Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Χινόπωρο
Είναι βωμοί μες στην ψυχή μου.
Philéas Lebesgue («Οι Σκλαβιές») |
Ωραία βραδιά, του Τρυγητή βραδιά, γιά κοίτα, ακόμα χορεύουνε Χινόπωρο και Καλοκαίρι ταίρι χορό του αποχαιρετισμού που τα γλυκολιγώνει. Κι αν είναι μόσκος όλ’ οι ανθοί κι όλα τα φρούτα μέλι, 5 μα είν’ όλα ολόγυρα πικρά, παθητικά, γερμένα, σαν απ’ τον πόνο ενός τρανού καλού που πάει να φύγει, κι οι ορίζοντες κι οι λογισμοί και σύγνεφα κι αστέρια, τα περιβόλια απόμακρα, σιμά τα περιγιάλια. Τα φώτα γύρω στο γιαλό, νάρκισσοι λυγισμένοι 10 προς τα νερά τ’ ακύμαντα, παίρναν μιαν άλλην όψη κυπαρισσοβεργόλιγνη, μακρόσυρτη, προς κάτι που πάει να γίνει στο βυθό μιαν έκσταση, μια ιδέα. Ψηλάθε από τον πύργο του το ηδονικό φεγγάρι ξεχτένιζε και ξέχυνε τα ρούσα τα μαλλιά του 15 προς τη μελαχρινή βραδιά για να τη μαγνητέψει. Μα τη βραδιά μελαχρινή την έκοβε άγρια ξάφνου στου πέλαγου τα ολάνοιχτα, δεν ξέραμε από πούθε, πλατιάς φωτιάς το ανάδομα που φώταε, φούντωνε, όλο σκληρά πολέμαε να χυθεί. Και η θάλασσα μπροστά μας 20 ήσυχη, σαν το στοχαστή, που ασάλευτος, με ζήση τρεμουλιαστή από ρώτημα και νόημα ζει. Μπροστά μας η θάλασσα ώς τα πόδια μας, καθώς μας κελαηδούσε παραμυθάκια πρόσχαρα για κάποια αφτιά παρθένα, και για τα παιγνιδιάρικα της αμμουδιάς παιδάκια, 25 και η θάλασσα ώς τα πόδια μας καθώς μας κελαηδούσε γλυκά ξεμυστηρέματα που θα γλυκαναπαύαν κάποιες ανήσυχες καρδιές ερωτοχτυπημένες· και η θάλασσα στα πόδια μας καθώς μας κελαηδούσε, και τόσο καταδεχτική και ταπεινή, και μ’ όλο 30 το κινημένο στάσιμο το σα μεστό από σκέψη, και η θάλασσα στα πόδια μας καθώς μας κελαηδούσε, καθώς δεν ήταν η βαριά στριγκιά μοιρολοήτρα θάλασσα με τον άσπρο αφρό και με το μαύρο κύμα· (θάλασσα μακροζώητη εσύ, μυριοτραγουδημένη, 35 που ανάμεσα στους μύριους σου τραγουδιστάδες, ένας ποιητής, του στίχου δουλευτής αλάθευτος, απάνου στο δαχτυλιδοτράγουδο το χρυσοσμαλτωμένο σε σκάλισε να δέρνεσαι, να κλαις για τις Σειρήνες!) και η θάλασσα στα πόδια μας καθώς μας κελαηδούσε 40 λες γύρευε τα πόδια μας για να μας τα φιλήσει. Για τα ξομολογήματα στιγμή, για τις αγάπες, για της ψυχής τα ιδανικά, για του κορμιού τις δίψες, για το τραγούδι του καημού στη μουσική του αέρα, συντροφιασμένο αρμονικά και γνωστικά παιγμένο 45 κι απ’ όλα γύρω τ’ άργανα, παθητικά βαλμένα να πουν τον πόνο ενός καλού τρανού που πάει να φύγει. Και στερνή παίρναν ομορφιά και αξέφραστη γλυκάδα και ορίζοντες και λογισμοί και σύγνεφα κι αστέρια, φώτα μακρόσυρτα, άυλα, το ρούσο το φεγγάρι, 50 τα σερπετά της αμμουδιάς, τα