Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος όγδοος

Μα η Αφροδίτη μάρμαρο, φάντασμα η Κόρη. Βράχε, φόβος κρυερός και μυστικός δένει το μίλημά σου κι όσους απάνου σου κρατάς θεούς και ηρώους, κι εκείνοι φαντάσματα και μάρμαρα. Και κάποιος λόγος το είπε 5 τριγυριστής, παραδοτός από καιρό του κόσμου, πως κάποιο ηλιοβασίλεμα φερτός από την Ξάνθο την ιερή του Απόλλωνα κι από την Αλεξάντρα, στης Κόρης έφτασε τη γη, κι αφού ήπιε από τη βρύση, που το Σωκράτη πότιζε και του Σωκράτη βρύση 10 κι ακόμα ώς τώρα κράζεται, ανέβηκε σ’ εσένα, της Πρόμαχος προσκυνητής και της Παρθένος μύστης, ο Λύκιος Πρόκλος, ο στερνός των εθνικών προφήτης, έτσι όμορφος, που θύμιζε το θεό της μέρας, όταν ήρθε και ζούσε κάτου εδώ, του βασιλιά βοσκάρης. 15 Μα ήβρε το κάστρο σου κλειστό κι απόξω βαρδιατόρους. Όλα στεγνά, τριγύρω ερμιά, μήτε ψυχή, μήτε ήχος. Και τα λελέκια μοναχά τα φωλιασμένα απάνου στους ρημασμένους τους ναούς, μέσ’ από τις φωλιές τους ξυπνώντας, μ’ ένα ξάφνιασμα, τονε ρωτάν: —Ποιός είσαι, 20 Ξένε, πούθ’ έρχεσαι, πού πας; —Παράξενα πουλιά είστε, από την Ξάνθο την ιερή κι από την Αλεξάντρα, Χαλδαίος, έρχομαι, Ορφικός, και πάω προς την Παλλάδα, προσκυνητής αθόλωτος, με της ψυχής τα μάτια, τριπλός εγώ, της Αθηνάς και της Αθήνας, και όλου 25 του κόσμου εγώ, φιλόσοφος, ποιητής, ιεροφάντης.—

—Ξένε, η Παλλάδα σου διωγμένη από μια δέσποιν’ άλλη, μοναχική, ξαρμάτωτη, και απάνου εδώ αρασμένη μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη, και σαν πνιμένη μέσα σ’ ένα φακιόλι κόκκινο, σ’ ένα μαντί γεράνιο, 30 χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο, μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της, μια σιταράτη, μια γλυκιά, μια ταπεινή, σα χήρα, σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαημένη· μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο 35 σε ψήλωμα, που ξετυλιέται αγάλια αγάλια, θάμα. Μόνο άπλωνε το χέρι της κι όλοι μπροστά της πέφταν, και κάτου από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν. Μόνο η ματιά της κοίταζε· κάτου από τη ματιά της μάρμαρα, άνθρωποι και θεοί, ραγίζανε και λιώναν.—

40 Σιωπηλά ο προφήτης φεύγει, πάει συλλογισμένα. Χτισμένο το σπιτάκι του στου Βράχου τα ποδάρια. Από το παραθύρι του ξανοίγετ’ η αθηναία πλάση, αποδώ οι λευκοί ναοί κι αποκεί πέρα ο κάμπος ο λιόφυτος, μαυριδερός, το πέλαο παραπέρα· 45 κι απάνου από το μαύρισμα του κάμπου το φεγγάρι κι απάνου απ’ τα σαρωνικά νερά κι από τα σπίτια κι απάνου από τα μάρμαρα λάμπει· και η λαμπεράδα του ολόχυτη λυπητερή και σαν ονειρεμένη, στερνή φορά σα να ’λαμπε στης αρχοντιάς τη χώρα. 50 Πρόκλε, στο σπίτι. Ολονυχτιά. Τον έσφιγγε η ξαγρύπνια, τον έδερνε η καταδρομή, τον κράταγε η μελέτη. Μεσάνυχτα. Ξάφνου χτυπάν. Αφτιάζεται. —Ποιός είναι;— Γρικά. Φωνής τρεμούλιασμα. —Συγύρισε το σπίτι. Δέξου την. Έρχεται η Κυρά. Θέλει σ’ εσέ να μείνει!—

