Όταν πια θα ’μαι κουρασμένη
εδώ να ζω μόνη και ξένη
χρόνους αβίωτους,
θα πάω να δω τη χώρα που ’ναι
5 οι ποιητές και καρτερούνε
με το βιβλίο τους.
François Villon, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλοι
ετραγουδούσες,
10 πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει,
όταν σ’ επρόσμενε η αγχόνη
κι έκλαιαν οι Μούσες!
Τάχα τρεκλίζοντας ακόμα,
Βερλέν, κρατάς αυλό στο στόμα,
15 δεύτερος Παν,
πάντα είσαι απλός και θείος εσύ,
μεθώντας με οίστρο, με κρασί,
pauvre Lélian;
Και τέτοιο αν είχες ριζικό,
20 που άλλο δεν είναι πιο φριχτό,
Ερίκε Χάινε,
ούτ’ έτσι ωραίο σαν το δικό σου,
στα χέρια μου το μέτωπό σου
γείρε και πράυνε.
25 Εμένα διάβηκε η ζωή
όλη ένα δάκρυ, απ’ το πρωί
έως την εσπέρα.
Κι άλλο πια τώρα δε μου μένει,
παρά, θεοί μου αγαπημένοι,
30 νά ’ρθω εκεί πέρα.
|