Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἡσυχία
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη, ανάπαυση, ειρήνη, η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2. διακοπή, παύση, ανάπαυση από κτ. |με γεν. Β. 1. σιωπή, σιγή 2. έρημος, ήσυχος τόπος, μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης |φρ. ἐν ἡσυχίᾳ, μεθ' ἡσυχίας, ἐφ' ἡσυχίας, καθ' ἡσυχίαν=σε ησυχία, σε ειρήνη, σε ανάπαυση |φρ. ἡσυχίαν ἄγειν, ἔχειν=αδρανώ, αναπαύομαι, σιωπώ |φρ. ἡσυχίαν ἄγειν, ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω, βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη, ανάπαυση, ειρήνη, η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη
    • ΙΣΟΚΡ 6.51 ἐπειδὴ δ΄ εἰς ἀνάγκην καθέσταμεν ὥστε κινδυνεύειν͵ ἡσυχίας ἐπιθυμοῦμεν καὶ περὶ ἀσφαλείας βουλευόμεθα
    • ΔΗΜ 5.25 τὴν ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχίαν πλειόνων ἀγαθῶν αἰτίαν εἶναι νομίζοντες
    • 2. διακοπή, παύση, ανάπαυση από κτ.
    • με γεν.
    • ΠΛ Πολ 583e καὶ ὅταν παύσηται ἄρα...χαίρων τις͵ ἡ τῆς ἡδονῆς ἡσυχία λυπηρὸν ἔσται
    • Β.
    • 1. σιωπή, σιγή
    • ΕΥΡ Αλκησ 77 τί ποθ΄ ἡσυχία πρόσθεν μελάθρων; τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου;
    • ΔΗΜ 58.60 τῷ μὲν πατρὶ τῷ πεπονθότι καὶ δυναμένῳ ἂν δηλῶσαι πρὸς ὑμᾶς ἐξ ἀνάγκης ἡσυχίαν ἑκτέον ἐστίν { υπάρχει υποχρέωση από την πλευρά του πατέρα μου, που υπήρξε το θύμα και που θα μπορούσε να μας τα κοινοποιήσει, να κρατήσει αναγκαστικά τη σιωπή του }
    • 2. έρημος, ήσυχος τόπος, μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης
    • ΟΜΥΜΝ 4.356 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τὰς μὲν ἐν ἡσυχίῃ κατέερξε
    • ΞΕΝ Απομν 2.1.21 φησὶ γὰρ Ἡρακλέα͵ ἐπεὶ ἐκ παίδων εἰς ἥβην ὡρμᾶτο…ἐξελθόντα εἰς ἡσυχίαν καθῆσθαι ἀποροῦντα ποτέραν τῶν ὁδῶν τράπηται
    • φρ. ἐν ἡσυχίᾳ, μεθ' ἡσυχίας, ἐφ' ἡσυχίας, καθ' ἡσυχίαν=σε ησυχία, σε ειρήνη, σε ανάπαυση
    • ΘΟΥΚ 3.12.1 οἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ δεδιότες ἐθεράπευον, ἡμεῖς δὲ ἐκείνους ἐν τῇ ἡσυχίᾳ τὸ αὐτὸ ἐποιοῦμεν
    • ΘΟΥΚ 1.85.1 μηδὲ ἐπειχθέντες ἐν βραχεῖ μορίῳ ἡμέρας περὶ πολλῶν σωμάτων καὶ χρημάτων καὶ πόλεων καὶ δόξης βουλεύσωμεν, ἀλλὰ καθ᾽ ἡσυχίαν
    • φρ. ἡσυχίαν ἄγειν, ἔχειν=αδρανώ, αναπαύομαι, σιωπώ
    • ΙΣΟΚΡ 12.222 χρὴ δὲ τοὺς ὀρθῶς δοκιμάζειν βουλομένους περὶ τῶν τοιούτων ἐν ἀρχῇ μὲν ἡσυχίαν ἄγειν καὶ μηδεμίαν δόξαν ἔχειν περὶ αὐτῶν
    • φρ. ἡσυχίαν ἄγειν, ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω, βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ.
    • ΙΣΟΚΡ 10.49 πολλῶν γὰρ αὐτοῖς πρότερον ἐγκλημάτων γενομένων ὑπὲρ μὲν τῶν ἄλλων ἡσυχίαν ἦγον
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΗΣΥΧΙΑ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
    • ιων. ἡσυχίη
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἡσυχία, ἡσυχιότης
      • ρήματα: ἡσυχάζω
      • επίθετα: ἥσυχος, ἡσύχιος, ἡσύχιμος, ἡσυχαῖος 'απαλός, μαλακός, ακίνητος'
      • επιρρήματα: ἡσυχῇ, ἡσυχῆ 'ήσυχα, λίγο', ἡσυχαίως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἡσυχαστής, ἡσυχάστρια
      • ρήματα: ἡσυχόομαι, ἀνθησυχάζω, ἀφησυχάζω, ἐνησυχάζω, ἐφησυχάζω, καθησυχάζω
      • επίθετα: ἡσυχαστικός, φιλήσυχος, ἀνήσυχος
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ησυχ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ησυχασία, ησυχασμός, ησύχει
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %ησυχ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %ησυχ%