Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
Υποστηρικτικό υλικό
(Γραμματολογικά)
Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία Τ.Α': Αρχαία Ελλάδα
(επιμ.: Δ.Ι. Ιακώβ, Α.Ρεγκάκος, Αθήνα: Παπαδήμας, 2001)HEINZ-GÜNTER NESSELRATHΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
(σελ. 183-195)
1.3.1 Αρχές και είδη
Ως "λυρική ποίηση" οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι χαρακτήριζαν μόνο την ποίηση που συνοδευόταν από τη μουσική λύρας (ή ενός παρόμοιου έγχορδου οργάνου), δηλ. το είδος που συνήθως ονομάζεται "μελική" ποίηση (από το μέλος, τραγούδι) και διακρίνεται σε "μονωδική" (που έχει έναν εκτελεστή) και σε "χορική" λυρική ποίηση (που εκτελείται από έναν χορό). Από τη ρωμαϊκή εποχή όμως στη λυρική συμπεριλαμβάνονταν επίσης η ελεγειακή και η ιαμβική ποίηση που συνοδεύονταν από τη μουσική αυλού ή απαγγέλλονταν σε ρετσιτατίβο (παρακαταλογή).
Κοινά στα λυρικά είδη είναι τα νέα θέματα που σχετίζονται στενά με τη ζωή του ατόμου (καθημερινά βιώματα, φιλία, αγάπη, πολιτική, ηθική, θρησκεία), η προφορική μετάδοση (γεγονός που εξηγεί την προτίμηση για την αλληγορία, τη μεταφορά, την παράταξη) και, εξίσου σημαντικό, το ομιλούν (αλλά όχι απαραίτητα "αυτοβιογραφικό") εγώ, που αναλαμβάνει συχνά έναν παραδειγματικό ρόλο∙ ο αρχαϊκός ποιητής εκφράζει έτσι συναισθήματα και ιδέες που μοιράζεται ο κύκλος του ή ολόκληρη η κοινότητα (βλ. S. Slings (εκδ.). The Poet's I in Archaic Greece, Amsterdam 1990, Maria Grazia Bonanno, στο: I. Gallo-L. Nicastri [εκδ.], Biografia ed autobiografia degli antichi e dei modemi, Napoli 1995, 23-39).
Ο ίαμβος, η ελεγεία και η μονωδία περιορίζονταν κυρίως στο συμπόσιο (το γυναικείο αντίστοιχο του οποίου ήταν ο θίασος της Σαπφούς). Η χορική λυρική ποίηση απευθυνόταν σε ένα πλατύτερο κοινό, κυρίως στους επισκέπτες των ιερών. Διάφορα είδη μελών αντιστοιχούσαν σε διαφορετικές περιστάσεις: οι διθύραμβοι προορίζονταν για τον Διόνυσο, ενώ οι ύμνοι και τα υπορχήματα ("τραγούδια με χορό") απευθύνονταν αρχικά στον Απόλλωνα όπως επίσης οι νόμοι και οι παιάνες· υπήρχαν και επινίκια (για νίκες σε αθλητικούς αγώνες), υμέναιοι και επιθαλάμια (για γάμους), παρθένεια (που τα τραγουδούσαν ανύπαντρα κορίτσια), προσόδια (τραγούδια για πομπές) και σκόλια (ποικίλα άσματα για συμπόσια).
BLG 261-268.
1.3.2 Ο ίαμβος
Ο ίαμβος (η λέξη είναι προελληνική και προφανώς συγγενική με το διθύραμβος, θρίαμβος κ.ά.) αρχικά μάλλον σχετιζόταν με αγροτικές τελετές για τη Δήμητρα και τον Διόνυσο, οι οποίες περιείχαν σκώμματα και κάθε είδους πειράγματα (ίαμβοι)· έτσι εξηγείται και η εμμονή της ιαμβικής ποίησης στη λοιδορίαν, την αἰσχρολογίαν και το γελοῖον. Η κύρια λειτουργία του ιάμβου είναι ο ψόγος και η στηλίτευση των ελαττωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει όμως και σοβαρούς, διδακτικούς-ηθικολογικούς τόνους. Η γλώσσα του ιάμβου ήταν η ιωνική διάλεκτος, τα μέτρα του ο αντιηρωικός ιαμβικός τρίμετρος, ο ορχηστικός και επιθετικός τροχαϊκός τετράμετρος και η επωδός, συχνά με ιαμβικούς-τροχαϊκούς ρυθμούς (βλ. IV 6.3.3.3.5.4 ).
Ίαμβοι μπορούσαν να ονομαστούν και άλλα μέτρα με παιγνιώδες περιεχόμενο, βλ. DSGL 1005-1006.
Ο Αρχίλοχος ο Πάριος (μέσα του 7ου αι.· βλ. απ. 122, που αναμφίβολα αναφέρεται στην έκλειψη ηλίου της 6ης Απριλίου 648) πήρε μέρος στις αποικιστικές αποστολές της πατρίδας του, έζησε κατόπιν στη Θάσο και σκοτώθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, στον πόλεμο. Τα περίπου 300 σωζόμενα αποσπάσματα (17 ελεγειακά, βλ. 1.3.3) δικαιώνουν απόλυτα τη μεγάλη ποιητική φήμη του στην αρχαιότητα (χαρακτηρίστηκε ὁμηρικώτατος αλλά επίσης ψογερός και βαρύγλωσσος).
Οι τρίμετροι (απ. 18-87) διακρίνονται για το σκωπτικό ύφος, τον σαρκασμό, τη χυδαία και βίαιη γλώσσα τους. Περισσότερο ήρεμοι τόνοι επικρατούν στους τετράμετρους (απ. 88-167), όπου ο ποιητής απευθύνεται στους συμπολίτες του (απ. 109) και στον ίδιο του τον θυμόν(απ. 128) και στοχάζεται γύρω από τους ανθρώπους και τις αδικίες τους (απ. 130-134). Στις επωδούς (απ. 168-204), που χαρακτηρίζονται από εκπληκτική μετρική ποικιλία, υπάρχουν "σοβαροί" και περίφημοι στίχοι (απ. 191 και 193), αλλά γενικά κυριαρχεί το σκώμμα. Στην περίφημη "επωδό της Κολωνίας" (απ. 196a) η παλιά αγαπημένη του ποιητή Νεοβούλη (πρβ. απ. 118) παρουσιάζεται ως ανήθικο πλάσμα, ανάξιο πλέον για κατάκτηση (πρβ. απ. 184 και 188;). Όσον αφορά τη γλώσσα αξιοπρόσεκτες είναι οι επινοήσεις ονομάτων με ετυμολογικά λογοπαίγνια (βλ. απ. 115) και τα ηχηρά πατρωνυμικά της επικής παράδοσης, τα οποία προσδίδουν σε εξαθλιωμένες υπάρξεις έναν απροσδόκητο τίτλο ευγένειας (βλ. απ. 250).
Έκδ.: IEG I. BLG 269-274· αγ. 23-27.
