Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- θαυμαστός
- επίθετο
- -ή, -όν
- θαυμαστῶς
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που προκαλεί το θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμαστός Β. θαυμάσιος, έξοχος, εξαίρετος |για πρόσωπα και πράγματα |ειρων. Γ. αυτός που προξενεί απορία, παράξενος |αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους, παράδοξος, θαυματικός |απρόσ. έκφραση θαυμαστόν ἐστι |ο πληθ. του ουδ. ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη |φρ. ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο, καθόλου περίεργο! |φρ. θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ. πολύ περίεργο ή άξιο απορίας |ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια, έξοχα, υπέροχα
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που προκαλεί το θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμαστός
- ΗΡ 1.1 ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά
- ΠΛ Συμπ 220a ὃ πάντων θαυμαστότατον͵ Σωκράτη μεθύοντα οὐδεὶς πώποτε ἑώρακεν ἀνθρώπων
- ΙΣΟΚΡ 16.40 τίς εὐδαιμονέστερος ἢ θαυμαστότερος ἢ ζηλωτότερος ἦν τῶν πολιτῶν
- ΞΕΝ Ιερ 11.9 καὶ θαυμαστὸς οὐκ ἰδίᾳ μόνον ἀλλὰ καὶ δημοσίᾳ παρὰ πᾶσιν ἂν εἴης
- Β. θαυμάσιος, έξοχος, εξαίρετος
- για πρόσωπα και πράγματα
- ΠΙΝΔ Πυθ 3.70 ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς͵ πραῢς ἀστοῖς͵ οὐ φθονέων ἀγαθοῖς͵ ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ
- ΣΟΦ ΟιδΚ 1664 εἴ τις βροτῶν θαυμαστός
- ειρων.
- ΕΥΡ Μηδ 510 θαυμαστὸν δέ σε ἔχω πόσιν καὶ πιστὸν ἡ τάλαιν΄ ἐγώ
- Γ. αυτός που προξενεί απορία, παράξενος
- ΞΕΝ Ελλ 6.3.5 εἰ δὲ δὴ καὶ ὁμογνωμονοῖμεν͵ οὐκ ἂν πάνυ τῶν θαυμαστῶν εἴη μὴ εἰρήνην ποιεῖσθαι; { τη στιγμή λοιπόν που και συμπίπτουν οι γνώμες μας, δεν θα ήταν πολύ παράδοξο να μην ειρηνεύσουμε; }
- ΕΥΡ ΙΑυλ 1538 θαυμαστά σοι καὶ δεινὰ σημῆναι θέλω
- αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους, παράδοξος, θαυματικός
- ΑΡΙΣΤ Φυσ 208b εἰ δ΄ ἐστὶ τοιοῦτο͵ θαυμαστή τις ἂν εἴη ἡ τοῦ τόπου δύναμις καὶ προτέρα πάντων· οὗ γὰρ ἄνευ τῶν ἄλλων οὐδὲν ἔστιν͵ ἐκεῖνο δ΄ ἄνευ τῶν ἄλλων͵ ἀνάγκη πρῶτον εἶναι
- απρόσ. έκφραση θαυμαστόν ἐστι
- ΙΣΟΚΡ 20.4 θαυμαστὸν δ΄ εἰ τοὺς μὲν ἐπὶ τῆς ὀλιγαρχίας ὑβρίσαντας ἀξίους θανάτου νομίζετε
- ΞΕΝ Απομν 1.1.17 ὅσα δὲ πάντες ᾔδεσαν͵ οὐ θαυμαστὸν εἰ μὴ τούτων ἐνεθυμήθησαν; { όσα δε όλοι τα γνώριζαν, δεν είναι παράξενο ότι δεν τα έλαβαν υπόψη; }
- ο πληθ. του ουδ. ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη
- ΕΥΡ Ηρακλ 797 θαυμάστ΄ ἔλεξας
- φρ. ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο, καθόλου περίεργο!
