Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- κίνδυνος
- ουσιαστικό
- -ου
- ὁ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. επαπειλούμενο κακό, απειλή άμεσου υπαρκτού κακού, κίνδυνος |συχνά στον πληθ. |ως σύστ.Α |φρ. κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο |φρ. ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν, πρὸς κινδύνους ἰέναι, εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους |φρ. κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο |φρ. τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ. σε κίνδυνο |φρ. κίνδυνός ἐστι + απρφ. ή απλή δοτ.=υπάρχει κίνδυνος να... ή για κπ. |φρ. ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο |φρ. ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση |φρ. τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β. αγώνας, τολμηρή επιχείρηση, περιπέτεια
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. επαπειλούμενο κακό, απειλή άμεσου υπαρκτού κακού, κίνδυνος
- ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.637 ἐλπὶς καὶ κίνδυνος ἐν ἀνθρώποισιν ὁμοῖοι·/ οὗτοι γὰρ χαλεποὶ δαίμονες ἀμφότεροι
- ΘΟΥΚ 2.71.2 μετὰ Ἑλλήνων τῶν ἐθελησάντων ξυνάρασθαι τὸν κίνδυνον τῆς μάχης
- ΠΛ Νομ 736b πόνος δ΄͵ ὡς ἔοικεν͵ καὶ κίνδυνός ἐστιν ἐν πάσῃ κατασκευῇ πολιτικῇ
- ΔΗΜ 18.220 οὕτως ἐπεπείσμην μέγαν εἶναι τὸν κατειληφότα κίνδυνον τὴν πόλιν
- συχνά στον πληθ.
- ΘΟΥΚ 2.87.4 ἄνευ δὲ εὐψυχίας οὐδεμία τέχνη πρὸς τοὺς κινδύνους ἰσχύει
- ΠΛ Θεαιτ 170a ἔν γε τοῖς μεγίστοις κινδύνοις͵ ὅταν ἐν στρατείαις ἢ νόσοις ἢ ἐν θαλάττῃ χειμάζωνται
- ως σύστ.Α
- ΔΗΜ 50.21 κινδύνους ὅσους ἐκινδύνευσα αὐτὸς πρός τε χειμῶνα καὶ πρὸς πολεμίους
- φρ. κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο
- ΕΥΡ Ηρακλ 504 εἰ πόλις μὲν ἀξιοῖ/ κίνδυνον ἡμῶν οὕνεκ΄ αἴρεσθαι μέγαν
- φρ. ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν, πρὸς κινδύνους ἰέναι, εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους
- ΕΥΡ Εκ 244 μεμνήμεθ΄ ἐς κίνδυνον ἐλθόντες μέγαν
- ΘΟΥΚ 2.39.1 ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν
- φρ. κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο
- ΔΗΜ 8.44 τούτων μὲν ἐπιθυμεῖν καὶ ὑπὲρ τοῦ ταῦτα λαβεῖν καὶ πόνους καὶ χειμῶνας καὶ τοὺς ἐσχάτους κινδύνους ὑπομένειν
- φρ. τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ. σε κίνδυνο
- ΙΣΟΚΡ 4.62 μηδ΄ εἰς κινδύνους καθιστάναι τὴν πόλιν τὴν ὑπὲρ τῶν παίδων τῶν Ἡρακλέους προκινδυνεύσασαν
- φρ. κίνδυνός ἐστι + απρφ. ή απλή δοτ.=υπάρχει κίνδυνος να... ή για κπ.
- ΑΝΔΟΚ 1.137 τίς γὰρ κίνδυνος μείζων ἀνθρώποις ἢ χειμῶνος ὥρᾳ πλεῖν τὴν θάλατταν
- ΞΕΝ Πορ 4.28 κίνδυνος δὲ μέγας τῷ καινοτομοῦντι
- φρ. ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο
- ΞΕΝ Ελλ 7.4.10 καίπερ ἐν κινδύνῳ ὄντες οὐκ ἤθελον τοῖς εὐεργέταις εἰς πόλεμον καθίστασθαι
- φρ. ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1286a εὖ πως ἐν Αἰγύπτῳ μετὰ τὴν τετρήμερον κινεῖν ἔξεστι τοῖς ἰατροῖς ἐὰν δὲ πρότερον͵ ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κινδύνῳ
- φρ. τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο
- ΑΙΣΧΙΝ 3.148 τῶν ἀρχόντων τῶν ἐν Θήβαις φοβουμένων τὸν ἐπιόντα κίνδυνον
- Β. αγώνας, τολμηρή επιχείρηση, περιπέτεια
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 955 νῦν γὰρ ἅπας ἐνθάδε κίνδυνος ἀνεῖται σοφίας { γιατί εδώ μεγάλος αγώνας σοφίας διαδραματίζεται τώρα }
- ΘΟΥΚ 4.10.1 ἄνδρες οἱ ξυναράμενοι τοῦδε τοῦ κινδύνου͵ μηδεὶς ὑμῶν ἐν τῇ τοιᾷδε ἀνάγκῃ ξυνετὸς βουλέσθω δοκεῖν εἶναι { άνδρες που σηκώσατε μαζί μου την τολμηρή αυτή επιχείρηση, σε τέτοια ανάγκη που βρισκόμαστε, κανείς σας μη θελήσει να δειχτεί ότι είναι φρόνιμος }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΚΙΝΔΥΝΟΣ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο7
- αιολ. ονομ. κίνδυν, γεν. κίνδυνος, δοτ. κίνδυνι
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: κινδύνευμα 'επικίνδυνη αποστολή, παράτολμο εγχείρημα', κινδυνευταί 'αυτοί που τους αρέσει να τολμούν'
- ρήματα: κινδυνεύω 'ρισκάρω, έχω την ευκαιρία να', διακινδυνεύω, συγκινδυνεύω, ἀποκινδυνεύω, παρακινδυνεύω
- επίθετα: ἀκίνδυνος, ἐπικίνδυνος, ἰσοκίνδυνος, πολυκίνδυνος, ὑποκίνδυνος 'λίγο επικίνδυνος', φιλοκίνδυνος, κινδυνευτικός 'αυτός που αγαπά την περιπέτεια', ἀκίνδυνος, μεγαλοκίνδυνος, μικροκίνδυνος, ῥιψοκίνδυνος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ρήματα: κινδυνεύω 'διατρέχω τον κίνδυνο'
- επίθετα: κινδυνώδης
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %κινδ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- κινδυνασφάλεια, κινδυνασφαλιστής, κινδυνασφαλίζω, κινδυνεκθετέω-ώ, κινδυνασφαλιστικός, κινδυνοστεφής
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Νάξ. κίντυνο 'κρεβάτι', Νάξ. κιντυνεύγομαι 'είμαι στο κρεβάτι'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