Ο Σημωνίδης από τη Σάμο (πρβ. απ. 7,69-70 W.) ήταν σύγχρονος του Αρχίλοχου και ονομάστηκε "Αμοργίνος", επειδή ήταν ο οικιστής στον αποικισμό της Αμοργού. Από τις ελεγείες του (2 βιβλία) δεν σώζεται τίποτε, και από την Αρχαιολογία των Σαμίων παραδίδεται μόνο ο τίτλος. Στα περίπου 40 ιαμβικά αποσπάσματά του δεν εμφανίζεται ο κύριος στόχος του, ο Οροδοκίδης (πρβ. Λουκ. Ψενδ. 2). Περίφημη είναι η σάτιρά του κατά των γυναικών (απ. 7), η οποία χωρίζει τις γυναίκες με γκροτέσκο τρόπο σε 10 κατηγορίες εμπνευσμένες είτε από ζώα (γουρούνα, αλεπού κλπ.) είτε από φυσικά στοιχεία (γη, θάλασσα). Όλες, με εξαίρεση την εργατική "γυναίκα-μέλισσα", είναι το χειρότερο δώρο που ο Δίας θα μπορούσε να κάνει στον άνθρωπο.
Έκδ.: IEG II, σχολ. έκδ.: Ε. Pellizer-G. Tedeschi (Roma 1990). BLG 274-275- Ar. 27-28.
Τα περίπου 180 αποσπάσματα του Ιππώνακτα (τέλος του 6ου αι.), κυρίως χωλίαμβοι (IV 6.3.4), δείχνουν έναν ποιητή με μεγάλες εκφραστικές ικανότητες που τον έκαναν πρόδρομο τόσο των κωμικών όσο και των αλεξανδρινών ποιητών (βλ. Aevum Ant. 8, 1995, 105-136).
Οι αρχαίοι θεωρούσαν τον Ιππώνακτα δεξιοτέχνη της λοιδορίας και της αισχρολογίας. Στους στίχους του παριστάνονται μορφές-θύματα του ανελέητου σκώμματός του (π.χ. ο Βούπαλος), οι οποίες διαγράφονται με εξαιρετική ζωντάνια ως ανυπόληπτα άτομα σε ένα περιβάλλον, όπου κυριαρχούν οι κλοπές, οι έριδες, οι απειλές, οι δίκες, η βία και κυρίως οι ερωτικές περιπέτειες που ανήκουν στις πιο τολμηρές της αρχαιότητας. Υπάρχουν επίσης χονδροειδείς συγκρίσεις ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα, μαγικές πρακτικές, παροιμίες, μισογυνισμός, καθαρά ιδιωματικές εκφράσεις, συχνά ακόμη και ακατανόητες λέξεις ξένων γλωσσών, τις οποίες ο λόγιος ποιητής αποδίδει με ζήλο στα Ελληνικά. Αυτή η έντονη προτίμηση για το εξωτικό και το ασυνήθιστο θα βρει αργότερα θαυμαστές στον Καλλίμαχο, τον Ηρώνδα, τον Λυκόφρονα, τον Νίκανδρο κ.ά. Με περίπου 70 άπαξ λεγόμενα η γλώσσα του Ιππώνακτα είναι γεμάτη γραφικές βρισιές και σπινθηροβόλα διφορούμενα αστεία, κωμικές μεταφορές και υπερβολές αντάξιες ενός Αριστοφάνη. Μια πανταχού παρούσα παρωδιακή φλέβα εκτείνεται από μεμονωμένες λέξεις έως ολόκληρες φράσεις. Δίκαια ο Πολέμων (απ. 45 Preller) ανακήρυξε τον Ιππώνακτα ευρετή της παρωδίας παραθέτοντας τέσσερις εξάμετρους (απ. 128 W. = 126 Dg.) που σε επικό μέτρο, γλώσσα και ύφος παρουσιάζουν πλέον όχι τα κατορθώματα ενός ήρωα αλλά τις αμαρτίες ενός καλοφαγά.
Έκδ.: IEG Ι, Ε. Degani (Stuttgart-Leipzig 21991)· πρβ. Chr. Theodoridis, "Neue Zeugnisse zu Hipponax aus dem Lexikon des Photios", Eikasmos 2 (1991) 33-35 (βλ. επίσης Gnomon 65, 1993, 482-483). BLG 276-277· Ar. 28-36.
Από τον Ανάνιο (σύγχρονο του Ιππώνακτα ή λίγο μεταγενέστερο) σώζονται 6 αποσπάσματα (ιαμβικοί τρίμετροι και τροχαϊκοί τετράμετροι, και οι δυο ενίοτε "χωλοί") που αποφεύγουν τον ψόγον και την αἰσχρολογίαν περιέχουν αντίθετα ηθικολογίες, χαριτωμένη μυθολογική παρωδία και ένα γαστρονομικό ημερολόγιο (απ. 5), το πρώτο δείγμα ηδυφαγικής ποίησης στην ελληνική λογοτεχνία.
Έκδ.: IEG II. Ar. 19 - 21.
Στην Αττική ο ίαμβος υιοθετεί με τον Σόλωνα τους αυστηρούς τόνους της διδακτικής ποίησης. Με τους τρίμετρους και τους τετράμετρούς του (οι επωδοί έχουν χαθεί τελείως) ο μεγάλος νομοθέτης προειδοποιούσε τους συμπολίτες του για τον κίνδυνο της δημαγωγίας και υπερασπιζόταν το πολιτικό του έργο (απ. 32-40, βλ. 1.3.3).
Ιαμβογράφος ήταν ίσως και ο Σουσαρίων από τα Μέγαρα, ο υποτιθέμενος "ευρετής" της αττικής κωμωδίας (βλ. 1.8.3· [ECU 167-168).
Έκδ.: IEG II. BLG 275-276. DSGL 1021-1023.
1.3.3 Η ελεγεία
Η ελεγεία χαρακτηρίζεται μετρικά από το ελεγειακό δίστιχο (IV 6.3.2) και γλωσσικά από την ιωνική διάλεκτο. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η ελεγεία ήταν αρχικά θρήνος (δηλ. νεκρικός θρήνος) και παρήγαγαν το ἔλεγος (μάλλον φρυγική λέξη, πρβ. Αρμ. degn "αυλός") από το ἔ ἔ λέγειν.
Θρηνωδικοί ήταν οι χαμένοι έλεγοι του Κλονά από την Τεγέα ή τη Θήβα (7ος αι.), του Σακάδα από το Άργος και του Εχέμβροτου από την Αρκαδία (και οι δυο α΄ μισό του 6ου αι.). Το πρώτο σωζόμενο δείγμα είναι η περίφημη "ελεγεία προς τον Περικλή" του Αρχίλοχου (απ. 13 W.).
Ωστόσο οι σωζόμενες ελεγείες παρουσιάζουν από την αρχή θεματική ποικιλία και αντλούν τα θέματά τους από τον πόλεμο, την πολιτική και το συμπόσιο.
Η πολεμική προτροπή εκπροσωπείται κυρίως από τον Καλλίνο τον Εφέσιο (25 σωζόμενοι στίχοι) και τον σπαρτιάτη Τυρταίο (και οι δυο στα μέσα του 7ου αι.). Ο Τυρταίος, που συνέθεσε και χαμένα εμβατήρια στη λακωνική διάλεκτο, απέκτησε φήμη στον ελληνικό κόσμο χάρη στις ελεγείες του (περίπου 150 στίχοι και περίπου άλλοι 100 αποσπασματικά σωζόμενοι) και αναδείχθηκε ο κατεξοχήν ποιητής ενός συλλογικού ηρωικού ιδανικού σύμφωνου με τις απαιτήσεις της οπλιτικής φάλαγγας που είχε στο μεταξύ επικρατήσει (βλ. V 1.2.7). Ο Τυρταίος ήταν ο πρώτος ένθερμος υμνητής της Σπάρτης. Στην Ευνομία του (απ. 1-4 W.) επαίνεσε το σπαρτιατικό πολίτευμα και υποστήριξε ότι καθιερώθηκε από τον ίδιο τον Απόλλωνα.
