Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος έβδομος

Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα, κι η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι. Το φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφήνει 5 τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνεις όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι. Περήφανα και ταπεινά, κι όλα φαντάζουν ίδια. Και της Πεντέλης η κορφή και τ’ αχαμνό σπερδούκλι, κι ο λαμπρομέτωπος ναός και μια χλωμή ανεμώνη, 10 τα πάντα, όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά της πλάσης. Κι όλα σιμά τα φέρνεις, φως, κι όλα το φως τα δείχνει με μοίρα σαν ξεχωριστή. Της Αίγινας ο κόρφος ασπρογαλλιάζει ολόχυτος, λαμποκοπά· τον πάει σιμά προς τους κυματιστούς και σα γραμμένους λόφους· 15 και το βαθύ ακροούρανο σημαδεμένο μόνο από το μαύρο ενός πουλιού και τ’ άσπρο ενού συγνέφου τα πάει προς το βουνόπλαγο, και του βουνού τη ράχη την πάει σιμά στο λιόφυτο του κάμπου, και τον κάμπο τονε σιμώνει στο γιαλό, και του γιαλού και οι βάρκες 20 στα σπιτικά κατώφλια ομπρός τραβάν κατά τη χώρα ήσυχα για ν’ αράξουνε. Κι όλα το φως τα δείχνει αεροφερμένα πιο κοντά σάμπως καημό να το ’χει να τα ορμηνέψει να πιαστούν κι ένα χορό να στήσουν, όσο που το ’να στ’ αλλουνού την αγκαλιά να πέσει. 25 Έτσι ολογύρα τα βουνά κι ο λογγωμένος Πάρνης κι ο ελεφαντένιος ο Υμηττός κι η αγέρινη Πεντέλη βλέπονται κι όλο βρίσκονται σε συντυχιά με τ’ άλλα τα πιο φτενόγραφτα και πιο μακριά ξαγναντεμένα βουνά της Ύδρας, τ’ Αναπλιού, του Δαμαλά, της Κόρθος· 30 κι άκρες και λόφοι και στενά και βράχοι κι ακρογιάλια, Τριπύργι, Φάληρο, Πειραίας, και οι σκάλες και οι λιμιώνες, κι η Σαλαμίνα αθάνατη, κι η ερημική Ψυττάλη ώς πέρα που τον άσπρο ναό βασιλική κορόνα φορεί, δειγμένο από παντού, το Σούνιο τ’ ακροτόπι. 35 Κι η αττικιά ακροθάλασσα, και ξεχωρίζει μέσα στην Άσπρη θάλασσα, και ζει στην αγκαλιά της μάνας, ευγενικότερη απ’ αυτή και σάμπως πιο γαλάζια.

Σήμερα πρωτοθώρητο, κάτι σα θάμα, κοίτα, πέρα απ’ τον κάμπο χάραξε κι απ’ το πυκνό λιοστάσι 40 ξαπλώνεται κι όλο τραβά στο μαγεμένο Βράχο που και μικρός, σαν πιο ψηλός από τον Όλυμπο είναι. Εκεί μια ασάλευτη ζωή, και στοιχειωμένη η χώρα, μαρμαρωμένοι και οι θνητοί κι οι αθάνατοι, κι η πέτρα κι άνθος από την ομορφιά κι άστρο από την ιδέα, 45 και τα σκληρά κορμιά απαλή πνοούλα τ’ ανασταίνει. Πάντα ο ναός ο μουσικός του στοιχειωμένου Βράχου κορόνα γύρω υψώνεται σ’ όλα κι απάνου απ’ όλα, κι από της πλάσης τα καλά κι απ’ τ’ αγαθά της χώρας, σάμπως εκείνος πιο καλά και πιο αγαθά πλασμένος. 