1
Είκοσι χρόνια παίζοντας
αντί χαρτιά βιβλία,
είκοσι χρόνια παίζοντας,
έχασα τη ζωή.
5 Φτωχός τώρα ξαπλώνομαι,
μιαν εύκολη σοφία
ν’ ακούσω εδώ που πλάτανος
γέρος μού τη θροεί.
2
Απ’ όλα θέλω ελεύτερος
να πλέω στα χάη του κόσμου.
Αν ένας φίλος μού ’μεινε,
να φύγει, να περάσει.
5 Κι όταν ζητήσει ο θάνατος
τα πλούτη πὄχω μάσει,
σένα, πικρία μου απέραντη,
μονάχο να ’χω βιος μου.
3
Για τη ζωή σου μου ’λεγες,
για το χαμό της νιότης,
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της,
5 κι ενώ μια ογρή στα μάτια σου
περνούσε αναλαμπή,
ήλιος φαιδρός απ’ τ’ ανοιχτό
παράθυρο είχε μπει.
4
Τί χάνω εγώ τις μέρες μου
τη μία κοντά στην άλλη,
κι όπως μου ασπρίζουν τα μαλλιά
ξινίζει το κρασί,
5 αφού μονάχα όταν περνώ
το βλέμμα από κρουστάλλι,
με νέα ρετσίνα ολόγεμο
βλέπω τη ζωή χρυσή;
5
Η νύχτα μάς εχώρισεν
από όσους αγαπάμε
πριν μας χωρίσει η ξενιτιά.
(Να ’ναι όλοι εκεί στο μόλο;)
5 Σφύρα, καράβι αργήσαμε.
Κι αν φτάσουμε όπου πάμε,
στάσου λίγο, μα ύστερα
σφύρα να φεύγουμε όλο.
6
Λεύκες, γιγάντοι καρφωτοί
στα πλάγια εδώ του δρόμου,
δέντρα μου, εστέρξατε ο βοριάς
τα φύλλα σας να πάρει.
5 Σκιές εμείνατε σκιών
που ρέουν στο μέτωπό μου,
καθώς πηγαίνω χάμου εγώ
κι απάνω το φεγγάρι.
7
Χαρά! Η χαρά! Στα νέα χαρά
παιδιά! Τραβούνε —ωραίοι
μαύροι ληστές— την κόρη ζωή
δεμένη ν’ αγαπήσουν.
5 Μα το βιβλίο σου ολάνοιχτο,
στα φύλλα του αύρα πνέει,
τρελέ, τρελέ, που εγέρασες
και νέος ποτέ δεν ήσουν.
8
—Ποιητή, κυλάει το γέλιο μου
μέλι και χλεύη, αλλά
δεν παύεις να σφυροκοπάς
των ήχων τα στεφάνια
5 —Κόρη, δουλεύω ανώφελα,
μα η στείρα τί ωφελά
και σιωπηλή του αχάτινου
ματιού σου υπερηφάνεια;
9
Αντίο! Αντίο! Με τα ουρανιά
μάτια σας και με βιόλες
στο λαιμό, εφύγατε, ξανθές
ερώτων νέων ελπίδες.
5 Αντίο, κι εσύ που στρέφοντας,
όταν χαθήκανε όλες
πάλι να παίρνω το βαθύ,
σκοτεινό δρόμο μ’ είδες!
10
Μπρούτζινος γύφτος —τράλαλα!—
τρελά πηδάει κει πέρα,
χαρούμενος που εδούλευε
το μπρούτζον ολημέρα
5 και που ’χει τη γυναίκα του
χτήμα του και βασίλειο.
Μπρούτζινος γύφτος —τράλαλα!—
δίνει κλοτσά στον ήλιο!
|