Έκδ.: ΙEG II· ΡΕ Ι∙ Τυρταίος: σχολ. έκδ. C. Prato (Roma 1968). BLG 268-269.
Στα περίπου 40 σωζόμενα δίστιχα του Μίμνερμου από τη Σμύρνη (7ος/6ος αι.· απ. 20 W.: η έκλειψη ηλίου της 28ης Μαΐου 585) εμφανίζεται για πρώτη φορά το θέμα του έρωτα, με μελαγχολικούς και απαισιόδοξους τόνους (βλ. απ. 2). Η αγαπημένη του αυλητρίδα Ναννώ έδωσε το όνομα της στη συλλογή που περιείχε μυθικές (απ. 12) και ιστορικές (απ. 9) παρεκβάσεις. Στη Σμυρνηίδα του ο Μίμνερμος τραγούδησε τους αγώνες των συμπολιτών του εναντίον του βασιλιά των Λυδών Γύγη (βλ. απ. 13-13a και ίσως 14).
Έκδ.: IEG II ΡΕ Ι∙ σχολ. έκδ.: A. Alien (Stuttgart 1993). BLG 275.
Ο Μίμνερμος δεν επιθυμούσε να ζήσει πάνω από 60 χρόνια (απ. 6), ο Σόλων όμως (640-560) του πρότεινε να αυξήσει το όριο στα 80 (απ. 20,4 W.· πρβ. απ. 18). Ο περίφημος νομοθέτης είναι ο αρχαιότερος γνωστός σε μας Αθηναίος ποιητής. Για τους ιάμβους του βλ. 7.3.2∙ οι ελεγείες του (πάνω από 100 δίστιχα) περιέχουν πολιτικές παραινέσεις και εξυμνούν την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Η Ευνομία (απ. 4) και η Ελεγεία προς τις Μούσες (απ. 13, πιθανόν παραδίδεται ολόκληρη) είναι εντυπωσιακές μαρτυρίες για την πολιτική και την κοσμοθεωρία του Σόλωνα.
Έκδ.: IEG II· ΡΕ I. BLG 275-276.
Με το όνομα του Θέογνη από τα Μέγαρα σώζεται μια συλλογή 1389 στίχων σε δύο βιβλία (αφιερωμένη στον αγαπημένο του Κύρνο), μια γνωμολογική συλλογή προορισμένη για το συμπόσιο, της οποίας ο αρχικός πυρήνας επεκτάθηκε με διαδοχικές προσθήκες στίχων άλλων ποιητών (του Τυρταίου, του Μίμνερμου, του Σόλωνα, ίσως και του Εύηνου από την Πάρο). Ο διαχωρισμός του αυθεντικού από το νόθο υπήρξε πάντα το κύριο μέλημα της έρευνας για τον Θέογνη (στο οποίο συχνά είναι αδύνατο να ανταποκριθεί κανείς).
Ο Πλάτων (Νόμοι 630a) αναφέρει ότι ο Θέογνης ήταν πολίτης των Υβλαίων Μεγάρων, πληροφορία που αμφισβήτησαν ήδη ο Δίδυμος και ο Αρποκρατίων. Στους στίχους 783-788 μνημονεύεται εξορία του ποιητή στην Εύβοια, τη Σπάρτη και τη Σικελία. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη η ακμή του Θέογνη τοποθετείται στις τελευταίες δεκαετίες του 7ου αι. Οι στίχοι 773-782 που αναφέρονται στην απειλή περσικής επίθεσης (πρβ. και 757-764) ανήκουν σε άλλον ποιητή από τα Μέγαρα (ίσως στον Φιλιάδα σύμφωνα με τον West, ΙEG 1211, πρβ. FGE 78-79).
Ένα αξιόπιστο (αλλά όχι αποκλειστικό) κριτήριο γνησιότητας είναι η αποστροφή στον Κύρνο (που κάποτε αποκαλείται και με το πατρωνυμικό του Πολυπαΐδης) στην αρχή πολλών ποιημάτων (συνολικά σε 306 στίχους). Ότι αυτή η αποστροφή είναι η σφρηγίς που σύμφωνα με τα λεγόμενά του ενσωματώνει ο ποιητής στο έργο του για να αποτρέψει πλαστογραφίες και νοθεύσεις παραμένει ακόμη η πιθανότερη υπόθεση (F. Jacoby) ανάμεσα σε πολλές άλλες (βλ. πρόσφατα G. Cerri, QS 17/33, 1991, 21-40· ΤΙ 377-391).
Από άποψη περιεχομένου, υπερτερούν οι ηθικές-πολιτικές νουθεσίες· το αριστοκρατικό ιδανικό ανατροφής και εκπαίδευσης διαποτίζει και το ερωτικό τμήμα (2° βιβλίο). Οι αριστοκρατικές αξίες που διαπερνούν το έργο υποστηρίζονται χωρίς κανέναν συμβιβασμό (συνεχής κριτική του δήμου, φόβος της τυραννίδας, νοσταλγία για τις παλιές καλές εποχές).
Συχνά με τον Θέογνη συνεξετάζεται και ο Φωκυλίδης από τη Μίλητο (6ος αι.), γνωστός για τα πολλά γνωμικά του. Από τις ελεγείες του έχουμε ένα μοναδικό και μάλιστα αμφισβητούμενο δίστιχο (ΡΕ 135, πρβ. IEG II 95).
Θέογνης: Έκδ. IEG Ι· σχολ. έκδ. (μαζί με τον Φωκυλίδη) M.L. West (Oxford 1978). BLG 277-278.
Σημαντική μορφή υπήρξε ο ποιητής και φιλόσοφος Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (περ. 565-470· βλ. 1.6.2). Συνέθεσε κυρίως Σίλλους (τουλάχιστον 5 βιβλία), παρωδίες σατιρικού χαρακτήρα σε εξάμετρο με ένθετους ιαμβικούς τρίμετρους (όπως ο Μαργίτης· βλ. 1.2.3)· αυτό το ποιητικό είδος αναβίωσε στην αρχή της ελληνιστικής εποχής με τον Τίμωνα τον Φλειάσιο (IV 2.3). Για την κριτική του Ξενοφάνη εναντίον θεών και ποιητών βλ. VII 1.2.1. Δηκτική διάθεση χαρακτηρίζει και τα αποσπάσματα των ελεγειών του Ξενοφάνη: το απ. 2 W. ειρωνεύεται τον αθλητισμό (πρβ. αργότερα Ευριπίδη, απ. 282 Ν.2) και το απ. 7a W. χλευάζει το πυθαγόρειο δόγμα της μετεμψύχωσης.
Έκδ.: IEG II∙ ΡΕ Ι (με τους Σίλλους)· σχολ. έκδ. J.H. Lesher (Toronto κ.α. 1992), BLG 588-589.
1.3.4 Η μελική ποίηση
Η σύγχρονη διάκριση ανάμεσα στη μονωδική και τη χορική λυρική ποίηση ήταν άγνωστη στην αρχαιότητα. Μια σαφής διάκριση δεν ανταποκρινόταν εξάλλου στην ποιητική πρακτική της αρχαϊκής λυρικής ποίησης που περιλάμβανε πλήθος διαφορετικών ευκαιριών για ποιητικές εκτελέσεις: ο ίδιος ποιητής μπορούσε να συνθέτει και μονωδικά και χορικά λυρικά μέλη· έτσι η Σαπφώ, ο Αλκαίος και ο Ανακρέων μπορούν να χαρακτηριστούν κυρίως ως μονωδικοί, ενώ ο Σιμωνίδης, ο Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης κυρίως ως χορικοί λυρικοί ποιητές. Ο αλεξανδρινός κανόνας των μελικών ποιητών περιλάμβανε τον Πίνδαρο, τον Βακχυλίδη, τη Σαπφώ, τον Ανακρέοντα, τον Στησίχορο, τον Ίβυκο, τον Αλκαίο και τον Αλκμάνα, στους οποίους προστέθηκε αργότερα η Κόριννα (PMGFT Α-Β).