55 —Δεν έχω πώς να πορευτώ και πού να ξενυχτίσω. Βάλε μ’ εδώ, να γείρω εδώ, ταχιά, σαν ξημερώσει, να φύγω με τους γέρανους και με τα χελιδόνια. Διωγμένη από την πλάση μου. Παράνομη και ξένη στο θρόνο μου και στ’ αγαθά. Κι ανόητα καθώς ήρθε, 60 κι έτσι κλιτά κι έτσι σβηστά, τί κακομάγισσα, άκου! Πώς άλλαξε! Πώς τράνεψε! Πώς πήρε τη θωριά μου, τ’ όνομα, τον αέρα μου κι όλη τη λεβεντιά μου! Μ’ άρματα δε με νίκησε. Μα η όψη της τσακίζει, κι ο δαίμονας ο κρεμαστός παιδί στην αγκαλιά της. 65 Ανάθεμα τα μάτια της! Ποιός θα τα ζωγραφίσει; Των Όλυμπων το τράντασμα, η νικήτρα των Τιτάνων, των Αχιλλέηδων η ψυχή, του Λόγου η βρυσομάνα, κοίτα με, χαλκοπράσινη. Στα έρημα τα ξένα. Μες στους Κιμμέριους πάω να βρω, στους Λαιστρυγόνες μέσα 70 καταφυγή, συντρόφισσα θα ζήσω με το Σκύθη, και με τους Σκυλοκέφαλους θα πλέξω αγάπες, θα είναι πιο λίγο δίγνωμοι, και πιο πιστοί από τους ανθρώπους. Και κουκουβάγια θα βρεθώ ξανά κι όλο θα σκούζω στης νύχτας το τρεμούλιασμα απάνου από ρημάδια.—

75 Και γαληνός, και σάμπως πιο κι από τη θέαινα θείος, Άνθρωπε, λόγια μέσα σου βρήκες βαθιά· της είπες:

—Κυρά, το σπίτι μου έτοιμο πάντα για σε· κι ακόμα, κι αχάλαστο κι ασύγκριτο, σπίτι άλλο· νά η ψυχή μου. Σήμερα ο τάφος σου, αύριο το κάστρο σου· η ψυχή μου. 80 Και θα σε κλείσω, μέσα μου θα ζεις, αθάνατη είσαι, μα και η ψυχή μου, αθάνατη, πνοούλα της πνοής σου. Και θα ξανάρθει κι η ώρα σου και από μέσα μου θά βγεις πώς βγαίνει από τη διάπλατη ξάφνου ανοιγμένη πόρτα του παλατιού της ρήγισσα με τους μεγαλοσιάνους 85 όλους δειγμένη πομπικά, θάμπωμα μπρος στα μάτια. Κι ο κόσμος, από σε αρφανός, θα σε ξαναποχτήσει με νιάτα πιο δυναμερά και πιο ξανανιωμένα. Σε παίρνει το σεργούνιασμα, θάνατος δε σε παίρνει· του περασμένου η Δέσποινα και του μελλούμενου είσαι.—

90 Έτσι μες στο σπιτάκι του, —ναός, που τότε υψώθη ναός απάνου από ναούς, όλην την ώρα ομπρός της, ξενυχτιστής, προσκυνητής, γονατιστός· εκείνος και πλάι του σα γυναίκα, μια, και σαν αμαδρυάδα, η Ασκληπιγένεια πλάι του, κι αυτή στερνή τής σκέψης 95 προφήτισσα, το ιδεάτο καμάρι του, η γυναίκα, τριαντάφυλλο της παρθενιάς και κρίνο της σοφίας.

Και με το θαμποχάραμα αχνός η θεά και πάει. Και πια δεν ξαναγύρισε. Κανείς δεν την ξανάειδε.

Μα εσύ, του τώρα δέσποινα, μπορεί του πάντα αφέντρα, 100 Κυρά Χρυσοδαφνιώτισσα, μεγάλη σου είν’ η χάρη!

