Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • αἵρεσις
    • ουσιαστικό
    • -εως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. κατάκτηση, άλωση |με γεν. αντικ. |με γεν. υποκ. Β. 1. εκλογή μετά από διαδικασία ψηφοφορίας (πρεσβείας, βουλής, αρχόντων) |ως επίρρημα αἱρέσει αντ. του κλήρῳ 2. επιλογή, διαδικασία επιλογής, δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ή περισσότερων προσφερόμενων αντιλήψεων, θέσεων, καταστάσεων κ.ά. 3. κλίση, προτίμηση |φρ. αἵρεσιν δίδωμι=δίνω τη δυνατότητα επιλογής

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. κατάκτηση, άλωση
    • με γεν. αντικ.
    • ΗΡ 6.136 ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν
    • ΘΟΥΚ 2.58.2 προυχώρει δὲ αὐτοῖς οὔτε ἡ αἵρεσις τῆς πόλεως οὔτε τἆλλα τῆς παρασκευῆς
    • με γεν. υποκ.
    • ΗΡ 9.3 ἡδὲ βασιλέος αἵρεσις ἐς τὴν ὑστέρην τὴν Μαρδονίου ἐπιστρατηίην { από την άλωσή της από τον βασιλιά ως την επιδρομή του Μαρδόνιου }
    • Β.
    • 1. εκλογή μετά από διαδικασία ψηφοφορίας (πρεσβείας, βουλής, αρχόντων)
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1266a ὀλιγαρχικὴν δὲ ποιεῖ καὶ τὴν τῆς βουλῆς αἵρεσιν
    • ΙΣΟΚΡ 7.61 ἐν γὰρ τῇ τῶν ἀρχόντων αἱρέσει καὶ τῷ βίῳ τῷ καθ΄ ἡμέραν καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδεύμασιν
    • ΘΟΥΚ 8.89.3 ἐκ δὲ δημοκρατίας αἱρέσεως γιγνομένης ῥᾷον τὰ ἀποβαίνοντα...τις φέρει { γιατί όταν γίνονται εκλογές σε μια δημοκρατία ευκολότερα ανέχεται κανείς το αποτέλεσμα }
    • ως επίρρημα αἱρέσει αντ. του κλήρῳ
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1300a τούτων δ΄ αἱ μὲν τρεῖς καταστάσεις δημοτικαί͵ τὸ πάντας ἐκ πάντων αἱρέσει ἢ κλήρῳ (γίνεσθαι) ἢ ἀμφοῖν͵ τὰς μὲν κλήρῳ τὰς δ΄ αἱρέσει τῶν ἀρχῶν
    • 2. επιλογή, διαδικασία επιλογής, δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ή περισσότερων προσφερόμενων αντιλήψεων, θέσεων, καταστάσεων κ.ά.
    • ΗΡ 5.109 ἄνδρες Ἴωνες͵ αἵρεσιν ὑμῖν δίδομεν ἡμεῖς οἱ Κύπριοι ὁκοτέροισι βούλεσθε προσφέρεσθαι ἢ Πέρσῃσι ἢ Φοίνιξι
    • ΔΗΜ 22.48 ὡς ἔστι τριῶν αἵρεσις͵ ἢ τὰ πομπεῖα κατακόπτειν ἢ πάλιν εἰσφέρειν ἢ τοὺς ὀφείλοντας εἰσπράττειν
    • ΠΛ Θεαιτ 196c ἄπορον αἵρεσιν προτίθης͵ ὦ Σώκρατες { με βάζεις, Σωκράτη, σε πολύ δύσκολη επιλογή }
    • ΙΣΟΚΡ 12.117 κρείττω τὴν αἵρεσιν εἶναι τοῦ δεινὰ ποιεῖν ἑτέρους ἢ πάσχειν αὐτοὺς
    • 3. κλίση, προτίμηση
    • ΠΛ Φαιδρ 256c τὴν ὑπὸ τῶν πολλῶν μακαριστὴν αἵρεσιν εἱλέσθην τε καὶ διεπραξάσθην
    • ΠΛ Γοργ 513 ἡ αἵρεσις ἡμῖν ἔσται ταύτης τῆς δυνάμεως τῆς ἐν τῇ πόλει { η προτίμησή μας κλίνει προς όφελος της πολιτικής δύναμης }
    • φρ. αἵρεσιν δίδωμι=δίνω τη δυνατότητα επιλογής
    • ΔΗΜ 4.9 οὐδ΄ αἵρεσιν ὑμῖν δίδωσι τοῦ πράττειν ἢ ἄγειν ἡσυχίαν
    • ΑΙΣΧ Πρ 779 αἵρεσίν τ΄ ἐμοὶ δίδου
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΙΡΕΩ >
    • Από: αἱρε- + -σις.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο14.1
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: αἵρεσις, ἀναίρεσις, ἀνταίρεσις, ἀντιπροαίρεσις, ἀφαίρεσις, διαίρεσις, ἐξαίρεσις, καθαίρεσις, παραίρεσις, προαίρεσις, ὑφαίρεσις
      • ρήματα: αἱρέω, ἀναιρέω, ἀνταναιρέω, διαιρέω, ἐξαιρέω, καθαιρέω, προαιρέω, προσαιρέω, προσδιαιρέω
      • επίθετα: αἱρέσιμος, αἱρετός, αἱρετέος, ἀναιρέσιμος, ἐξαιρέσιος, ἐξαιρέσιμος, καθαιρέσιος, προαιρέσιος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: αἱρεσιάρχης, αἱρεσιομάχος, αἱρεσιώτης, συναιρεσιώτης, ἀντιδιαίρεσις, ἀρχαιρεσία, προσθαφαίρεσις, συναίρεσις, ὑπεξαίρεσις, ὑποδιαίρεσις
      • ρήματα: ἀνακαθαιρέω, ἀνταιρέω, ἀπαιρέω, ἀποκαθαιρέω, ἀφαιρέω, προσδιαιρέω, συναιρέω, αἱρεσιαρχέω, αἱρεσιομαχέω
      • επίθετα: αἱρεσιαρχικός, ἀναιρέσιμος, ἀσυναίρετος
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αιρεσιαρχία, αιρεσιολόγος, αιρεσιόφρων, αιρετικότης 'εκλεξιμότητα', αναιρεσιμότης, αφαιρέσιμος, συναιρεσιάρχης, διαιρέσιμος, διαιρετότης, εξαιρετικότης, εξαιρετικώς, υπεξαιρέτης, υποδιαιρετικός, υποδιαιρετότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