Η μονωδική λυρική ποίηση συνοδευόταν από τη μουσική έγχορδου οργάνου και είχε μάλλον απλή μετρική δομή (στροφές σε λογαοιδικό, γλυκώνειο, αλκαϊκό, σαπφικό κ.ά. μέτρα· βλ. IV 6.5.2), ποικίλο περιεχόμενο και όχι παγιωμένη διάλεκτο (αιολική στον Αλκαίο και στη Σαπφώ, ιωνική στον Ανακρέοντα).
Η Σαπφώ και ο Αλκαίος έζησαν στη Λέσβο, νησί που ως πατρίδα του Τέρπανδρου (βλ. 1.3.5) φημιζόταν για την εξαιρετική ποιητική και μουσική του παράδοση, αλλά στο τέλος του 7ου και στις αρχές του 6ου αι. έγινε θέατρο λυσσαλέων αγώνων μεταξύ αριστοκρατικών φρατριών. Ο Αλκαίος συμμετείχε στους αγώνες αυτούς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αρχικά πολέμησε με την παράταξη του Πιττακού για το Σίγειο (όπου εγκατέλειψε την ασπίδα του, απ. 401 Β) και εναντίον του νέου τυράννου Μυρσίλου. Ο Πιττακός όμως συμφιλιώθηκε με τον εχθρό του, και ο Αλκαίος τον καταριέται από την εξορία του (απ. 129).
Το έργο του Αλκαίου (σώζονται περίπου 400, συχνά πολύ μικρά αποσπάσματα) περιλάμβανε κυρίως "τραγούδια του αγώνα" (στασιωτικά). Αυτή η ρωμαλέα, εντυπωσιακή ποίηση υμνεί τις αριστοκρατικές αρετές, πανηγυρίζει τον θάνατο του τυράννου, παρακινεί τους συντρόφους σε δράση και καταδιώκει με ιαμβογραφικό ζήλο τους αντιπάλους. Πολλές από τις εικόνες του Αλκαίου, με πρώτη την αλληγορική εικόνα της πόλης ως πλοίου σε καταιγίδα (απ. 208 a), έγιναν γρήγορα κοινό κτήμα. Τα μέλη του βρήκαν σημαντικούς μιμητές στη Ρώμη (Οράτιος).
Η Σαπφώ ήταν σύγχρονη του Αλκαίου. Από το 604 ως το 596 ήταν εξόριστη στη Σικελία. Μετά την επιστροφή της ίδρυσε έναν γυναικείο θίασο (για τη λατρεία της Αφροδίτης και των Μουσών), στο πλαίσιο του οποίου προετοιμάζονταν για τον γάμο νεαρά κορίτσια αριστοκρατικής καταγωγής. Η ποίησή της χωρίστηκε από τους Αλεξανδρινούς σε 9 βιβλία και ήταν συνδεδεμένη με τις λατρευτικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες του θιάσου, με εξαίρεση τα προορισμένα για τη δημοσιότητα επιθαλάμια.
Τα περίπου 200 σωζόμενα αποσπάσματα της Σαπφούς έχουν ως θέμα κυρίως τον έρωτα για τις κοπέλες του θιάσου. Εκτός από την προσευχή στην Αφροδίτη (απ. 1 V.) αξιόλογα είναι το ποίημα για την ξενιτεμένη φίλη Ανακτορία (απ. 16), η περιγραφή των συμπτωμάτων του ερωτικού πάθους (απ. 31, μεταξύ άλλων το μιμήθηκαν ο Θεόκριτος, ο Λουκρήτιος, ο Κάτουλλος και ο Οράτιος), τα ποιήματα για τον αποχαιρετισμό των φίλων (απ. 94 κ.ά.), ο ύμνος της ομορφιάς της Ατθίδας που παντρεύτηκε στη Λυδία (απ. 96) και τα επιθαλάμια που συχνά δανείζονται λαϊκά στοιχεία και κάποτε μαρτυρούν ισχυρές ομηρικές επιδράσεις, όπως το επιθαλάμιο για τον Έκτορα και την Ανδρομάχη (απ. 44).
Έκδ.: Eva Μ. Voigt (Amsterdam 1971)· SLG 259-312. BLG 278-285.
Ο Ανακρέων από την Τέω (β΄ μισό του 6ου αι., πέθανε γύρω στο 485) συνέθεσε κυρίως ψυχαγωγική ποίηση ως αυλικός ποιητής.
Ανήκε στην αυλή του Πολυκράτη της Σάμου, μετά τον θάνατο του οποίου (522) πήγε στον Ίππαρχο, τον τύραννο της Αθήνας. Όταν δολοφονήθηκε ο Ίππαρχος (514) πήγε, όπως φαίνεται, στον Εχεκρατίδα, ηγεμόνα των Φαρσάλων. Το έργο του χωρίστηκε από τους Αλεξανδρινούς σε 3 βιβλία μελών, 1 βιβλίο ιάμβων (βλ. 1.3.2) και 1 ελεγειών (ΙEG II 30-31)· τα 18 επιγράμματα που παραδίδονται με το όνομά του ίσως είναι ψευδεπίγραφα (FGE 133-146).
Ως κατεξοχήν ποιητής του συμποσίου ο Ανακρέων βεβαιώνει ότι αγαπά όποιον "συνδυάζει τα λαμπερά δώρα των Μουσών και της Αφροδίτης και απολαμβάνει τις χαρές της ζωής" (απ. ελεγ. 2 W.). Την επιρροή του δείχνουν κυρίως τα Ανακρεόντεια, μια συλλογή 60 σύντομων ποιημάτων διαφόρων εποχών (IV 3.6.2· έκδ. M.L. West, Stuttgart-Leipzig 21993).
Τα περίπου 160 μελικά αποσπάσματα είναι αφιερωμένα κυρίως στο κρασί και τον έρωτα, τόσο τον ετεροφυλοφιλικό όσο και τον ομοφυλοφιλικό. Η ιδιότυπη πυγμαχία του ποιητή με τον Έρωτα (PMG 396) και η παρομοίωση μιας κοπέλας με φοβισμένο ελαφάκι ή με αδάμαστο πουλάρι (PMG 408 και 417) είναι ορισμένα από τα περιφημότερα μοτίβα αυτής της κομψής και εκλεπτυσμένης ποίησης που όμως διαθέτει και λάγνους (βλ. PMG 407 και 439) και σατιρικούς τόνους: στην περιγραφή του νεόπλουτου Αρτέμωνα (PMG 372 και 388) και στα περιπαικτικά επίθετα για το ωραίο φύλο (PMG 350, 446, 480 κλπ.) ο Ανακρέων πλησιάζει τους ιαμβογράφους· ενίοτε χρησιμοποιεί ομηρικές εκφράσεις με σκοπό την παρωδία (PMG 347, 11-18).
Έκδ.: PMG∙ SLG 313-315. BLG 285-287.