Κρατάνε της Ανατολής αρίφνητες οι κέλες, της σάρκας καταφρονετές, απαρνητές του κόσμου, τους ταπεινούς καλόγερους, τους όσιους ερημίτες, στην Παλαιστίνη, στη Συριά, στον Καππαδόκη, απάνου 105 στο Αγιονορίτικο βουνό, τ’ άπαρτο κάστρο, ώς πέρα στη Θηβαΐδα, του ασκητή πρωτόγονη πατρίδα. Και μέσα σ’ όλα, και χτιστό σ’ ενός γκρεμού τα πλάγια, σάμπως κι αυτό να φύτρωσε πελώριο με τα κέδρα, στης θάλασσας το ξάγναντο, στου ρουμανιού τον ίσκιο, 110 το μοναστήρι τ’ ακουστό της Κεχαριτωμένης τον αναχωρητή κρατά, τ’ αλλότριο πλάσμα, που είναι παίνεμα των ησυχαστών, τιμή των ασκητάδων, και τη ζωή κάρφωσ’ εκεί και τηνε ζει, και είν’ όλη τραγούδι από μια δέηση, κι από αλαλιάν αρρώστια, 115 κι από μια τέχνη ανάβρυσμα, κι η ζωγραφιά είν’ η τέχνη. Το μοναστήρι στο γκρεμό. Στα πόδια του μια πλάση, κι όλα τα δέντρα τη γεννάν κι όλοι οι καρποί τη θρέφουν και την ποτίζουν ποταμιές κι αηδόνια την κοιμίζουν· γέρνει σαν υποταχτικιά και σα να θέλει με όλη 120 τη γελαστή χλωράδα της, που δεν της απολείπει, χειμώνες και καλοκαιριές, τα πόδια να φιλήσει του αγέλαστου μοναστηριού. Τετράγωνο, ένας όγκος, τοίχος το κλει κυκλώπικος, μεγάλ’ η αυλή στη μέση, και τα κελιά ολοτρόγυρα τετράπατα, και οι πύργοι 125 που παν απάνου απ’ τα κελιά, και στης αυλής τη μέση η τρουλωτή εκκλησιά, κι αυτή υψωμένη χρόνια τώρα από το χτίστη χαριστή, που ήτανε ρήγας, και ήρθε τα μάτια δακρυονύσταχτα να κλείσει, χορτασμένα φως, δόξα, δύναμη, ζωή, πολέμους, αμαρτίες. 130 Στα κιόνια τα καμαρωτά, στα θολοστέφανα ύψη, στα βαθουλά και στα πλατιά των τοίχων, παντού, μέσα στο Ιερό, στην Τράπεζα την Άγια, στο κιβούρι, κι όπου το στόμα του πιστού, καθώς φιλεί, σπαράζει, σάμπως να το ’γγιξε άξαφνα του βιβλικού προφήτη 135 πυρό το κάρβουνο που καίει, που καίει και καθαρίζει, κι όπου το στόμα του πιστού φιλεί κι όπου δε φτάνει μάτι, γιομάτη κι η εκκλησιά και πλουμιστή με χίλιες εικόνες που μονότροπα κι αλύγιστα ιστορίζουν, από τον Παντοκράτορα ώς τους αγίους μαρτύρους, 140 του Ισραήλ τα οράματα και του Χριστού το δράμα, και πιο πυκνά, πιο γκαρδιακά, της Παναγιάς το θάμα. Σε δίφυλλα και τρίφυλλα κονίσματα, στο τέμπλο, στη διαφανάδα του γυαλιού, στο δούλεμα του ξύλου, στου μεταξιού το χάιδεμα, στο λάμψιμο το σμάλτου, 145 με το κερί, με το ψηφί, με τη φωτιά, και μ’ όλη του κοντυλιού τη μαστοριά, του σμιλαριού την τέχνη, και μ’ όσα χρώματα καλεί του τόπου η αγιοσύνη, από του ρόιδου το άλικο κι ώς του καπνού το γρίβο, στα μικροκάμωτα κουτιά τα ελεφαντένια, τάφοι 150 που τ’ άγια λείψανα κρατάν, γνοιασμένα σκαλισμένοι, στα πλούσια τετραβάγγελα τα φλωροκαπνισμένα, στ’ ασήμι και στο μάλαμα, στα δέρματα, στα φύλλα, ζει της Μαρίας η ζωή, και η δόξα της Παρθένος. Ζει από την ώρα —ανίδεη, μα διαλεχτή από τότε— 155 που γύριζε από την πηγή με το σταμνί, δροσάτη, στη χώρα που όλα είν’ ήμερα και λαγγεμένα είν’ όλα, και ξαγναντεύεις το Θαβώρ σα στήθος μιας γυναίκας, ώς τη στιγμή που ασύγκριτη σηκώθηκε πιο απάνου από τον έβδομο ουρανό, και στην υπερουσία 160 Τριάδα αγνάντια στάθηκε, σα να την αψηφούσε, θυμιατισμένη, λατρευτή, χιλιοϋμνολογημένη, βασίλισσα στα Χερουβείμ, φωτοπηγή του κόσμου.