- ΑΙΣΧΙΝ 1.69 καὶ οὐδὲν μὰ Δία θαυμαστόν
- φρ. θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ. πολύ περίεργο ή άξιο απορίας
- ΑΙΣΧΙΝ επιστ 11.11 ὡς καινὰ καὶ θαυμαστὸν ὅσον
- ΠΛ επιστ 325d τά τε τῶν νόμων γράμματα καὶ ἔθη διεφθείρετο καὶ ἐπεδίδου θαυμαστὸν ὅσον
- ΔΗΜ 24.122 παράδοξόν τι͵ θαυμαστὸν ἡλίκον
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια, έξοχα, υπέροχα
- ΠΛ Πολ 331a εὖ οὖν λέγει θαυμαστῶς ὡς σφόδρα
- ΔΗΜ 37.10 θαυμαστῶς ὡς ἐλυπήθην͵ ὁρῶν τὸ πρᾶγμά μοι περιεστηκὸς εἰς ἄτοπον
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΘΑΥΜΑΖΩ >
- Από: θαυμασ- + -τος.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε1
- επίθετο συγκρ. θαυμαστότερος, υπερθ. θαυμαστότατος
- επίρρημα συγκρ. θαυμαστότερον, υπερθ. θαυμαστότατα
- ιων. θωμαστός
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: θαῦμα, θαυμασιότης, θαυμαστής, θαυμασμός, θαυματοποιία, θαυματοποιός, θαυματουργία
- ρήματα: θαυμαίνω, θαυμαστόω 'κάνω κάτι θαυμαστό', θαυματουργέω, ἀποθαυμάζω 'κυριεύομαι από μεγάλο θαυμασμό', ἐπιθαυμάζω 'εκφράζω το θαυμασμό μου σε κάποιον προσφέροντάς του δώρο', ὑπερθαυμάζω
- επίθετα: θαυμάσιος, θαυμαστικός, θαυμαστός, θαυματός, θαυματοποιητικός, ἀξιοθαύμαστος
- επιρρήματα: θαυμασίως, θαυμαστῶς
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. θωμάζω, θῶμα 'θαύμα', θωμάσιος, θωμαστός
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: θαύμακτρον 'τα χρήματα που πληρώνει κάποιος, για να δει τέχνασμα θαυματοποιού', θαυμασία 'θαύμα, θαυμασμός', θαυμάστωσις, θαυματολογία, θαυματούργημα, θαυματουργός, θαυμασιουργός, ἀθαυμαστία 'ο χαρακτήρας του αθαύμαστου'
- ρήματα: θαυμασιόω, θαυματοποιέω, ἐκθαυμάζω, καταθαυμάζω, προθαυμάζω, προσθαυμάζω, συνθαυμάζω, συνθαυματουργέω
- επίθετα: θαυματόεις, θαυματόβρυτος 'αυτός που είναι γεμάτος θαύματα', ἀθαύμαστος 'αυτός που δε θαυμάζει ή δεν εκπλήσσεται με τίποτε', μικροθαύμαστος, πανθαυμάσιος, πανθαύμαστος, πολυθαύμαστος, ὑπερθαύμαστος
- επιρρήματα: ἀθαυμάστως, ἀθαυμαστί, ἀποθαυμαστικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %θαυμ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- θαυμασιογράφοι, θαυμάστρια, θαυματογέννητος, θαυματοϊατροί, θαυματολόγος, θαυματοπλάσται, θαυματοποιείον, θαυματουργικά
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Θράκ. θαμαίνουμι 'θαυμάζω, απορώ', Ήπ. θιαμαίνομαι 'μένω με ανοιχτό το στόμα, θαυμάζω', Νάξ. θάμασμα 'υπέροχο πράγμα', Πόντ. θάμασμαν, θάγμαγμαν 'θαυμασμός', Κύπ. θαμμαστός, Πόντ. θαμαστός, θαγμαστός 'θαυμάσιος', Κύπ. θαμματουργία 'θαυματουργία'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