Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- θαυμάσιος
- επίθετο
- ₋α, ₋ον
- θαυμασίως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ό,τι προκαλεί έκπληξη και απορία, κάποτε και φόβο, επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο, ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων |φρ. θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα, παράξενα |ΠΛ 2. ό,τι προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό, επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά, αντίθετα με ό,τι μπορούσε να περιμένει κανείς, ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά |για πράγματα, φαινόμενα, γεγονότα |όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά |για ανθρώπους |ειρων. |φρ. ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου |ΠΛ |φρ. θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό |ΠΛ |με άλλο επίθ. ως επιτατικό της σημασίας του |ΠΛ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. εξαιρετικά καλά, σε εξαιρετικό βαθμό |ειρων. 2. εκπληκτικά, με την έννοια του απροσδόκητου, του μη αναμενόμενου
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ό,τι προκαλεί έκπληξη και απορία, κάποτε και φόβο, επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο, ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων
- ΑΡΧΙΛ απ 122.1 χρημάτων ἄελπτον οὐδέν ἐστιν οὐδ᾽ ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον, ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτ᾽ { κανένα πράγμ' ανέλπιστο δεν είναι, ούτε αν κανένας κάνει όρκο ότι δεν έγινε, μηδέ παράξενο είναι, μια κι' ο πατέρας των θεών, ο Δίας, στο μεσημέρι έφερε νύχτα }
- ΑΡΙΣΤΟΦ Θεσμ 466 τὸ μέν, ὦ γυναῖκες, ὀξυθυμεῖσθαι σφόδρα Εὐριπίδῃ, τοιαῦτ᾽ ἀκουούσας κακά, οὐ θαυμάσιόν ἐστ᾽
- ΑΡΙΣΤ Θαυμ 832a τίτλος έργου: ΠΕΡΙ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΑΚΟΥΣΜΑΤΩΝ { σχετικά με ανεξήγητα φαινόμενα για τα οποία μαθαίνουμε από φήμες }
- ΠΛ φρ. θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα, παράξενα
- ΠΛ Απολ 35a οἵουσπερ ἐγὼ πολλάκις ἑώρακά τινας ὅταν κρίνωνται, δοκοῦντας μέν τι εἶναι, θαυμάσια δὲ ἐργαζομένους
- 2. ό,τι προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό, επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά, αντίθετα με ό,τι μπορούσε να περιμένει κανείς, ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά
- για πράγματα, φαινόμενα, γεγονότα
- ΗΣ Θεογ 581 { σωρό στολίδια είχε χειροτεχνήσει επάνω του, θαύμα ιδέσθαι. Σχέδια από ζώα, όσα τρέφει η γη κι η θάλασσα, είχε βάλει πολλά απάνω του, θαυμάσια, που μοιάζαν ίδια τα ζωντανά, έτοιμα να βγάλουνε φωνή }
- ΑΡΙΣΤ Θαυμ 839a ἐκεῖνο δὲ θαυμάσιον φαίνεται· ὑπερκειμένων γὰρ αὐτῇ πυκνῶν δένδρων, καί τινων ἐν αὐτῇ κατακεκλιμένων, οὐδὲν ἔστιν ἰδεῖν φύλλον ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἐφεστηκός, ἀλλ᾽ οὕτω καθαρώτατόν ἐστι τὸ ὕδωρ
- όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά
- για ανθρώπους
- ΔΗΜ 29.32 σκοπεῖτε τοίνυν παρ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς, εἴ τις ἂν ὑμῖν ἢ ῥήτωρ ἢ σοφιστὴς ἢ γόης οὕτω θαυμάσιος δοκεῖ γενέσθαι καὶ λέγειν δεινός
- ειρων.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 3.1.27 ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σύγε οὐδὲ ὁρῶν γιγνώσκεις οὐδὲ ἀκούων μέμνησαι
- ΔΗΜ 19.113 πολλοὺς ἔφη τοὺς θορυβοῦντας εἶναι, ὀλίγους δὲ τοὺς στρατευομένους ὅταν δέῃ…αὐτὸς ὤν, οἶμαι, θαυμάσιος στρατιώτης, ὦ Ζεῦ
- ΑΙΣΧΙΝ 3.152 ὦ πρὸς μὲν τὰ μεγάλα καὶ σπουδαῖα πάντων ἀνθρώπων ἀχρηστότατε, πρὸς δὲ τὴν ἐν τοῖς λόγοις τόλμαν θαυμασιώτατε
- ΠΛ φρ. ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου
- ΠΛ Νομ 854b ὦ θαυμάσιε, οὐκ ἀνθρώπινόν σε κακὸν οὐδὲ θεῖον κινεῖ τὸ νῦν ἐπὶ τὴν ἱεροσυλίαν προτρέπον ἰέναι
- ΠΛ φρ. θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό
- ΠΛ Αρετ 377b ἐπέμενε γοῦν ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς, καὶ ἠκόντιζεν ἀπὸ τῶν ἵππων ὀρθός, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ θαυμάσια εἰργάζετο
- με άλλο επίθ. ως επιτατικό της σημασίας του
- ΠΛ
- ΠΛ Κρατ 391d οὐκ οἴει αὐτὸν μέγα τι καὶ θαυμάσιον λέγειν ἐν τούτοις περὶ ὀνομάτων ὀρθότητος;
- ΠΛ Συμπ 221c πολλὰ μὲν οὖν ἄν τις καὶ ἄλλα ἔχοι Σωκράτη ἐπαινέσαι καὶ θαυμάσια
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. εξαιρετικά καλά, σε εξαιρετικό βαθμό
- ΠΛ Φαιδ 60b τοῦτο ὃ καλοῦσιν οἱ ἄνθρωποι ἡδύ· ὡς θαυμασίως πέφυκε πρὸς τὸ δοκοῦν ἐναντίον εἶναι, τὸ λυπηρόν
- ειρων.
