Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • λιπαρός
    • επίθετο
    • -ά, -όν
    • λιπαρῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |κυριολ. 1. λιπαρός, αυτός που περιέχει λίπος |φυσική και βιολογία |για οσμή |αλειμμένος με λάδι, γυαλιστερός |για άνθρωπο |στιλπνός, ζωηρός, με όψη υγιή |για μέρη του σώματος 2. ευτραφής Β. |μτφ. 1. πλούσιος, λαμπρός, έξοχος, ωραίος |για πράγματα |πλούσιος, ευχάριστος |για συνθήκες ζωής, καταστάσεις |ως επίθετο πόλεων 2. γόνιμος, εύφορος |για τόπο |ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία, σε πλούτο

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • κυριολ.
    • 1. λιπαρός, αυτός που περιέχει λίπος
    • φυσική και βιολογία
    • ΑΡΙΣΤ Προβλ 928b τὰ μὲν γὰρ λιπαρὰ καὶ γλυκέα καὶ πίονα ἥδιστα δοκεῖ εἶναι γευομένοις ἡμῖν
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ορν 533 ἀλλ΄ ἐπικνῶσιν τυρόν͵ ἔλαιον͵ σίλφιον͵ ὄξος͵ καὶ τρίψαντες κατάχυσμ΄ ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν
    • ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 520a { στα παχιά ζώα ο εγκέφαλος είναι λιπαρός }
    • για οσμή
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 421a ὁμοίως δὲ καὶ δριμεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ ὀξεῖα καὶ λιπαρά ἐστιν ὀσμή
    • αλειμμένος με λάδι, γυαλιστερός
    • για άνθρωπο
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 615 λουσάμενος λιπαρὸς χωρῶν ἐκ βαλανείου
    • ΠΛ Τιμ 60a τὸ δὲ λεῖον καὶ διακριτικὸν ὄψεως διὰ ταῦτά τε ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον λιπαρόν τε φανταζόμενον ἐλαιηρὸν εἶδος
    • στιλπνός, ζωηρός, με όψη υγιή
    • για μέρη του σώματος
    • ΟΜ Ιλ 2.44 ποσσὶ δ΄ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα
    • ΕΥΡ Κυκλ 499 ξανθὸν χλιδανᾶς ἔχων ἑταίρας μυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον
    • ΞΕΝ Ελλ 6.4.16 λιπαροὺς καὶ φαιδροὺς ἐν τῷ φανερῷ ἀναστρεφομένους
    • 2. ευτραφής
    • ΞΕΝ Απομν 2.1.31 ἀπόνως μὲν λιπαροὶ διὰ νεότητος τρεφόμενοι
    • Β.
    • μτφ.
    • 1. πλούσιος, λαμπρός, έξοχος, ωραίος
    • για πράγματα
    • ΟΜ Οδ 1.334 ἄντα παρειάων σχομένη (η Πηνελόπη) λιπαρὰ κρήδεμνα
    • ΟΜ Ιλ 9.298 λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ορν 826 λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως
    • πλούσιος, ευχάριστος
    • για συνθήκες ζωής, καταστάσεις
    • ΠΙΝΔ Νεμ 7.99 ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραϊ διαπλέκοις
    • ΟΜ Οδ 11.136 γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον
    • ως επίθετο πόλεων
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 1329 λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀριζήλωτοι Ἀθῆναι
    • ΠΙΝΔ Πυθ 2.3 ὔμμιν τόδε τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν φέρων
    • 2. γόνιμος, εύφορος
    • για τόπο
    • ΕΥΡ ΙΤαυ 1130 λιπαρὰν εὖ σ΄ Ἀθηναίων ἐπὶ γᾶν
    • ΠΙΝΔ Ολ 13.110 ἅ τ΄ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία, σε πλούτο
    • ΟΜ Οδ 4.210 αὐτὸν μὲν λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισιν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΛΙΠΑ >
    • Από: λιπ- + -αρός.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε1α
    • επίθετο συγκρ. λιπαρώτερος, υπερθ. λιπαρώτατος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: λιπαρότης, λίπασμα 'ουσία που παχαίνει, αλοιφή', λίπος
      • ρήματα: λιπόω-ῶ 'λάμπω', λιπαίνω
      • επίθετα: λιπαροπλόκαμος, λιπαρόζωνος 'με φανταχτερή ζώνη', λιπαρόθρονος 'με λαμπρό θρόνο', λιπαροκρήδεμνος 'με λαμπρό κεφαλομάντηλο', λιπαρόμματος 'με φωτεινά μάτια', λιπαρότροφος 'καλοσχηματισμένος'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: λιπασμός, λίπανσις, λίπας, λιπαρία 'πάχος'
      • ρήματα: λιπάζω
      • επίθετα: λιπαντικός, λιπώδης, λιπαρόγειος 'γόνιμος', λιπαρόχροος 'με γυαλιστερό δέρμα'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %λιπ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • λιπαντήρια, λιπασταί, λιπασματολογία
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %λιπ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %λιπ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύθν. Πάρ. Τήνος ανελίπαση 'το λίπος που επιπλέει στην κρεατόσουπα', Aπουλ. λιπαριάτζω 'παχαίνω', Κρ. λιπαρώνω 'γίνομαι νόστιμος', Θήρα λιπαρίζης 'παχύς', Ικαρ. ᾽σω-λίπαρος 'αυτός που έχει εσωτερικό λίπος', Καππ. Κύπ. Πόντ. λιπαρός 'παχύς, γεροδεμένος, κρεατωμένος'