50 Και πάντα οι βρύσες ρέουν εκεί του Μύθου κι αναβρύζουν της Ιστορίας οι πηγές, κι είναι τ’ ανάβρυσμά τους πάντα κι είναι το ρέμα τους της δόξας και της χάρης το ρέμα και τ’ ανάβρυσμα, και της Αθήνας· πάντα. Και πάντα ο δωρικός ναός απλός και τρισμεγάλος 55 και η πιο λιγνή γραμμούλα του σοφά λογαριασμένη, και σιδεροθεμέλιωτος και φτερωτός αντάμα και λυγερός και μ’ όλο του τ’ αλύγιστο τ’ ολόρθο. Πλάσμα που ενώ τα μάτια σου γιομίζοντας τα ευφραίνει, στέκει σαν κάτι τι νοητό και καθεμιά του αράδα 60 κι όλοι του οι κύκλοι ασύγκριτοι, στοχάζονται, μιλάνε. Και πάντα είναι τα μέτωπα και τα πλευρά του πάντα και πάντα είν’ οι κολόνες του και οι ζώνες και οι κορφές του, με τα σεμνά σκαλίσματα, με τα λαμπρά πλουμίδια, ρουνιές και αϊτοί και αστράγαλοι, κύματα, φίδια, ρόδα, 65 τα χρώματα, από του δεντρού το πράσινο ώς της ώχρας το κίτρινο, τ’ ανάγλυφα, τ’ αγάλματα, και κείνα που ακέρια από τους κόκκινους τους τοίχους ξεχωρίζουν και παρασταίνουν ζωντανά, πλεμένα καθώς είναι, των Αθηνών τα ηρωικά, της Πολιτείας τα τίμια, 70 κι αυτά που λιανοχάραγα και μόλις τα ξανοίγεις μέσ’ από βάθια γαλανά, θρησκευτικές εικόνες λατρείας που είν’ όλη από χαρά, ζωής που είν’ όλη απ’ άνθια. Και πάντα οι δώδεκα οι θεοί σαν κυβερνήτες είναι του κόσμου που ακυβέρνητος πια στέκεται γιατ’ ήβρε 75 την ακριμάτιστη ζωή στον ουρανό της Τέχνης. Κι όλο γεννιέται κι η Αθηνά, και η γέννα της δεν είναι σα βρέφους· ώριμη, τρανή, μες στην αρματωσιά της, τους Ολυμπίους τριγύρω της με βιας μετρά η ματιά της από τ’ ανάερο τίνασμα θαμπούς και ξαφνισμένους, 80 καθώς τινάζεται άξαφνα, καθώς πετιέται ατόφια. Και πάντα λάμιες μονοβύζες οι Αμαζόνες τρέχουν αδάμαστες με τ’ άλογα τ’ αδάμαστα και πάντα τους κόβουνε το δρόμο τους κοντά στο Ιλίσιο ρέμα γερότεροι απ’ τον ποταμό λεβέντες Αθηνιώτες. 85 Κι ο πολυτάραχος θεός της θάλασσας παλεύει με της Σοφίας τη δέσποινα για ’να βασίλειο πάντα κι η Αθήνα το βασίλειο, κι εσύ, Αθηνά, η νικήτρα, γιατ’ είν’ ο νους πιο δυνατός κι απ’ του πελάου το κύμα. Και πάντα σ’ ένα μπλέξιμο γιγάντικο τεράτων, 90 που είν’ άτια ομάδι και άνθρωποι, με ηρώους που δεν έχουν από τη φύση δύναμη παρά την αντρειωμένη σάρκα και μέσα μια καρδιά, χτυπάνε τους Λαπίθες οι Κένταυροι, και γονατάει τον Κένταυρο ο Λαπίθης. Και πάντα, απ’ της ιέρισσας τα χέρια βλογημένα, 95 στα χέρια οι λυγερές βαστάν τα φτυάρια, και στους σάκους, από σπαρτά κι από καρπούς της Δήμητρας γιομάτους, ακουμπιστήρια γίνονται τα καλοχτενισμένα