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 1240 θαυμασίως ἥσθην θεοῖς, καὶ Ζεὺς γελοῖος ὀμνύμενος τοῖς εἰδόσιν { μου άρεσε πολύ αυτό που είπες για τους θεούς! Γι' αυτούς που ξέρουν, το να ορκίζεται κανείς στο Δία είναι αστείο }
- 2. εκπληκτικά, με την έννοια του απροσδόκητου, του μη αναμενόμενου
- ΠΛ Πρωτ 325b εἰ οὕτω μὲν ἔχει, οὕτω δ᾽ αὐτοῦ πεφυκότος οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες εἰ τὰ μὲν ἄλλα διδάσκονται τοὺς ὑεῖς, τοῦτο δὲ μή, σκέψαι ὡς θαυμασίως γίγνονται οἱ ἀγαθοί
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΘΑΥΜΑ >
- Η ριζική λέξη θεωρείται παράγωγο ενός αμάρτυρου ρηματικού τύπου που προερχόταν από την ιε. ρίζα *dhāu-=θεωρώ, παρατηρώ, κοιτάζω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε1α
- επίθετο συγκρ. θαυμασιώτερος, υπερθ. θαυμασιώτατος
- επίρρημα συγκρ. θαυμασιώτερον, υπερθ. θαυμασιώτατα
- ιων. θωυμάσιος και θωμάσιος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: θαῦμα, θαυμασιότης, θαυμαστής, θαυμασμός, θαυματοποιία, θαυματοποιός, θαυματουργία
- ρήματα: θαυμαίνω, θαυμαστόω 'κάνω κάτι θαυμαστό', θαυματουργέω, ἀποθαυμάζω 'κυριεύομαι από μεγάλο θαυμασμό', ἐπιθαυμάζω 'εκφράζω το θαυμασμό μου σε κάποιον προσφέροντάς του δώρο', ὑπερθαυμάζω
- επίθετα: θαυμάσιος, θαυμαστικός, θαυμαστός, θαυματός, θαυματοποιητικός, ἀξιοθαύμαστος
- επιρρήματα: θαυμασίως, θαυμαστῶς
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. θωμάζω, θῶμα 'θαύμα', θωμάσιος, θωμαστός
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: θαύμακτρον 'τα χρήματα που πληρώνει κάποιος, για να δει τέχνασμα θαυματοποιού', θαυμασία 'θαύμα, θαυμασμός', θαυμάστωσις, θαυματολογία, θαυματούργημα, θαυματουργός, θαυμασιουργός, ἀθαυμαστία 'ο χαρακτήρας του αθαύμαστου'
- ρήματα: θαυμασιόω, θαυματοποιέω, ἐκθαυμάζω, καταθαυμάζω, προθαυμάζω, προσθαυμάζω, συνθαυμάζω, συνθαυματουργέω
- επίθετα: θαυματόεις, θαυματόβρυτος 'αυτός που είναι γεμάτος θαύματα', ἀθαύμαστος 'αυτός που δε θαυμάζει ή δεν εκπλήσσεται με τίποτε', μικροθαύμαστος, πανθαυμάσιος, πανθαύμαστος, πολυθαύμαστος, ὑπερθαύμαστος
- επιρρήματα: ἀθαυμάστως, ἀθαυμαστί, ἀποθαυμαστικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %θαυμ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- θαυμασιογράφοι, θαυμάστρια, θαυματογέννητος, θαυματοϊατροί, θαυματολόγος, θαυματοπλάσται, θαυματοποιείον, θαυματουργικά
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Θράκ. θαμαίνουμι 'θαυμάζω, απορώ', Ήπ. θιαμαίνομαι 'μένω με ανοιχτό το στόμα, θαυμάζω', Νάξ. θάμασμα 'υπέροχο πράγμα', Πόντ. θάμασμαν, θάγμαγμαν 'θαυμασμός', Κύπ. θαμμαστός, Πόντ. θαμαστός, θαγμαστός 'θαυμάσιος', Κύπ. θαμματουργία 'θαυματουργία'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