Η χορική λυρική ποίηση εκτελούνταν στις μεγάλες τοπικές ή πανελλήνιες γιορτές και διακρίνεται για τις περίτεχνες μετρικές δομές της (σε τριάδες στροφής, αντιστροφής και επωδού· IV 6.5.2) και το ποικίλο περιεχόμενό της. Υμνούσε τις αξίες της κοινότητας και συνέβαλλε στη διατήρηση της συνοχής της τόσο σε πανελλήνιο επίπεδο όσο και στο πλαίσιο της πόλης. Το χορικό άσμα διαδόθηκε αρχικά κυρίως στον δωρικό κόσμο (με αποτέλεσμα τον δωρικό χαρακτήρα της χορικής γλώσσας). Τον 7° αι. η Σπάρτη ήταν το κύριο κέντρο αυτής της ακμαίας ποιητικής-μουσικής παράδοσης.
Ο πρώτος νικητής στον κιθαρωδικό αγώνα προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνα στη Σπάρτη (θεσπίστηκε ανάμεσα στο 676 και το 673) ήταν ο Τέρπανδρος από την Άντισσα, ο ιδρυτής μιας σχολής (κατάστασις) που επέφερε σημαντικούς νεωτερισμούς, όπως την αντικατάσταση της τετράχορδης δωρικής λύρας από τη λυδική-λεσβιακή επτάχορδη. Η παράδοση αποδίδει επίσης στον Τέρπανδρο (από τον οποίο σώζονται 6 γνήσια αποσπάσματα· σχολ. έκδ. Antonietta Gostoli, Roma 1990) την εύρεση της βαρβίτου (ενός άλλου έγχορδου οργάνου) και του σκόλιου όπως και την αναμόρφωση του κιθαρωδικού νόμου· συνέθεσε επίσης κιθαρωδικά προοίμια παρόμοια με τους Ομηρικούς Ύμνους. Σε μια άλλη σχολή, στην οποία κυριαρχούσε η αυλωδία, ανήκαν μεταξύ άλλων ο Θάλητας από τη Γόρτυνα (ο "ευρετής" του υπορχήματος) και ο Σακάδας από το Αργός (ποιητής ενός περίφημου αυλητικού νόμου που περιέγραφε την πάλη του Απόλλωνα με τον Πύθωνα). Σημαντικός ανανεωτής του διθυράμβου ήταν ο Αρίων από τη Μήθυμνα που έδρασε στην αυλή του Περίανδρου της Κορίνθου (επομένως στην περίοδο 625-585· βλ. 1.8.1).
Θεματοφύλακας των θρησκευτικών, πολιτικών και ηθικών αξιών της Σπάρτης ήταν ο Λάκωνας (ή Λυδός;) Αλκμάν (β΄ μισό του 7ου αι.) που απέκτησε φήμη κυρίως ως ποιητής παρθενείων (2 βιβλία από σύνολο 6). Συνέθεσε επίσης παιάνες, ύμνους και ποιήματα για συσσίτια και γυμνοπαιδιές.
Το εκτενέστερο ανάμεσα στα περίπου 180 αποσπάσματά του, το λεγόμενο "παρθένειο του Λούβρου" (PMGF 1), που είναι το σημαντικότερο δείγμα χορικής λυρικής ποίησης, είναι αφιερωμένο σε μια κατά τα άλλα άγνωστη θεά (Αώτις) και περιγράφει μια νυχτερινή γιορτή. Διακρίνεται για τον έντονο ομοφυλοφιλικό ερωτισμό (τυπικό ίσως στη Σπάρτη, βλ. Πλούτ. Λνκ. 18,9) ανάμεσα στα δέκα μέλη του γυναικείου χορού. Ο πυθαγόρειος Αρχύτας απέδωσε (βλ. Αθηναίο XIII 600 κ.ε., test. PMGF 59a-b) στον ίδιο τον ποιητή τα λόγια των μελών του χορού κάνοντας έτσι τον Αλκμάνα "ευρετή" της ηδυπαθούς-ερωτικής λυρικής ποίησης (βλ. Calame 558-559 και 561).
Τα θέματα του Αλκμάνα περιλάμβαναν από κοσμολογικούς στοχασμούς (PMGF 5) έως παιγνιώδεις αστεϊσμούς (PMGF 17, 107 κ.ά.)· συχνές είναι οι αυτοβιογραφικές πληροφορίες (με το όνομά του στο τρίτο πρόσωπο). Ανάμεσα στα άτιτλα αποσπάσματα υπάρχει η περίφημη επιθυμία του να πετάξει σαν κηρύλος μαζί με τις αλκυόνες πάνω από τα σύννεφα (PMGF 26) και η ακόμη γνωστότερη νυκτερινή ωδή (PMGF 89).
Έκδ.: PMGF∙ σχολ. έκδ.: C. Calame (Roma 1983). BLG 287-289.
Ο μεγάλος ανανεωτής Στησίχορος από τη Μάταυρο (γύρω στο 630-μέσα του 6ου αι.) συγχώνευσε την επική διήγηση και τη λυρική μορφή (βλ. Κοϊντιλ. 10,1,62) αντικαθιστώντας τον εξάμετρο με τα μέτρα και τις περίτεχνες δομές της λυρικής ποίησης.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Τεισίας. Η χαρακτηριστική προσωνυμία τού δόθηκε στην Ιμέρα όπου έδρασε ως "ιδρυτής των χορών". Από το έργο του, που οι Αλεξανδρινοί είχαν κατατάξει σε 26 βιβλία, σώζονταν έως το 1967 περίπου 100 μικροσκοπικά αποσπάσματα. Από τότε διάφορα παπυρικά ευρήματα (με περίπου 150 σχεδόν ακέραιους στίχους) διεύρυναν σημαντικά τις γνώσεις μας. Το σημαντικότερο ανάμεσά τους είναι ο "πάπυρος της Λίλλης" (σχολ. έκδ. P. Parsons, ZPE 26, 1977, 7-36· J.M. Bremer, στο: J.M. Bremer κ.ά. (έκδ.). Some Recently Found Greek Poems, Leiden 1987, 128-174), όπου η Ιοκάστη προσπαθεί να αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ Ετεοκλή και Πολυνείκη.
Σχεδόν όλοι οι τίτλοι των πολυάριθμων ποιημάτων του Στησιχόρου παραπέμπουν στα κύκλια έπη. Η πραγμάτευση του υλικού (σε δακτυλοαναπαιστικά και δακτυλεπιτριτικά μέτρα, IV 6.5.2) ήταν εκτενής∙ η Ορέστεια είχε τουλάχιστον δύο βιβλία, ενώ η Γηρυονίδα πάνω από 1300 στίχους.
Υποστηρίχτηκε ότι η εκτέλεση αυτών των ποιημάτων ήταν μονωδική και όχι χορική (βλ. όμως ΤΙ 347-361· Francesca D'Alfonso, Stesicoro e la performance, Roma 1994), πράγμα που θα ανέτρεπε τελείως τα δεδομένα της παράδοσης. Σύμφωνα με την παράδοση ο Στησίχορος συνέθεσε επίσης παιδεραστικά ποιήματα (PMGF ΤΒ 23) και μικρότερα ερωτικά ποιήματα με θλιβερό τέλος (PMGF 277-280), τα οποία ίσως ανήκουν σε έναν ομώνυμο διθυραμβοποιό του 4ου αι. (PMG 841· βλ. L. Lehnus, SCO 24, 1975, 191-196· D'Alfonso 89-103).
Αυτά τα έργα (που αξιοποιήθηκαν ευρέως από τους τραγικούς) βρίσκονται πολύ κοντά στο έπος, όπως φαίνεται από τη γλώσσα, το ύφος και τα εκτενή αφηγηματικά τμήματα (σημαντικές είναι οι ομιλίες των προσώπων). Νεωτερισμούς σε σχέση με το έπος αποτελούν η ψυχολογική εμβάθυνση (Καλλιρόη, Ιοκάστη· ο τερατικός Γηρυόνης παρουσιάζεται με ηρωικούς τόνους) και οι πολυάριθμες μυθολογικές καινοτομίες (που συχνά οφείλονται στις ανάγκες της εκτέλεσης).