κεφάλια. Και παραδοτός από τον ιερέα στα χέρια του παλικαριού περνά και κυματίζει 100 πλούσιος ο μυριοκέντιστος παναθηναίικος πέπλος. Και πάντα ώς πέρα η θάλασσα κυματιστή σαλεύει της διπλοπρόσωπης πομπής προς τη θεά αποδώθε πὄχει η Λεψίνα, προς τη θεά πὄχει αποκείθ’ η Αθήνα. Κι όλο η πομπή ετοιμάζεται κι ακόμα δεν αρχίζει, 105 και είν’ η γλυκιά κι η ανήσυχη στιγμή της έγνοιας, η ώρα η ζωντανή που ολογυρνάς και καρτεράς και ψάχνεις και ψάχνεσαι και χαίρεσαι και δε σου δίνεται άλλη φορά σαν τούτη να χαρείς, γιατ’ είσαι ευτυχισμένος, (όχι την ώρα που αποχτάς) την ώρα που προσμένεις. 110 Και πάντα από τη μια μεριά κι απ’ τη μεριά την άλλην οι συντροφιές εδώ πιο αριές, κι εκεί πιο πυκνωμένες, μαζώνονται και πλέκονται και ρυθμικά προβαίνουν· απ’ τα ηλιογέρματα τραβάν προς τους βοριάδες οι άλλοι κι άλλοι προς τις ανατολές απ’ του βοριά τα μάκρη. 115 Κι είναι αρχοντιά, κι είναι λαός, κι είναι παρθένες, βόιδια για τη θυσία στεφανωτά, και αργοσυρμένα αμάξια, καλαθοφόρες λυγερές, λαμπαδοδρόμα αγόρια, και καβαλάρηδες γοργοί στερνοί ακλουθώντας με όλα της νιότης τα χαρίσματα, που είν’ αψεγάδιαστα όλα, 120 στη σάρκα, στην κορμοστασιά, στη φορεσιά, στη γύμνια, το πανηγύρι του θνητού χαρά θεού το κάνουν. Γι’ αυτό και πάντα αθώρητοι το πανηγύρι βλέπουν ανάμεσ’ απ’ το λατρευτό λαό κι αναγαλλιάζουν οι αθάνατοι, από τους θνητούς που μόλις ξεχωρίζουν, 125 και μέσα στους αθάνατους ξεχωρισμένοι ακόμα, ο Ασκληπιός κι η Δήμητρα κι οι Διόσκουροι κι ο μέγας ροπαλοφόρος Ηρακλής, κι η πιο μεγάλη, η Κόρη, θέισσα στο θρόνο τον πλατύ, με τη μακριά τη βέργα.

Σήμερα πρωτοθώρητο κάτι σα θάμα, κοίτα, 130 ξεσπά, και τ’ ανατρίχιασμα ξυπνά κι απ’ άκρη σ’ άκρη κάτου απ’ τα θεία παντοτινά στασίματα, και θάμπος ξυπνά, και κάποιο δεύτερο μαρμάρωμα, απ’ το πρώτο πιο δυνατό καρφώνει τα και τα καταχωνιάζει τα μεγαλόχαρα είδωλα, κι ύστερα τα σπαράζει 135 μ’ αστραφτερά σπαράσματα γοργότερ’ απ’ της σκέψης το δρόμο, όταν τινάζεται σε χρόνους και σε τόπους. Και ξάφνισμα μες στους χορούς και τάραμα στους κύκλους των υπεράνθρωπων θνητών και των θεών πλασμένων με τον αφρό και του κορμιού και της ψυχής του ανθρώπου. 140 Και οι συντυχιές και οι μοναξιές, και οι μάχες και οι θυσίες και σιωπηλά μιλήματα και αμίλητα τραγούδια, κι όσα φαντάζονται και λεν και μάχονται και φέρνουν πεζοί και καβαλάρηδες, κι όσοι σκυφτοί και ολόρθοι και καθιστοί φιλόσοφοι χρυσόστομοι, όλοι σκέψη, 145 και ημίθεοι στην απανεμιά και ηρώοι του πολέμου, νέοι και γυναίκες και παιδιά και γέροι και παιδούλες κι αρχόντοι