Και οι τοίχοι νά τί δείχνουνε, και νά τί λεν οι εικόνες:

[«]Νά! κάθεται στον αργαλειό και την πορφύρα υφαίνει, 165 και είν’ η πορφύρα του ναού, και του ναού η παρθένα και νά και οι συνομήλικες έξι κορούλες πλάι, και σα ζηλόφτονες τηράν, και ξαφνιασμένες δείχνουν.— Κομμένο από τα μυστικά Μαγιάπριλα της φέρνει τον κρίνο ο άγγελος Γαβριήλ, το Χαίρε ο πρωτοστάτης.— 170 Κοίτα! ετοιμάζεται να πιει, και υψώνει το ποτήρι, και το νεράκι η δοκιμή της παρθενιάς της είναι, φλόγα και οχιά, αν αμάρτησε, το νερό θα της γίνει. Να βουβαθούν των άπιστων τα στόματα που κράζουν πως τηνε μόλεψε φιλί, πως τηνε γνώρισε άντρας! 175 Μα πόνεσε η ψυχούλα της και η όψη της θλιμμένη, και νά! στη βρύση του ματιού το δάκρυο της διαμάντι. Στρογγυλογένης ιερέας αλύπητος προσμένει. Χαίροντ’ οι οχτροί, θλίβοντ’ οι φίλοι. Του Κυρίου, στο βάθος, μισοξανοίγεται ο ναός. Στη μέση ένα πηγάδι, 180 κατάβαθα το φοβερό νερό που δοκιμάζει· ολόψηλα ένας άγγελος με σκήπτρο ενός δεσπότη ξαπλώνει τα γιγάντικα φτερά να τη σκεπάσει.— Κοίτα! Κοντά σε μια σπηλιά. Το συριανό μαφόρι τυλίγει τ’ άπλερο κορμί, και υψώνεται το χέρι 185 στο πικραμένο πρόσωπο που είν’ έτοιμο να κλάψει, κι απάνου απ’ τ’ αειπάρθενο κεφάλι εξάχτιδο άστρο, και τρέμει σα να πολεμά κορόνα της να γίνει.— Κοίτα! Σε θρόνο κάθεται βασιλικό η Παρθένο, κι από τη μια του θρόνου της μεριά κι από την άλλη 190 την παραστέκουνε πιστοί και σκλάβοι τη δουλεύουν αγγέλοι, δυο· αποπάνου της το Πνέμα του Κυρίου, μια λάμψη καβαλάρισσα στα γνέφια, κατεβαίνει.— Κοίτα! ουρανός απέραντος. Και τ’ ουρανού σημάδια, νά το φεγγάρι τ’ αργυρό, και νά ο χρυσός ο γήλιος, 195 και με τον ήλιο πρόσωπο, με το φεγγάρι στήθος, απάνου από τον ουρανό, με το θεό στο γόνα, πάλε και πάντα, Παναγιά, στης δόξας σου το θρόνο![»]