Ένα παράδειγμα είναι η ιστορία της Ελένης, για την οποία ο Στησίχορος συνέθεσε τουλάχιστον τρεις εκδοχές (βλ. Ε. Cingano, QUCC 41, 1982, 21-33): αρχικά η Ελένη ήταν υπεύθυνη για τον πόλεμο ως μοιχαλίδα (PMGF 190, πρβ. 223), κατόπιν η φήμη της αποκαταστάθηκε ως έναν βαθμό (PMGF 193), και τελικά η ηρωίδα απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία (PMGF 192). Οι παλινωδίες ίσως έγιναν για να ανταποκριθεί ο ποιητής στις απαιτήσεις του δωρικού κοινού που απέδιδε λατρευτικές τιμές στη θεοποιημένη σπαρτιάτισσα ηρωίδα.
Έκδ.: PMGF. BLG 289-292.
Στις αρχαίες πηγές ο Ίβυκος από το Ρήγιο συσχετίζεται συχνά με τον Στησίχορο, κυρίως γιατί και αυτός ασχολήθηκε με μυθικά θέματα σε μεγάλη κλίμακα (Κύκλια, Ηρακλής, Αργοναύτες, Μελέαγρος).
Έτσι του αποδίδονται τα Ἆθλα ἐπὶ Πελίᾳ του Στησίχορου (βλ. Αθήν. 4,172d) ή ακόμη και οι ίδιες εκφράσεις ή τα ίδια μοτίβα (βλ. E.Cingano, AΙON (filol.) 12, 1990, 189-208). Το έργο του Ιβύκου χωριζόταν σε 7 βιβλία· σώθηκαν κάπου 170 αποσπάσματα (με 130 περισσότερο ή λιγότερο ακέραιους στίχους).
Ωστόσο, ο Ίβυκος πραγματεύτηκε τον μύθο διαφορετικά από τον Στησίχορο με πιο υπαινικτικό τρόπο τοποθετώντας τον σε ένα εγκωμιαστικό πλαίσιο· στην ωδή στον Πολυκράτη π.χ. (πιθανόν τον γιο του τυράννου) ο ποιητής με μια έντεχνη αποσιώπηση περνά από τον τρωικό πόλεμο στον ύμνο της ομορφιάς του νεαρού (PMGF 5 151). Ο Ίβυκος ήταν περίφημος κυρίως ως υμνητής του εφηβικού έρωτα· ορισμένα από τα πολλά αποσπάσματα των παιδικῶν του προβάλλουν με πρωτότυπο τρόπο τη βασανιστική δύναμη του έρωτα (PMGF 286-287).
Τα πρώτα επινίκια πιθανόν εμφανίζονται με τον Ίβυκο (βλ. PMGF S 166 και 220-221· J.P. Barren, BΙCS 31, 1984, 13-24, Ε.Α.Β. Jenner, BICS 33, 1986, 59-66).
Έκδ.: PMGF. BLG 292-293.
Πολύπλευρος και νεωτεριστής λυρικός ποιητής, ο Σιμωνίδης ο Κείος (περ. 556-468) ήταν περιζήτητος από πλούσιους και ισχυρούς πάτρωνες λόγω της φήμης του.
Έζησε μεταξύ άλλων στην αυλή του Ίππαρχου στην Αθήνα, κοντά στους Σκοπάδες και τους Αλευάδες της Θεσσαλίας και στην αυλή του Ιέρωνα, του τυράννου των Συρακουσών. Στους προστάτες του συγκαταλεγόταν και ο Θεμιστοκλής (βλ. PMG 627, ΡΤ Ι 41-47). Ο Σιμωνίδης ήταν παροιμιώδης για τη φιλοχρηματία του (βλ. ήδη Ξενοφάνη, απ. ελεγ. 21 W.), αλλά είχε τη φήμη του σοφού λόγω των πλούσιων σε γνωμικά στίχων του (περίφημος ήταν ο ορισμός της ποίησης ως "ομιλούσας ζωγραφικής", Πλούτ. Ηθ. 346-347). Οι αρχαίοι του απέδιδαν 56 νίκες σε διονυσιακούς αγώνες, την εύρεση της μνημοτεχνικής και ορισμένων στοιχείων του αλφαβήτου, πολλά επιγράμματα (βλ. 1.4.1), ακόμη και τραγωδίες. Συνεχή τμήματα ελεγειών του ανακαλύφθηκαν πρόσφατα σε πάπυρο (IEG II 114-137)· από τη μελική παραγωγή του σώζονται περίπου 150 (συχνά μικρά) αποσπάσματα (κυρίως επινικίων, θρήνων και εγκωμίων).
Ο ρόλος του Σιμωνίδη ήταν σημαντικός στην εξέλιξη του επινικίου και του θρήνου όπως και του επιγράμματος και της ελεγείας.
Πιθανόν ο Σιμωνίδης, αν όχι ήδη ο Ίβυκος (βλ. παραπάνω), μετέτρεψε το επινίκιο από μια τυποποιημένη ωδή (όπως ο γνωστός από το απ. 324 W. του Αρχίλοχου καλλίνικος) σε ένα εξατομικευμένο ποίημα για συγκεκριμένους παραγγελιοδότες. Ορισμένοι αρχαίοι κριτικοί θεωρούσαν άφθαστη τη δεξιοτεχνία του Σιμωνίδη στην πρόκληση ελέους με τους θρήνους του (Κοϊντιλ. 10,1,64).
Η πελατεία του Σιμωνίδη δεν περιοριζόταν σε ευγενείς και εύπορους ιδιώτες. Με κρατική ανάθεση ύμνησε τις μεγάλες μάχες των Περσικών Πολέμων και έγινε έτσι ο πρώτος εκφραστής του πανελλήνιου αισθήματος που αφυπνίστηκε στους πολέμους αυτούς.
Αυτό δείχνουν τα αποσπάσματα της ελεγείας για τη μάχη των Πλαταιών (απ. ελεγ. 10-17 W.). Τη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο την πραγματεύτηκε σε λυρικά (PMG 532-535) και ελεγειακά μέτρα (απ. ελεγ. 1-4), της Σαλαμίνας σε λυρικά (PMG 536). Η ελεγεία για τους νεκρούς του Μαραθώνα (βλ. Vita Aesch. 8) έχει χαθεί, ενώ από το ποίημα για τους νεκρούς των Θερμοπυλών σώζεται ένα αξιοπρόσεκτο απόσπασμα (PMG 531).
Ως διανοούμενος της εποχής του (ο Lessing τον ονόμασε "Έλληνα Βολταίρο") ο Σιμωνίδης αντιπαραθέτει ανοιχτά στις παραδοσιακές αριστοκρατικές αξίες αντιηρωικές και περισσότερο ανθρώπινες αρχές: το εγκώμιό του στον Σκόπα (PMG 542) προδίδει καθαρά έναν ηθικό σχετικισμό (πρβ. 541). Αυτή η νηφάλια κοσμοθεωρία εξηγεί τους απόμακρους και ειρωνικούς τόνους (αδιανόητους στον Πίνδαρο και τον Βακχυλίδη) που εμφανίζονται συχνά στα επινίκιά του.