και φτωχολογιά, τούτοι ντυμένοι πλούσια, κι άλλοι πιο πλούσια μοναχά με τα γυμνά κορμιά τους· κι όλα όσα σκαλιστήκανε τριγύρω και βλαστήσαν 150 κάτου κι απάνου και παντού στα ύψη και στα βάθια του βραχορίζωτου ναού, που αστρόκοσμο τον κάνουν κι όλα τα πάντα σήμερα της μαγεμένης χώρας ν’ αλλάξουν παίρνουν, και θαρρείς πως αρχινάν τα πάντα στην άλλη νά μπουν τη ζωή που μέσα της μας έχει, 155 κι από λαχτάρα ζωή κυλά κι από φροντίδα ζήση. Σαν από των παραμυθιών τους κόσμους αντρειωμένος ξεμαγευτής να πρόβαλε, και γγίζοντας ετούτο τον κόσμο, αγάλια τον ξυπνά κι αργά τον ανασταίνει, κι ακόμα δε μπορείς να πεις, πως ξύπνησε, μα μήτε 160 «Κοιμάται πια» μπορείς να πεις για το μαρμαρωμένο. Οϊμέ! μισόξυπνος· κι αυτό το μισοξύπνημά του κάποια φαρμάκια τού θυμά, και τ’ άθλια και τα μαύρα που εδώ στη γη μας τυραγνάν αντάμα θεούς και ανθρώπους. Γιατί κι αν είναι απ’ τους θνητούς οι αθάνατοι πιο απάνου, 165 (το είπε κι η Μούσα η τραγική, βασίλισσα στις Μούσες, κι έσταξες, λόγε ολόπικρε, στης γλύκας την πατρίδα), είναι κι απ’ όλους τους θεούς —το ξέρουμε— πιο απάνου, μια δύναμη είναι, και θεών κατρακυλήτρα· η Μοίρα. Όμως το τέτοιο τάραμα, το τέτοιο θάμπωμα όμως, 170 το τέτοιο μισοξύπνημα για να το νιώσεις, πρέπει να μη βαραίνει το είναι σου μια σάρκα σαν τ’ ανθρώπου. Μόνο κι αν κάπου εδώ γλιστράν ψυχές από το σώμα πια γλιτωμένες, πνέματα κι αν κάπου εδώ διαβαίνουν, αγγέλοι κάπου εδώ αν πετάν,— μονάχα εσείς, ω αγγέλοι, 175 ω πνέματα, ω ψυχές, κι εσείς, τελώνια του πελάγου, και της στεριάς αγερικά και ξωτικά του κόσμου κι όλα τ’ αλαφροΐσκιωτα, τ’ άγια των θρήσκων όλων, της νέας λατρείας τ’ ασκητικά και τ’ άυλα, εσείς οι αρχαίοι θεοί οι διωγμένοι,— (βρικολάκοι γίναν και δαιμόνοι 180 οι αρχαίοι θεοί, κι απ’ τους βωμούς κι απ’ τα ιερά τριγύρω λυπητερά νυχτοπετάν και νυχτοπαραδέρνουν πάντα στη γη του φυτρωμού και του μεγαλωμού τους και παίρνουν άλλα πρόσωπα κι ονόματ’ άλλα παίρνουν κι άφαντοι κάτου απ’ όλα αυτά και ασάλευτοι, γυρεύουν 185 από τους ίδιους τους πιστούς ίδια λατρεία, που να ’χει μονάχα αλλιώτικο όνομα, και λεν οι αποδιωγμένοι: —Όσο κι αν είστε χριστιανοί, πάντα είστε ειδωλολάτρες!—) μονάχα εσείς, πνοές κι αυτού και τ’ αλλουνού του κόσμου, μπορείτε να το νιώσετε κι αγνάντια να το διείτε 190 το θάμπος και το τάραμα του στοιχειωμένου κόσμου. Έτσι η ματιά καμιά φορά κι έτσι τ’ αφτί κάποια ώρα τ’ αρπάζουν, όσο σιγαλό και λιγοστό κι αν είναι, το σάλεμα στη θάλασσα, το φύσημα στο λόγγο, κι ας δείχνει πως την κάρφωσε την πλάση κάποιο χέρι.

