Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
Διδακτικό εγχειρίδιο: Αλκαίος
Λυρικός ποιητής μονωδιών
19. ἀσυννέτημμι … (30D, 148P)
ἀσυννέτημμι τὼν ἀνέμων στάσιν·
τὸ μὲν γὰρ ἔνθεν κῦμα κυλίνδεται͵
τὸ δ΄ ἔνθεν͵ ἄμμες δ΄ ὂν τὸ μέσσον
4 νᾶϊ φορήμμεθα σὺν μελαίναι
χείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·
πὲρ μὲν γὰρ ἄντλος ἰστοπέδαν ἔχει͵
λαῖφος δὲ πὰν ζάδηλον ἤδη͵
8 καὶ λάκιδες μέγαλαι κὰτ αὖτο·
χόλαισι δ΄ ἄγκυρραι, τὰ δ' ὀήϊα
[ ]
[ ]
12 τοι πόδες ἀμφότεροι μένοισιν
ἐν βιμβλίδεσσι· τοῦτό με καὶ σ[άοι
μόνον· τὰ δ΄ ἄχματ΄ ἐκπεπ[.]άχμενα
..]μεν φόρηντ΄ ἔπερθα, τὼν[…]
]ενοισ[
αδυνατώ να κατανοήσω τη διαπάλη των ανέμων·
γιατί το ένα κύμα κυλά από τη μια, και τ' άλλο από
την άλλη, κι εμείς στη μέση πάμε όπου μας πάει το
πλοίο το μαύρο, μοχθώντας με τη μεγάλη θύελλα·
ως πάνω από το κατάρτι το νερό, διάτρητο και το
πανί, και μεγάλες τρύπες πέρα για πέρα· χαλαρώνουν
οι άγκυρες*· το πηδάλιο […] τα πόδια μου και τα δυο
μένουν (μπερδεμένα) στα σκοινιά· τούτο
μόνο με σώζει· το … φορτίο … πάνω …
INK
[*H ἄγκονναι (κατά τον Unger)= παλαμάρι για την
ανύψωση ή καταβίβαση ιστίου ή σημαίας κ.λ.π.]
πούθε φυσάνε οι άνεμοι; και φέρνουνε το κύμα
πότε από δω, πότε από κει· γυρνάμε πάνω κάτω
με το μαύρο καράβι μας καταμεσής του πόντου,
και τυραννιόμαστε πολύ στην τόση τρικυμία·
νερό η κουβέρτα γέμισε, και τα πανιά σκίστηκαν
απ' άκρη σ' άκρη, κρέμονται μεγάλα τα κουρέλια·
πάει, χαλαρώσαν τα σχοινιά!
Σ. Kακίσης
Λεξιλόγιο
1. ἀσυννέτημμι (αιολικός τύπος)= ἀσυνετέω: δεν καταλαβαίνω, δυσκολεύομαι να καταλάβω.
1. τὼν= τῶν.
1. στάσιν: στάσις, -εως, ἡ= η έρις, η φιλονικία (< ἵστημι). Eδώ εννοείται η πολιτική διχόνοια.
2./3. τὸ μὲν γὰρ ἔνθεν … τὸ δ' ἔνθεν: η εικόνα δείχνει τα κύματα να κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
2. κυλίνδεται: κυλίνδομαι= κυλώ, περνώ. Yποκείμενα του ρήματος είναι τὸ μὲν και τὸ δ(ὲ).
3. ἄμμες (αιολικός τύπος)= ἡμεῖς.
3. ὄν τὸ μέσσον (αιολικός τύπος)= ἀνὰ τὸ μέσον: στη μέση δηλ. μεσοπέλαγα.
4. νᾶϊ (αιολικός τύπος)= νηΐ: ναῦς, νεός, ἡ= το πλοίο, το καράβι.
4. φορήμμεθα (αιολικός τύπος)= φορούμεθα (φορέω= φέρω, μεταφέρω).
4. μελαίναι: το επίθετο μέλας, μέλαινα, μέλαν προσδιορίζει το ουσιαστικό ναῦς.
4./5. χείμωνι (αιολικός τύπος)= χειμῶνι: χειμών, -ῶνος, ὁ= ο χειμώνας, εδώ η καταιγίδα, η κακοκαιρία, η τρικυμία.
5. μόχθεντες (αιολικός τύπος)= μοχθοῦντες: μοχθέω -ῶ= παλεύω, προσπαθώ σκληρά.
5. μεγάλῳ μάλα: η έκφραση προσδιορίζει το μέγεθος της τρικυμίας.
6. περ … έχει (αιολικός τύπος)= ὑπερέχει.
6. ἄντλος, ὁ= το νερό της θάλασσας.
6. ἰστοπέδαν (δωρικός τύπος)= ἱστοπέδην· ἱστοπέδη, ἡ= κομμάτι ξύλου στερεωμένο στην καρίνα του πλοίου, πάνω στο οποίο ήταν δεμένο το κατάρτι.
7. λαῖφος, -εος, τό= το ιστίο του πλοίου.
7. ζάδηλον (αιολικός τύπος)= διάδηλον· διάδηλος, -ον= διακρινόμενος, ευδιάκριτος.
8. λάκιδες (αιολικός τύπος)= λακίδες· λακίς, -ίδος= το σχίσιμο.
8. μέγαλαι (αιολικός τύπος)= μεγάλαι.
8. κὰτ αὖτο (αιολικός τύπος)= κὰτ αὐτό.
9. χόλαισι (αιολικός τύπος)= χαλῶσι· χαλάω -ῶ= χαλαρώνω, λασκάρω, ξεσφίγγω.
9. ἄγκονναι= ἄγκοιναι· ἄγκοινα, ἡ= καθετί που σφίγγει, που τυλίγει, εδώ η υπέρα, το μαντάρι.