Βλ. PMG 507, 509, 514 (ο ηνίοχος Ορίλλας, νικητής στην Πελλήνη, παρομοιάζεται με ψαρά που από την πείνα ρίχνεται στην παγωμένη θάλασσα, βλ. Η. Fraenkel, Dichtung und Philosophic des frühen Griechentums, München 31969, 495), 515 (τα μουλάρια χαρακτηρίζονται "κόρες των γοργόποδων αλόγων", πρβ. Αριστοτ. Ρητ. 1405b 24-28).
Με τον "θρήνο της Δανάης" (PMG 543), το πάθος του οποίου ο Σιμωνίδης το εκφράζει αξιοθαύμαστα σε πρώτο πρόσωπο, εμφανίζεται για πρώτη φορά η μητρική αγάπη στην ελληνική λογοτεχνία.
Έκδ.: PMG. BLG 293-294.
Ο Βακχυλίδης ο Κείος (τέλος του 6ου-μέσα του 5ου αι.) ήταν ένας ποιητής με ξεχωριστό ταλέντο. Ωστόσο, η σύγκριση με τον Πίνδαρο συσκότισε τη φήμη του ήδη στην αρχαιότητα.
Έδρασε σε πολλά μέρη. Το Επιν. 13 για τον Αιγινήτη Πυθέα χρονολογείται γύρω στο 480· το 468 ο Ιέρων των Συρακουσών προτίμησε τον Βακχυλίδη από τον Πίνδαρο για να υμνήσει τη νίκη του στην Ολυμπία (Επιν. 3). Από το έργο του έχουμε 14 επινίκια (4 Ολυμπιόνικους, 2 Πυθιόνικους, 3 Ισθμιόνικους και 3 Νεμεόνικους) και 6 διθυράμβους, καθώς και αποσπάσματα από επινίκια, διθυράμβους και ποιήματα που ανήκουν σε άλλα είδη (ύμνους, παιάνες, παρθένεια, προσόδια, υπορχήματα, εγκώμια και ερωτικά-συμποτικά).
Τα επινίκια διαιρούνται, όπως και στον Πίνδαρο, σε καιρόν (νίκη και έπαινος του νικητή, της οικογένειας και της πατρίδας του), μῦθον (διήγηση θεϊκών ή ανθρώπινων πράξεων), και γνώμην (γνωμικό τέλος). Χαρακτηριστική για τον Βακχυλίδη είναι η εκτεταμένη και λεπτομερειακή, σχεδόν επική, διήγηση του μύθου με λυρικές προσθήκες πάθους (βλ. τις τραγικές ιστορίες του Κροίσου, Επιν. 3, και του Μελέαγρου, Επιν. 5).
Μεγάλη έκταση στον μύθο δίνουν και οι διθύραμβοι. Οι Ἠίθεοι ἢ Θησεὺς (17) υμνούν την αθηναϊκή θαλασσοκρατία που αντιπαρατίθεται στη μυθική ναυτική κυριαρχία του Μίνωα. Ο Θησεὺς (18), ένας διάλογος ανάμεσα σε χορό Αθηναίων και στον βασιλιά Αιγέα, αντανακλά τη μετάβαση από τον διθύραμβο στην τραγωδία (βλ. 1.8.1/).
Στην πραγματικότητα εδώ είναι φανερή η επίδραση του ώριμου δράματος του Αισχύλου (βλ. πρόσφατα V. Di Benedetto-E. Medda, La tragedia sulla scena. La tragedia greca in quanto spettacolo teatrale, Torino 1997, 398-399). Από τα συμποτικά εγκώμια του Βακχυλίδη προέρχεται το έξοχο απ. 20Β Sn.-M. που θυμίζει πολύ τον Ανακρέοντα.
Έκδ.: Β. Snell-H. Maehler (Leipzig 101970)· J. Irigoin (Paris 1993). BLG 294-297.
Διαφορετικός από τον παλιότερο αλλά προοδευτικό Σιμωνίδη είναι ο Πίνδαρος (518-περ. 438), σκληροπυρηνικός οπαδός μιας κοσμοθεωρίας που είχε στο μεταξύ παρακμάσει. Ωστόσο οι Αλεξανδρινοί του έδωσαν την πρώτη θέση ανάμεσα στους λυρικούς, και ο Οράτιος τον θεωρούσε άφθαστο πρότυπο (Carm. 4,2,1-8). Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τον πλούτο και τη μεγαλοπρέπεια των εικόνων του, την εκφραστική του δεινότητα, καθώς και από την επιβλητική και περίπλοκη αυστηρότητα του ύφους του.
Το πρώτο χρονολογήσιμο έργο του τοποθετείται στο 498 (Πυθ. 10), το τελευταίο του το 446 (Πυθ. 8). Η πελατεία του περιλάμβανε βασιλείς και τυράννους, πόλεις (κυρίως Θήβα και Αίγινα), ιερατεία (κυρίως των Δελφών) και ιδιώτες. Η φιλοπερσική στάση της πατρίδας του Θήβας εξηγεί την αποσιώπηση του Μαραθώνα (490) στο επινίκιο που συνέθεσε το 486 για τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή (Π. 7). Όταν αργότερα ύμνησε την Αθήνα ως "προμαχώνα της Ελλάδας" και τη νίκη της στο Αρτεμίσιο (απ. 76-77), η Αθήνα τον αντάμειψε πλουσιοπάροχα και η Θήβα τον τιμώρησε σκληρά. Το εκτεταμένο έργο του χωριζόταν σε 17 βιβλία: τα πρώτα 11 περιλάμβαναν τα θρησκευτικά ποιήματα (ύμνοι, παιάνες, 2 βιβλία διθυράμβων, 2 βιβλία προσοδίων, 3 βιβλία παρθενείων, 2 βιβλία υπορχημάτων) και τα υπόλοιπα έξι τα κοσμικά (εγκώμια, θρήνοι, 4 βιβλία επινικίων). Από το σύνολο αυτό σώθηκαν μόνο τα βιβλία των επινικίων, καθένα από τα οποία είναι αφιερωμένο σε μια από τις κύριες πανελλήνιες γιορτές. Έτσι έχουμε 14 Ολυμπιόνικονς, 12 Πυθιόνικους, 11 Νεμεόνικους και 9 Ισθμιόνικους. Από τα υπόλοιπα 13 βιβλία έχουν σωθεί περίπου 350 αποσπάσματα (τα περισσότερα σε πάπυρο).
Οι επινίκιοι (με τριμερή δομή, όπως στον Βακχυλίδη) υμνούν τους αθλητικούς αγώνες ως κάτι ηρωικό και ιερό: με τη νίκη ο θεός-ο Δίας στην Ολυμπία και στη Νεμέα, ο Απόλλωνας στους Δελφούς, ο Ποσειδώνας στον Ισθμό-επιτρέπει στον αριστοκράτη αθλητή να ενεργοποιήσει τα χαρίσματα (δύναμη, θάρρος, επιδεξιότητα) που οι θεοί έδωσαν στον ίδιο, συχνά και στα άλλα μέλη της οικογένειάς του και στους συμπολίτες του. Η φήμη που χαρίζει η νίκη καθαυτή είναι πρόσκαιρη, αλλά ο ποιητής είναι σε θέση να την μεταδώσει πέρα από χρονικά και τοπικά όρια. Ο έπαινος του νικητή, το κέντρο του επινίκιου, συνδέεται με μια ηθική-θρησκευτική αξιολόγηση (γνώμη), ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της οποίας παρατίθεται ένας μύθος. Ο μύθος προβάλλει ένα ηρωικό πρότυπο συμπεριφοράς και εξιστορείται σε συντομευμένη, υπαινικτική μορφή (οι μακροσκελείς διηγήσεις αποφεύγονται ρητά: Πυθ. 4, 247-248, 8, 28-32 κλπ.). Παρά τις παραλείψεις το κοινό ήταν σε θέση να αντιληφθεί το μήνυμα, γιατί γνώριζε τον "κώδικα" και την κλίμακα αξιών.