195 Σ’ όλα τα πλέρια σήμερα και τα καλοκομμένα, είτε της τέχνης θάματα και είτε θωριές της πλάσης, που αμέσως ξεδιαλύνεις τα κι εύκολα τα γνωρίζεις, κι αν χέρι απλώσεις προς αυτά, πιστεύεις πως θα τά βρεις όλα στο χέρι σου μπροστά για ψάξιμο ή για χάιδιο,— 200 κάτου μακριά, χαράζοντας θαμπά στα μάτια ακόμα, βγαλμένο από τα διάσελα του Κιθαιρώνα, πέρα προς τη Λεψίνα, στα πλατιά του δρόμου που οδηγούσε τη λιτανεία τη μυστική προς της Σοφίας την πόλη, κάτι σαν κουρνιαχτός, γιά κοίτα! κάτι σα θολούρα, 205 όλο τραβά κι ασκώνεται κι όλο και μεγαλώνει και μέσα στ’ άσπρο του φωτός κι όλο πιο μαύρο δείχνει και πότε είν’ από σύγνεφα κοπάδι, πότε δάσος, και πότε αστράφτει, και η βροντή προσμένεις να βροντήσει και πότε είναι το γυάλισμα μιας λίμνης, και σιμώνει, 210 κι είναι περπάτημα στρατού κι αρμάτων είναι λάμψη.

Και ο Βράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριασμένος Βράχος ρωτά και συλλογίζεται, κι όλα τα χίλια μύρια στόματ’ ανοίγει και μιλά, κι είναι το μίλημά του σαν πρωτοβούισμα της ζωής στο χάραμα της μέρας:

215 —Της Ρώμης αυτοκράτορας, απόστολος του Λόγου, προφήτης του Ήλιου ολόστερνος, και ο πρώτος μες στους πρώτους, μήνα στρατάρχης νικητής ο Παραβάτης φτάνει τους γκρεμισμένους μου βωμούς να τους ξαναστυλώσει, και μη μου φέρνει ο λυτρωτής για να τα ξαναστήσει 220 κι αυτά, κι αυτών ξεσκλαβωτής σ’ ανατολή και δύση, από κουρσάρων κάτεργα κι από ληστάδων χέρια, και τα ξενιτεμένα μου τα μάρμαρα και σπλάχνα; Βάρβαρος μες στους βάρβαρους, μ’ όλα τα καταφρόνια στης πέτρας τα ολοζώντανα, στου νου τ’ αθάνατα όλα, 225 ξανάρχεται ο Αλάριχος; Μην απ’ τα παραπόλια της Αττικής, που η γέρικη τα ισκιώνει ελιά και πάντα, —πάντα ίσκιωμά σας είν’ η ελιά και μ’ όλα τα λιοπύρια,— σώστης χαράζει και ορθωτής γονατισμένου κόσμου και πάλε ο Δέξιππος, της γης αυτής το στερνοπαίδι, 230 το Γόθο και τον Έρουλο να μπλέξει στα καρτέρια, πάντα Αθηναίος, και του σπαθιού πιστός και της ιδέας, που φάνηκε όπως φαίνεται σε μια καμένη χώρα από βουλκάνικη φωτιά μια φλέβα κρύο νεράκι;—

Κι ο Βράχος ο ξαγναντευτής κι ο στοιχειωμένος Βράχος 235 βογκά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια στόματ’ ανοίγει και μιλά, κι είναι το μίλημά του σα μάνας αναφιλητό στην κάσα τ’ ακριβού της:

