Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η χώρα που δεν πεθαίνει


—Πεθαίνει εδώ;— …Δεν πεθαίνει, του λέει.
Aλλά πάνω σε κείνο το βουνό είν’ ένας και
φωνάζει τα ονόματα, όποιονε θέλει για να
πάει, και πάει και δε ματαγυρίζει. Τί γίνεται
δεν το ξέρουμε.

(Δημοτική παράδοση)

Σβάρνα με πήρε ο Χάρος, και πάω, και πού να γείρω; Γονιούς, παιδιά, γυναίκα, τα θέρισε όλα γύρω.

Απόμεινα παντέρμος, η καλαμιά στον κάμπο. Πού νά βγω; Παντού ο τάφος. Η στια σβηστή. Πού νά μπω;

5 Πού σκέπη; Πού αντιστύλι; Πού νά βρω μετερίζι; Το αφεύγατο δρεπάνι —γλιτώστε με— θερίζει.

Φοβάμαι, οχτροί μου ή ξένοι, τόποι, άνθρωποι, λαοί, γλιτώστε με απ’ το Χάρο. Γλυκιά που είν’ η ζωή!

Πάω, πάω να βρω τον κόσμο τον τρισμακαρισμένο, 10 που δε γνωρίζει Χάρο, που δεν ακούς «Πεθαίνω»,

εκεί που κι αν υπάρχουν το βράδυ, το πρωί, τα μάτια αβράδιαστα είναι κι ανύχτωτη η ζωή.

Και γύρισα ντουνιάδες, τη γη, την οικουμένη, —Πεθαίνει εδώ;— Ρωτούσα· κι όλο άκουγα: —Πεθαίνει.—

15 Κι ήτανε και μια χώρα χτισμένη σε μια ράχη· του ηλιού το φέγγος ήταν, και γύρω της οι βράχοι,

κι ανάμεσα ποτάμια κι ολόγυρα λαγκάδια, και σα να τα τυλίγαν αγερικών μαγνάδια.

(Ένα βουνό μονάχα καρσί στην ηλιοχώρα, 20 θεόρατο, ένας γίγας, ολόμαυρο, μια μπόρα).

Κι ήτανε και μια χώρα σε μια ραχιά απλωμένη· Ρώτησα: —Εδώ πεθαίνει;— Κι άκουσα: —Δεν πεθαίνει.—

Νά η τρισμακαρισμένη! Κι οι ανθρώποι, νά! θεοί. Γλιτώστε με απ’ το Χάρο. Γλυκιά που είν’ η ζωή!

25 Χαρά, χαρά στη χώρα! Εδώ του ηλιού η αχτίδα πεθαμένου δε φέγγει. Την έκαμα πατρίδα

την ψυχοσώστρα χώρα, τη χαρολυτρωμένη, και το τραγούδι μου ήταν: —Πεθαίνει; Δεν πεθαίνει!—

Μα τότε ήρθε κοντά μου κάποιος από τη χώρα 30 και μου είπε: —Δεν πεθαίνει. Μονάχα η μαυροφόρα

κορφή του θεριεμένου βουνού τ’ αντικρινού σειέται· φωνή γκρικιέται, φοβέρα τ’ ουρανού,

και κάθε τόσο κι ένα μέσ’ απ’ τη χώρα κράζει, φωνή σα να προστάζει,

35 και βλέπεις τον κρασμένο κι αμέσως ξεκινά, χάνεται, πάει και πάει, και δεν ξαναγυρνά.

Κι εδώ κανείς δε γέρνει στον κόρφο του θανάτου, μα καρτερά καθένας ν’ ακούσει τ’ όνομά του

και τρέχει καβαλάρης και φεύγει πεζοδρόμος. 40 Δεν είν’ εδώ του Χάρου, μηδέ του τάφου ο τρόμος.

Α! κι από τότε —ω λόγια του κάποιου από τη χώρα!— του αθάνατου πατρίδα καινούρια ειρηνοφόρα,

ζωή, γη καινούρια… Οϊμένα! καινούρια ανατριχίλα στου λογισμού τ’ αυλάκια και στης καρδιάς τα φύλλα

45 με σφάζει, όλο με σφάζει, γιατί όλο και προσμένω τον κράχτη να με κράξει… Πεθαίνω; Δεν πεθαίνω,

μα κάθε τόσο και όλο στον ύπνο και στον ξύπνο, στη δέηση, στη μονάξια, στη νήστεια και στο δείπνο,

και συντυχιές και σκόλες, και οι έγνοιες που με μπλέκουν, 50 κι όσα με ξανασαίνουν, όλα είν’ αφτιά και στέκουν

και τη φωνή προσμένουν και λαχταράν τον κράχτη, —Α! τί μου γνέθεις, Μοίρα, στο μαύρο σου τ’ αδράχτι!—

και καρτεράν τον κράχτη που θά βγει να με κράξει… Α! Κάλλιο, κάλλιο ο Χάρος να με ξαναρημάξει.

55 Α! φέρτε με στην πρώτη γωνιά μου τη σβησμένη, να πω, να ξανακούσω: —Πεθαίνει εδώ; —Πεθαίνει.

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Το μαύρο σ’ αφιερώνω τραγούδι μου. Δικό σου, πικρότατη ψυχή, σου το σκαλίζω απάνου στο μαύρο το βωμό σου, 60 εκεί που ακόμα φέρνω σ’ εσέ την προσευχή, εκεί που αποθεώνω κι ό,τι από σένα λάμπει κι ό,τι από σε μαυρίζει κι ό,τι από σε τον πόνο τον άφταστο χαρίζει, 65 τον πόνο, των καημένων τραγουδιστών την κλήρα, που φτείρει τους τα σπλάχνα και τρώει τα λογικά τους, πιο αφεύγατος ο πόνος κι από τη μαύρη μοίρα, και πιο πικρή του η πίκρα κι απ’ όλους τους θανάτους.

Μια νύχτα μού είπες: —Έλα!— Και μου ’δειξες το μνήμα… 70 Κι ακόμα το παντέχω κι ακόμα λαχταρώ, μεγάλο, θαρρεμένο, το τελευταίο το βήμα μαζί σου προς του ωραίου θανάτου το χορό. Μα εσύ και του σπαράχτη λόγου όρκου σου απαρνήτρα, σαν πρώτα ζεις και στέκεις και δεν ταράζεσαι, 75 και του περιβολιού σου τα ρόδα και τα κίτρα πάντα, Άνοιξη, Μητέρα, πλούσια τα γνοιάζεσαι.

Και σε προσμένω ακόμα σαν τη φωνή του κράχτη. Α! τί μου γνέθεις, Μοίρα, στο μαύρο σου τ’ αδράχτι!