Όσον αφορά την τέχνη του, στον Ολ. 2, 83-88 ο Πίνδαρος ισχυρίζεται ότι στη φαρέτρα του έχει "πολλά γρήγορα βέλη που μιλούν στους συνετούς (σννετοῖσιν), αλλά για τον πολύ κόσμο χρειάζονται ερμηνευτές" και ότι ο πραγματικός σοφός είναι αυτός "που γνωρίζει πολλά από τη φύση του (φυᾷ)", ενώ οι μαθόντες είναι απλά κοράκια που κρώζουν απέναντι στον θεϊκό αετό (πρβ. Νεμ. 3, 80-83). Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ότι στόχοι αυτών των επιθέσεων είναι οι αντίπαλοί του Σιμωνίδης και Βακχυλίδης (αυτή είναι η άποψη των αρχαίων ερμηνευτών). Επομένως, παρά τον δημόσιο χαρακτήρα των αγώνων, η ποίηση του Πίνδαρου απευθυνόταν σε ένα επιλεγμένο κοινό που ήταν ικανό να παρακολουθήσει τις περίπλοκες ωδές του.
Στα αποσπάσματα υπάρχουν αξιοπρόσεκτα κατάλοιπα θρήνων, ύμνων, παιάνων και διθυράμβων. Παρά την έντονη ποικιλία τους που οφείλεται στους διαφορετικούς σκοπούς και το διαφορετικό κάθε φορά περιεχόμενο των ποιημάτων (το απ. 128c Sn.-M. δίνει τον αρχαιότερο ορισμό λογοτεχνικών ειδών), όλα τα αποσπάσματα διακρίνονται για το καθαρά ιδιότυπο ύφος τους και μαρτυρούν την κυρίαρχη σημασία των θεών στον πινδαρικό κόσμο.
Βασική για τη θρησκευτικότητα του Πίνδαρου είναι η σχέση του με το μαντείο των Δελφών. Ωστόσο ο ποιητής αποδεχόταν και δόγματα που σχετίζονταν με μυστηριακές λατρείες, όπως ο ορφισμός (βλ. το απ. 129-131b των θρήνων και το μεγάλο πανόραμα των Ηλυσίων στον Ολ. 2), καθώς και πυθαγόρειες αντιλήψεις (Σικελοί παραγγελιοδότες!). Σημαντικά αποσπάσματα έχουν σωθεί και από τα εγκώμια, αλεξανδρινός χαρακτηρισμός των συμποτικών ποιημάτων που όμως ο ίδιος ο Πίνδαρος ονόμαζε σχόλια (απ. 122,11).
Η γλώσσα του Πίνδαρου έχει έντονο δωρικό χρωματισμό, αλλά περιέχει επίσης επικά, αιολικά και ορισμένα βοιωτικά στοιχεία. Το πανηγυρικό του ύφος είναι εξαιρετικά δύσκολο λόγω της χρήσης συμβολικών εννοιών, τολμηρών νεολογισμών, μεταφορών και εκτεταμένων υπερβατών.
Έκδ.: Β. Snell-H. Maehler (Stuttgart-Leipzig Ι, 81987, II, 1989)· Θρήνοι: σχολ. έκδ. Maria Cannata Fera (Roma 1990)· Παιάνες: σχολ. έκδ. G. Bona (Cuneo 1988). BLG 297-310.
Η ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα απέκτησε μεγάλη φήμη κυρίως στον ρωμαϊκό κόσμο (όπου τα ποιήματ της διαβάζονταν στο σχολείο).
Σύμφωνα με την παράδοση ήταν ανταγωνίστρια του Πίνδαρου και μαθήτρια της Μυρτίδας (βλ. παρακάτω). Από το έργο της (5 βιβλία) σώζονται σύντομα παραθέματα και εκτενέστερα παπυρικά αποσπάσματα (PMG 654-689).
Τα ποιήματα της Κόριννας είχαν αφηγηματικό χαρακτήρα και, όπως δείχνουν οι τίτλοι, πραγματεύονταν ιστορίες της Βοιωτίας. Στην αρχή ενός ποιήματος δηλώνει ότι θέλει να τραγουδήσει "ωραίες ιστορίες (Fεροῖα) για τις λευκόπεπλες Ταναγραίες", οι οποίες θα φέρουν μεγάλη χαρά στην πόλη (PMG 655 απ. 1.1-5).
Το ποίημά της για τον αγώνα του Ελικώνα με τον Κιθαιρώνα, τους επώνυμους ήρωες των αντίστοιχων βουνών (PMG 654 απ. 1 στήλ. Ι), τελειώνει-αντίθετα με την παράδοση-με τη νίκη του δεύτερου (πιθανόν για να γίνει αρεστή στο κοινό των Πλαταιών που ήταν χτισμένες στην πλαγιά του Κιθαιρώνα).
Η γλώσσα της Κόριννας διατηρεί εμφανή ίχνη της τοπικής βοιωτικής διαλέκτου. Το ύφος της είναι διαυγές και απέριττο (κοσμητικά επίθετα και μεταφορές σπανίζουν). Η μετρική δομή των μεγαλύτερων αποσπασμάτων βασίζεται σε μικρές ομαλές στροφές.
Έκδ.: PMG, σχολ. έκδ. D. Page (London 1953). BLG 310-311. G. Burzacchini, Eikasmos 1 (1990) 31-35, 2 (1991) 39-90, 3(1992) 47-65· TΙ 403-412.
Από άλλους μελικούς ποιητές σώθηκαν μόνο λίγα αποσπάσματα. Η Μυρτίς καταγόταν από την Ανθηδόνα της Βοιωτίας και πραγματεύτηκε σε ένα ποίημά της τον μύθο του Ταναγραίου ήρωα Εύνοστου (PMG 716, βλ. ΤΙ 395-401). Αλλες φημισμένες ποιήτριες ήταν η Τελέσιλλα από το Άργος (PMG 717-726) και η Πράξιλλα από τη Σικυώνα (PMG 747-754), οι οποίες έζησαν στο α΄ μισό του 5ου αι. Από την Τελέσιλλα πήρε το όνομά του ο τελεσίλλειος στίχος (IV 6.5.2), που ήταν ήδη γνωστός στον Αλκμάνα, αλλά χρησιμοποιήθηκε από την ποιήτρια για ολόκληρα ποιήματα. Η Πράξιλλα συνέθεσε ύμνους και διθυράμβους, αλλά φαίνεται αδύνατο να της ανήκουν τα συμποτικά ποιήματα που ονομάζονταν παροίνια (βλ. PMG 749-750). Σημαντικός καινοτόμος στη θεωρία της μουσικής και οργανωτής διθυραμβικών αγώνων ήταν ο Λάσος από την Ερμιόνη, που αποκάλυψε τον πλαστογράφο χρησμών Ονομάκριτο (βλ. 1.2.6) στην αυλή του Ίππαρχου. Εκτός από την πρώτη πραγματεία Περὶ μουσικῆς συνέθεσε επίσης μελικά ποιήματα (PMG 702-706, σχολ. έκδ. G. Brussich, QLCG 3, 1975/76, 85-134)· βλ. G.A. Privitera, Laso di Ermione nella cultura ateniese e nella tradizione storiografica (Roma 1965).