Κι απάνωθέ της, γύρω της και πλάι της κι αποπίσω προφήτες, ευαγγελιστές, απόστολοι, μαρτύροι, 200 της αγιοσύνης αρχηγοί, του ασκητισμού κορόνες, δαρμένοι από την άσκηση, και από την έκσταση άυλοι, κορμιά γερμένα, λογισμοί ολόρθοι, και πιο απάνου, μακαριστοί και δίκαιοι, μέσ’ απ’ τα περιβόλια τα ουρανικά, ωριοπλούμιστα με πετεινά, με δέντρα, 205 και τα κυκλώνουνε τειχιά χρυσολιθοχτισμένα. Άλλοι κρατάν περγαμηνές, βιβλία διαβάζουν άλλοι, και γράφουν οι περγαμηνές και τα βιβλία κηρύχνουν: «Η σκέπη και τ’ ανθρώπου εσύ, τ’ αγγέλου εσύ και η δόξα, με τη χαρά σου χαίρεται, Χαριτωμένη, η χτίση!» 210 Της ζωγραφιάς τετράπλατης ακροπρεπίδια, ολούθε βλέπουν, πετάν, υμνολογάν και φέγγουν και βιγλίζουν οι Αρχές, οι Θρόνοι, οι Δύναμες, αγγέλοι και αρχαγγέλοι· ρομφαία τους είν’ η αστραπή και σάρκα τους η αχτίδα.