—Οϊμέ! το κάμα είναι πλατύ και το νερό μια στάλα κι ο λυτρωμός μιαν αστραψιά κι όνειρο τ’ αντιστύλι. 240 Εσ’ είσαι η γη που οι μέλισσες βυζάξανε το μέλι μέσ’ απ’ του θείου σου του Σοφού τα ολανθισμένα χείλια; Σ’ εσένα δυο του δρόμου σου και του μεγαλωμού σου λύχνοι, από χέρια ακάμωτοι, μαλαματένιοι φέγγαν, ω γη, κι ο θείος σου ο Σοφός τον άναψε για σένα 245 τον ένα, τον ανέβασε κορφή σε μέγα κιόνι να είναι το φέγγος του άσβηστο κι εσύ ουρανός του να είσαι. Τον άλλο η πάνοπλη θεά η φυλάχτρα σου η παρθένα μες στον πανώριο της ναό τον κρέμασε για σένα κι αυτόν, όμοια αβασίλευτο· κι όμοια σού φωτολάμπαν. 250 Κι ο πρώτος λύχνος έφεγγε στο σκύψιμο του νου σου προς της μελέτης τα βαθιά, προς τα τρανά της γνώσης που στέκεται η στοχαστική Σοφία κοσμονοήτρα. Κι ο λύχνος ο άλλος έφεγγε στο ανέβα της καρδιάς σου προς τη Σοφία Ενέργεια, της αντρειοσύνης που είναι 255 μάνα κι είναι του πόλεμου θάλασσα και δε στέκει. Δυο λύχνοι, και δεν ξάνοιγες και ποιού το φως πιο μέγα, δυο αστέρια, κι από φως διπλό κρεμότανε η ζωή σου. Κι ο πρώτος λύχνος έσβησε κι ο λύχνος πάει κι ο άλλος, και σαν κουφάρι ακέφαλο στέκει το μέγα κιόνι, 260 και πιάνει θολοκρέμαστος τώρα ένας τρίτος λύχνος άλλης λατρείας, της άνομης ξένης Οβριάς, τον τόπο του πρωτινού. Ο θείος Σοφός πεθαίνει, άκληρος πάει κι απ’ τον πανώριο της ναό η φυλάχτρα σου η παρθένα κι αγύριστη κι ανεύρετη πάει κι η θεά σου, πάει. 265 Κι όλα αρνηθήκανε κι εσέ κι όλων εσ’ είσαι αρνήτρα, κι όλοι διωχτήκαν από σε, κι οϊμέ! στερνοί και κείνοι οι τελευταίοι φιλόσοφοι κι οι εφτά, δικά σου σπλάχνα, αστενικά αποκόμματα, μια μέρα, νά! φευγάτοι με του καιρού την αλλαγή στο βασιλιά τον Πέρση, 270 (Γη, που τον Ξέρξη χάλασες, κι έπλασες τον Αισχύλο!) οι τελευταίοι φιλόσοφοι κι οι εφτά, δικά σου σπλάχνα, μες στους Περσιάνους, τα παιδιά του περσοφάγου κόσμου, ζητιάνοι μιας φτωχογωνιάς ναό για να την κάμουν, γιατί και μήτε μια γωνιά δε βρίσκαν πια εδώ πέρα 275 να τηνε κάμουν εκκλησιά και μέσα της να στήσουν το γκρεμισμένο το είδωλο, που πήρανε μαζί τους και που Σοφία το κράζανε, πιστεύοντας πως είναι μια Ελλάδα αγέραστη το ξόανο τ’ άθλιο το σωμένο.—

Κι ο Βράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριασμένος Βράχος 280 ρωτά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια στόματ’ ανοίγει και μιλά κι είναι το μίλημά του, σαν το τριγωνοχάλαζο που δέρνει το χωράφι:

—Μήπως γυρίζουνε ξανά, καθώς γυρίσαν τότε, κι από τον ίσκιο αποδιωγμένοι του Περσιάνου ρήγα, 285 ξένοι και μες στην ξενιτιά, και στην πατρίδα ξένοι, οι τελευταίοι φιλόσοφοι, τρεμόσβησμα μιας πούλιας, να κλείσουνε τα μάτια τους κάτου από με, την πόρτα που τους βαστώ του κάστρου μου κλειδομανταλωμένη, γιατί ορφανός της Αθηνάς, της άλλης είμαι δούλος; 290 Ή μη η Κυρά που χάθηκε και που κανείς δεν ξέρει αν έσβησε, αν ξανάζησε, ή αν ήβρε μια για πάντα μνήμα ή καινούριους ουρανούς, μην η Κυρά η μεγάλη γυρίζει προς το θρόνο της τον πρωτινό στο Κάστρο και το κοντάρι της βαστά, βαστά και τη δουλεύτρα 295 που πάντα είν’ αποπίσω της και που τη λένε Νίκη, στο φτερωμένο το άρμα της που πνέει, ψυχή και κείνο, και την αρματωσιά φορεί τη χρυσελεφαντένια, κι η σάρκα είν’ από χάλκωμα κι είναι από νου το ψήλος, κι ήρθε να σύρει το σεμνό χορό που θα μας κάμει 300 εμένανε Όλυμπο ξανά, κι εσέ, έρμη χώρα, κόσμο;—

