῶμαι, προσαιτιῶμαι, ἀπαιτιῶμαι, ἐξαιτιῶμαι, προαιτιῶμαι, προσεπαιτιῶμαι, συναιτιῶμαι, συνεπαιτιῶμαι, ἀπαιτίζω
- επίθετα: συμμεταίτιος, παραίτιος, συναίτιος, ἐναίτιος, ἀνυπαίτιος, αὐταίτιος, μικραίτιος, προαίτιος, πρωταίτιος, συνυπαίτιος, ἀναιτίατος, αἰτιατικός, αἰτιώδης, αἰτιολογικός, ἀναιτιολόγητος, δυσαιτιολόγητος, ἐπαιτιατέος, καταιτιατικός
- επιρρήματα: αἰτιατικῶς, αἰτιωδῶς, ἀναίτια, ἀναίτιδι, ἀναιτίως, ἀναιτιολογήτως, ἀνυπαιτίως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αιτι%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αιτιάσιμος, αιτιασιμότης, αιτιαστής, αιτιογένεσις, αιτιολογημένως, αιτιολόγημα, αιτιολόγησις, αιτιολογισταί 'ορθολογισταί', αιτιότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κορσ. αιτίζω, Κάρπαθ. αναίτια
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