ξέγνοιαστα παιδάκια, η λάμια η κόκκινη η φωτιά· και πρώτ’ απ’ όλα, κάτου στα πόδια μας κοντόσυρτη, για να μας τα φιλήσει, νά η θάλασσα, νά η θάλασσα, νά η θάλασσα, η μαυλίστρα, και μια βαρκούλα στα πανιά και κατά μας κυλούσε 55 και τα ταιράκια γύρευε για κάποιους γύρους που είναι και στα κλειστά του λιμανιού, σαν ωκεάνιοι δρόμοι. Για τα ξομολογήματα στιγμή, για τις αγάπες, για τους κισσούς της αγκαλιάς, για του φιλιού τ’ αηδόνια, και για τους θείους τραγουδιστές που τους βολεί και ζούνε, 60 σαν από κάποια χωριστή διορισμένοι μοίρα, απάνου από τα γερατειά κι απάνου από τα νιάτα. Μα εγώ ανημπόρετος και οκνός και καταδικασμένος πάντα να σέρνω, κι όπου πάω κι όπου σταθώ να φέρνω κάποια συνείδηση που τρώει (καδένα σιδερένια, 65 δε λέω, δεν ξέρω ποιάς ντροπής για ποιό κακό, ποιό κρίμα…) στο πλευρό σου τί γύρευα, πώς βρέθηκα μπροστά σου, ψυχή, ω ψυχή, που είσαι κι εσύ, σαν του χινόπωρου είσαι το βράδυ στην ακρογιαλιά, ψυχή, που και του λόγου, καθώς και του ήχου είσαι πιστή, και ω ταξιδεύτρα πάντα 70 σε ονειροπέλαα ψάχνοντας να βρεις αραξοβόλια που αχνά μολυβογράφονται, γιατί μακριά μας είναι; Μα εγώ παράξενος, γειρτός, εκείθε από τα νιάτα κι εκείθε απ’ τα γεράματα, διωγμένος της αγάπης, αλλότριος της απόλαψης, και σα να σε τραβούσα 75 στοργικά να με γνοιάζεσαι να μην παραπατήσουν τα πόδια τα δισταχτικά, τ’ ανήμπορα να κρύψουν τη λαβωμένη την ακμή, την τσακισμένη σάρκα, εγώ στο πλάι σου βραδιαστός έμενα, καθώς μένω και μόνος και με συντροφιά, σα χωρισμένος πάντα. 80 Και σα να την κατέβασα βοήθεια μου και σκέπη, μια σκεφτική συγκίνηση με κράταε που δεν ήταν η ιδέα η σεμνοστόλιστη, γυμνό το πάθος ούτε· μα σα θεϊκή βροντά εντολή, και γράφεται στην πλάκα του νου μου κάποιος κολοσσός, προφήτη αλλότριου, λόγος, 85 και ο λόγος οίστρος έγινε μες στην ψυχή μου, και είπα: Μην αγαπάς, τι ο έρωτας σκλαβώνει· θάμαζε! ο θαμασμός μάς μεγαλώνει. Και νά! Ποιητής εγώπαθος, μαζί άρρωστος και γαύρος από αχνονείρου λάγγεμα κι απ’ την ορμή που σπρώχνει, 90 μαργαριταροστέφανους του κόπου και του αγώνα, και τον εργάτη στη δουλειά και τον τεχνίτη στο έργο, και νά! Ποιητής, και δυνατός και λιγοθυμισμένος, μπροστά σε φέρνω στους βωμούς μου· ανύσταχτα τους χτίζω, και λυρικά και τραγικά, μες στου επικού τα πλάτια, 95 για να λατρέψω απάνου τους, ξανά από πίστη νέος, τους ίσκιους τους ηρωικούς που μέσα μου από χρόνια μου τυραγνάν το λογισμό και την καρδιά μού ζούνε. Κι αντί με χινοπωριανά χρυσάνθεμα και ρόδα, σου τριγυρίζω τα μαλλιά και σου τα στεφανώνω 100 με τον αχνό του λιβανιού που καίεται στους βωμούς μου. |