Κι ο Βράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριαστής ο Βράχος ρωτά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια στόματ’ ανοίγει και μιλά κι είναι το μίλημά του, σα να περνάν από ψηλά κράζοντας αγριοπούλια:

305 —Ή μην από το Δούναβη κι από το μακρυσμένο το Βόλγα κι απ’ τα δασερά βράχια του Βορυστένη κι απ’ τα βαθιά της Βαλτικής κι απ’ τ’ άχανα της στέπας πυκνότεροι ξεκίνησαν και ξανακατεβαίνουν πάρδοι και ακρίδες οι λαοί, Σλάβοι, Ούννοι, Ταυροσκύθες, 310 καμιάς πατρίδας και φυλής να μην αφήκει σπόρο σε δύση και σ’ ανατολή το ξαναγύρισμά τους; Ή μήπως ξαναουρλιάζοντας οι ρασοφόροι λύκοι από μια πείνα ασκητική και μυστική μια λύσσα φέρνονται καταπάνω μου, στον κόσμο εδώ που ακόμα 315 ζει με τη ζήση του θεϊκού, πανόμορφα πλασμένος, σημάδι του κατατρεμού, μα πάντα ορθός και νέος, ήσυχος κι ακατάδεχτος, τον κόσμο αυτό για πάντα με μια χτυπιά, σ’ ένα γκρεμό να τον κατρακυλήσει;—

Κι ο Βράχος ο ξαγναντευτής και το στοιχειό και ο Βράχος 320 ξανά αγναντεύει και ξανά ανταριάζεται και μ’ όλα τα χίλια μύρια στόματα ξεσπά, κι η γλώσσα του είναι σα χτύπημα από νάκαρο, σαν από κέρατο ήχος:

—Βλέπω· είναι πάτημα στρατού· βλέπω είναι λάμψη αρμάτων. Σταυροί κι αϊτοί και λάβαρα και λόγχες και σκουτάρια, 325 κι από το σύγνεφο θεός ομηρικός δε βγαίνει. Το σύγνεφο είναι κουρνιαχτός, πόδια πεζών και αλόγων το υφαίνουν, όλο υψώνεται κι αριεύει και πυκνώνει κι άντρες τυλίγει και στου ηλιού το τρύπημα φεγγρίζει. Χίλιωνε δρόμων ο ίδρωτας σταλάζει απ’ τα κορμιά τους, 330 μες στις ματιές τους οι φωτιές χίλιων πολέμων καίνε, δυσκολομέτρητος λαός και απόκοτος, και δείχνει πως δεν ορμά προς τα γραφτά ξολοθρεμών κι αιμάτων, μα φτάνει εδώ χαρούμενα και πομπικά προς κάποιο θρησκευτικό προσκύνημα και μέγα πανηγύρι, 335 και τρέμει και βουλιάζει η γη, καθώς πατά. Και βλέπω… Οδηγητής του αλύγιστος γίγαντας καβαλάρης, και ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους, και κοστίζει, ένας, για όλους. Πέστε μου, γύρω ουρανοί και κόσμοι, ποιός είν’ ο μέγας και από πού; Βασιλικιά η στολή του. 340 Κι άλλοι στο πλάι του σαν αυτός βασιλικά ντυμένοι, μα τη μεγαλοσύνη του δεν τη φορεί κανένας· γύρω πολλοί βασιλικοί, μα ο βασιλιάς είν’ ένας. Αρχοντικιά είν’ η όψη του και της ψυχής του εικόνα, λάμπ’ η χαρά στα μάτια του, κι είναι το κοίταμά τους 345 ίσο, καθάριο, και χτυπά, και