Στην εκκλησιά ο Καλόγερος, κι ανάμεσα στους άλλους 215 τους αδερφούς ξεχωριστός, καθώς το κυπαρίσσι μες στις κλωνόγειρτες ιτιές ξεχωριστό φαντάζει, σαν πιο ψηλό, σαν πιο λιγνό, πιο μελαψό, με κάποιο σάλεμα σάμπως μυστικό μ’ άμοιαστη χάρη· εκείνος. Στην εκκλησιά. Είν’ οι ώρες του σαν τάματα ασημένια 220 σε χρυσωμένο κόνισμα. Στην εκκλησιά. Και ο νους του σαν τον αχνό του λιβανιού στης Παναγιάς την όψη. Στην εκκλησιά. Και δουλευτής, και σαν το φως που καίει μες στην καντήλα ακοίμιστο. Δουλεύουν οι κελιώτες, άλλοι χωράφια σκάφτοντας, πλέκοντας ψάθες άλλοι, 225 χαλκιάδες άλλοι, τρίχινους σάκους υφαίνουν άλλοι. Κι αυτός δουλεύει στο χαρτί και ρίχνει στο δεφτέρι (ντύνοντας του γραμματικού το Λόγο, που διηγιέται της Παναγιάς τα θάματα, στο συναξάρι μέσα, με του χρωμάτου το βλατί, με τη στολή του ωραίου, 230 και κάνοντάς τονε γαμπρό) παιδούλες ιστορίες που το κορμί τους λυγιστό και η χάρη τους περίσσια. Απάνου σε χρυσό ουρανό λαμπροχρωματισμένες, τριανταφυλλιές και βυσσινιές και σταχτερές και ολάσπρες και μ’ όλα τα στολίσματα και μ’ όλα τα πλουμίδια 235 που του ζωγράφου δίνουνε πέλαα, στεριές, αιθέρες. Και στο γαζέλινο χαρτί καθάριο ανιστορίζει τη ζήση και την κοίμηση της υπεράγιας Κόρης, πράος, υπομονετικός, και γαληνός και υπάκουος, αμίλητος, λυπητερός, νεκρό σα να ’χει ομπρός του, 240 από τους τοίχους του ναού κι απ’ όλες τις μεριές του, με της ματιάς το μάντεμα, του κοντυλιού τη γνώση, τα ξόμπλια ξεσηκώνοντας, και μέσα στην ψυχή του, με της αγάπης την πνοή, μεταμορφίζοντάς τα, όσο που φανερώνονταν απάνου στ’ άγιου βίβλου 245 τα φύλλα σαν πρωτόφαντα, σαν πρωτογεννημένα. Στο μοναστήρι φύσημα τον έσυρε ποιάς μοίρας, έτσι λειψό κι έτσι κλιτό, σβησμένο και σωμένο, μα που έδειχνε στο φέρσιμο και στο περπάτημά του κάποτε κάτι τι ακριβό, σαν αρχοντιά, σα νιότη; 250 Ρίζας βλαστός ευγενικής. Φλωριά και φέουδα. Πλούσιος. Μα πάντα πλούσιος πιο πολύ με του Θεού το φόβο. Μα ο νους του σα σκοταδερό κελί, μέσα του κάτι θαμπό, κάτι αργοκούνητο, και ανήμπορος να μάθει· πάντα ήτανε σε μάλωμα με τη βουλή του η γνώση, 255 κι αινίγματ’ αξεδιάλυτα και χελιδόνια, που όλο χέρια άπλωνε για να τα πιάσει, κι όλο τού ξεφεύγαν, του χριστιανού το κήρυγμα, του παγανού η σοφία. Μα στην ψυχή του βάραινε και τονε τυραγνούσε παράξενα του λογισμού του η σκοτεινιά σαν κρίμα, 260 ώσπου σιχάθη τη ζωή κι ώσπου τον κόσμο αρνήθη, στο μοναστήρι ντύθηκε τ’ αγγελικό το σκήμα, χαρίζει όλο το έχει του κι όλο το βιος του ρίχνει: —Δέηση, φωτίζεις· δέξου με· κι εσύ, μετάνοια· αγιάζεις!— Δασκάλοι του, κατηχητές τού κάκου οι καλογέροι, 265 δασκάλεμ’ ανωφέλευτο, μαθήματα χαμένα. Αγράμματος και ακάτεχος. Ψαλτήρια και βαγγέλια, κάστρα, και οι πόρτες τους κλειστές κι αυτός απόξω πάντα. Η γνώμη του υποταχτικιά, ρέμπελος πάντα ο νους του. Και μάθημα μονάκριβο, και θησαυρό σοφίας, 270 κράτησε ο νους τού ανάξιου και μουρμουρίζοντάς το τα χείλια τρεμοσάλευε πάσα ώρα, στιγμή πάσα, (κι όταν το σήμαντρο χτυπούσε ο βηματάρης, τ’ άγρια μεσάνυχτα, στη σύναξη τους αδερφούς καλώντας), ξυπνώντας με το σήμαντρο, πλαγιάζοντας με του ήλιου 275 το γέρμα, στον εσπερινό, στην αγρυπνιά, στον όρθρο, στ’ αρχονταρίκι, στο ναό, στην κέλα, στο τραπέζι, μόνο ένα μάθημα ακριβό, παρμένο σε δυο λόγια: του αγγέλου το χαιρετισμό στην Κεχαριτωμένη! Και μόνο όταν τα κάρφωσε τα μάτια του στο τέμπλο 280 της εκκλησιάς και ολόγυρα σε τοίχους και σε κιόνια περπάτησε τα μάτια του και ξάνοιξε τα έργα τα χίλια μύρια ευλογητά ζωγραφισμένα απάνου, κάτι σαν το ξημέρωμα μες στην καρδιά του νιώθει και κάτι σαν το φτέρωμα. Και νά! καλοτεχνίτης, 285 αγάλια, αργά με τον καιρό, σιγά με τον αγώνα, μα πιο πολύ, αναπάντεχα, γοργά, καλοτεχνίτης με του Κυρίου το έλεος και με την ευλογία. Κι όπως το βοριανό πουλί, το ξένο τ’ αγριοπούλι, που ανήξερο να περπατά, στο πέταμα είναι πρώτο, 290 γιατί τα πόδια του μποδάν αδέξια και τους μπλέκουν το δρόμο τα φτερούγια του, τρανά, τα μαθημένα στου αιθέρα τα τετράψηλα να χύνουν την ορμή τους, όμοια κι ο καλογερευτής· ξένο αγριοπούλι ο νους του. Σκολειό του; Νά το· η εκκλησία. Γράμματα; Εικόνες. Νά τα! 295 Η ζωγραφιά επιστήμη του και σκέψη του η Παρθένο. Και τίποτε άλλο. Βουβαμός και ανηξεριά. Και πάντα κατάχνια τού έζωνε το νου, του σφράγιζε το στόμα, και μοναχά στα χείλια του τρεμόφεγγε και σβούσε και σάλευε νυχτόημερα το δίλογο τραγούδι 300 σ’ όλους τους ήχους του ψαλμού: Χαίρε, Χαριτωμένη! Κι άστραφτε κι από τη χαρά κι από την περηφάνια του λόγου, και δε χαίροταν, και καύκημα δεν του ήταν το πλαστουργό κοντύλι του που κράταε κυβερνώντας. Νύχτες και μέρες και γιορτές κι αργατινές, μιλούσε 305 με κεια τα δυο ιερόλογα: Χαίρε, Χαριτωμένη! Κι ήρθε καιρός που ανήμπορος και το κοντύλι ακόμα να περπατά στον πάπυρο, της Παναγιάς ζωγράφος, μια μπόρεση του απόμενε: γονατιστός να πέφτει στην άγια εικόνα της Κυράς, όπου την ξάνοιγε, όπου, 310 με το σιγομουρμούρισμα: Χαριτωμένη, Χαίρε! Όλα του κόσμου ανόητα κι αλλότρια όλα τού ήταν, ώσπου ήρθε κι η ώρα η φοβερή κι η αφεύγατη· με κείνα τα λόγια τα μοσκόβολα κι απάνου στα φτερά τους πάει λυτρωμένη απ’ το κορμί μακάρια κι η ψυχή του. 315 Το λείψανό του ευώδιασε τη γη που τονε πήρε κι απάνου από το μνήμα του πλήθαινε ο μόσκος, και ήρθε, πλημμύρισε η μοσκοβολιά στο μοναστήρι, και ήταν τριγύρω σα μιαν άνοιξη, πλούσια κι αλόγιαστη ήταν. Κι έναν καιρό κάποιου Απριλιού φανταχτερού και κάποιου 320 σπάταλου Μάη, στα νιάμερα, γίνηκε μέγα θάμα. Στο μνήμα το μοσκόβολο ξεφύτρωσε άσπρος κρίνος. Απάνου στα κρινόφυλλα χρυσογραμμένα λόγια διαβάζονταν ολόλαμπρα: Χαίρε, Χαριτωμένη! Κι ήτανε κάτι αφάνταστο και η μυρουδιά του κρίνου. 325 Τρέχει φωνάζει ο Γούμενος: —Σκάφτε, παιδιά μου, ανοίχτε το μνήμα. Θάμα! Κύριε, μεγάλη η δύναμή σου! Τάχα κι από πού να ’ρχεται, τάχα και πού να πάει, τάχα και πού η χρυσοπηγή της χάρης που αναβρύζει απ’ την Κυρά Αειπάρθενο; —Και σκάψανε κι ανοίξαν· 330 από το στόμα του νεκρού νά ο κρίνος, φουντωμένος! Και σα ν’ αργοψιθύριζε το στόμα του και μέσα στο μνήμα το τραγούδι του: —Χαίρε, Χαριτωμένη!— Το πήραν ευλαβητικά το λείψανο, το ψάχνουν, και βρίσκουν την κρινόριζα μες στην καρδιά του αγίου. 335 Και στην καρδιά καταμεσής, απίστευτα γραμμένη, της Παναγιάς η ζωγραφιά. Χαριτωμένη, Χαίρε!

Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη, κάτου από σε κι οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι! Τέτοιος ο κόσμος έγινε μ’ εσέ· τα πλούτια του όλα, 340 θησαυρούς δύναμης, χαράς, και τέχνης και σοφίας, όλα τ’ αρνήθηκε για σε, και γίνηκε για σένα κόσμος φτωχός από το νου, γυμνός από τη γνώση, κι αστόχαστος και βάρβαρος· και παραπεταμένος στα πόδια σου καλόγερος, ασκητευτής μπροστά σου, 345 μαράζωμα όλη του η ζωή και ο νους του μοναστήρι. Μπρος στην εικόνα σου γειρτός ο κόσμος, με το στόμα τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο από τ’ όνομά σου κι από τη σκέπη σου, Κυρά, κι από τ’ ανάβλεμμά σου, μ’ ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή μουρμούρα, 350 δυο απέραντα κοντόλογα: Χαίρε, Χαριτωμένη! Τον πρώτο κόσμο πίνιξες Εσύ, τον πλούσιο κόσμο, και απ’ τον πνιμένο φύτρωσε χρυσόγραφτος ο κρίνος, και στ’ άσπρα και στ’ αμάραντα φύλλα του χαρασμένα τα λόγια τα δοξαστικά: —Χαίρε, Χαριτωμένη! 355 Και τώρα ο κόσμος δείχνεται στόμα θαμμένου αγίου, γάστρα ενός κρίνου μυστικού, και στην καρδιά του κόσμου, από τον άγνωρο ασκητή ώς το Βουργαροφάγο το νικητή που ανέβηκε για να σε προσκυνήσει— κατάμεσα, Θεοτόκο, Εσύ, λαμπροζωγραφισμένη!