μέσα τους δε στέκει το κρύψιμο του πονηρού, το θόλωμα του χαύνου, και σει το γέλιο του πλατύ κι όλο τ’ αδρό του σώμα, και μέσ’ από του ξάστερου μετώπου την καμάρα κυβερνητής ο Στοχασμός, κριτής η Περηφάνια· 350 κι είναι φεγγαροπρόσωπος, κι ο καλοστυλωμένος λαιμός του ομορφοκάθεται στους ώμους· και είναι πύργος χορταριασμένος, και δασά στο πρόσωπό του η τρίχα, κύκλος τα γένια του πυκνός ασημοχρυσωμένος, και κάθε που θυμού σεισμός τη σκέψη του ταράζει 355 το χέρι υψώνεται σ’ αυτά με βια και τα φουχτώνει, σα να ζητά παλεύοντας να κρατηθεί από κάπου. Το στήθος του τετράγωνο κοντρί, και το κορμί του, το βλέπω εγώ, δεν έγινε για πεζοδρόμου στράτες. Τέτοιο κορμί, για το ρυθμό και την ορμή του αλόγου. 360 Στ’ άλογο απάνου, ασύγκριτος, και, καβαλάρης, ένας. Στη σέλα απάνου ριζωτός και σαν εμένα ωραίος, αρχαίος, και σαν πελεκητός από ’να πλάστη που όλο το ψήλος χύνει αμέτρητο στο μετρημένο του έργο. Στα κατηφόρια ολόισος και στ’ ανηφόρια ολόρθος, 365 ο ίδιος πάντα γιά υψωθεί γιά κατεβεί με τ’ άτι, κι αργοπατώντας, τρέχοντας, ορμώντας, ίδιος πάντα, κι όλο σα ν’ αγωνίζεται με κείνο να πετάξει. Αυτός δεν είν’ ο Αλάριχος, ο Δέξιππος δεν είναι, τ’ ονειρευτό πεφτάστερο του Παραβάτη μήτε· 370 μήτε ποτάμι σκυθικό. Γιομάτος γνώμη, και όλος ένας γρανίτης, και η φυλή του ευγενικιά, και δείχνει σα συγγενάδι μακρινό δικό μας, και δεν έχει τίποτε που να τονε πεις στερνού φιλόσοφου ίσκιο με τη βουλή την άβουλη, στα μνήματα γειρμένο. 375 Πέστε μου, γύρω μου ουρανοί και κόσμοι εσείς γραμμένοι, εσείς, ασφόδελοι χλωμοί και σάμπως καρφωμένοι, έξω από τούτη τη ζωή, σ’ ενός ονείρου σκέψη, κι εσείς, ελιές που παίζετε στα φύλλα σας απάνου τ’ ασήμια της ανατολής, της μέρας τα ζαφείρια· 380 κι εσείς, γυμνά πλατώματα και αγέρινοι όχτοι, πέτρες, και ιωνικά Μαγιάπριλα και δωρικές μετόπες, πέστε μου, γύρω μου ουρανοί και κόσμοι, εσείς, ποιός είναι; Κι αν, ουρανοί και κόσμοι εσείς, δε μου μιλάτε, αφήστε, αφήστε Ολύμπιο να τον πω, να κράξω: «Εσ’ είσαι, ο Άρης 385 Να κράξω: «Ο Άρης είσ’ εσύ, κι ας έρχεσαι από τόπους άγριους και ξένους, βάρβαρος κι ας δείχνεσαι· δεν είσαι. Χίλιωνε δρόμων ο ίδρωτας σταλάζει απ’ το κορμί σου, χίλιων πολέμων οι φωτιές μες στις ματιές σου καίνε, κι ας άλλαξες κι ας έρχεσαι μ’ άλλο όνομα, κι ας πήρες 390 γλώσσα άλλη, πολεμόχαρε. Σε μάντεψα· ήρθες, ο Άρης. Ο Άρης είσαι κι έρχεσαι και κλεις μες στην καρδιά σου με μια καινούρια δύναμη την ίδια την Ελλάδα κι ακόμα πιο βαθύτερα κρατάς μες στην καρδιά σου τη σαϊτιά του Έρωτα που καίει και που σε σπρώχνει 395 στην Αφροδίτη. Πόθησες την Αφροδίτη. Σου είπαν: —η Αφροδίτη κάθεται στο Βράχο τούτο.— Και ήρθες.—