Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος τρίτος

Τρίστρατα και τετράστρατα και μονοπάτια. Εκείνος. Λίμνες, κορφάδες, πολιτείες, πόρτες, ποριές, κλεισούρες, στα Βοδενά, στο Σκούταρι, στα Σκόπια, στο Μπεράτι μακεδονίτικες λογγιές, όλα τα κατατόπια, 5 κι ο κάμπος της Πελαγονιάς κι ο δρόμος της Τριαδίτσας, τον ξέρουν, και όπου σαγιτιά ρωμαίικη σαρκοφάγα χτύπησε τον αλλόφυλο και τον Αμαληκίτη. Κι άδραξε και κατάλυσε και σκλάβο τονε σέρνει το Βούργαρο απ’ το Δούναβη, το Σλάβο απ’ τα Μπαλκάνια, 10 και με το βρόχο στο λαιμό, με το χαλκά στο πόδι σέρνοντας όρνια και σκυλιά, βογιάρους και ζουπάνους, πίσω από τ’ άρμα του έδεσε το σπίτι σου, τσαρίνα. Και πήρε το Λογγόκαστρο, και πήγε από το Λόγγο στην Καστοριά που απλώνεται χλωρή σιμά στη Λίμνη, 15 και τα στερνά τα τσάκισε του Σαμουήλ φουσάτα, και πνίγει μες στον ποταμό το βρόμιο Πετσενέγο, καίει, πέρα, στ’ Όστροβο σιμά, του τσάρου το παλάτι, κι εδώ χαλούσε κι έριχνε, κι εκεί έχτιζε και ζούσε. Και πέσαν τα Βοσόγραδα και βόγκηξε η Βιστρίτσα 20 κι ο Βλαδισλάβος έφυγε και πάει κι ο Νικολίτσης, κι απ’ την κορφή του Βροχωτού δεμένο τον Ιβάτση τον έσυρε στου βασιλιά τα πόδια ο Δαφνομήλης. Κι ήρθαν, τον προσκυνήσανε και τα κλειδιά τού φέραν σαράντα κάστρων, τα σπαθιά σαράντα καστελάνων, 25 ο Δραβομίρης, τα παιδιά του Βλαδισλάβου, και όλοι, και ο Μπόγδανος με τον Κρακρά και με το Δραγομούζο, με τον Κρακρά που γέννησες ήρωα στερνό, Ροδόπη! Και στην Πρεσλάβα στάθηκε, κι ήρθε κι από την Πρέσπα, τον τόπο το νησόχτιστο και σα ζωγραφισμένο, 30 στη λίμνη την αξέχαστη με τα δασά λιβάδια, με τα μεγάλα τα βουνά τα λογγωμένα γύρω. Και το Βαρδάρι πέρασε, τον είδανε τα Σκόπια, κι όπου αν περνούσε, θυμιατά, κι όπου κι αν τράβαγε, ύμνοι. Και γόνατα λυγίζονταν και προσκυνήματα ήταν 35 και δάκρυα στάζαν, και φιλιά στο χώμα που πατούσε. Κι από τη Μοσυνόπολη την πόρτα της του ανοίγει και η Σέρρα η λαγκαδόκλειστη, και πλέει μες στο Στρυμόνα και μες στην Αδριανόπολη, κι όσοι απομείναν, ήρθαν, τον προσκυνήσανε κι αυτοί κι από το χώμα πήραν 40 που είχε πατήσει, και σκυφτοί ραντίσαν τα μαλλιά τους. Τ’ άπαρτο παίρνει Πέρνικο, του κάμπου καβαλάρης, κι αϊτός φωλιάζει του βουνού στης Πρόνιστας τον πύργο. Και στη δυσκολοσίμωτη και στην παράξενη άουλα και μες στην Όχριδα, καρδιά του Βούργαρου, που στέκει 45 σάμπως κρυμμένη στο ύψωμα προς τη μαγεύτρα λίμνη, κι εκεί που ο Δρίνος έρχεται καμπυλωτός και πάει μαυριδερός και ολόμακρος και ρίχνεται του Αδρία, και πάτησε της Όχριδας παλάτια και χασνέδες, και το στρατό του ρόγιασε μ’ όλους τους θησαυρούς της 50 κι ήβρε κορόνες τσαρικές από μαργαριτάρια κι ώς εκατό κεντηναριών χρυσή μονέδα πήγε στην τέντα του, από μάλαμα πλεχτή και από μετάξι. Και μήτε αυτός ο απάτητος μες στη Χιμάρα, ο Τμώρος στην πιο ορθωμένη του κορφή, στην πιο τραχιά του ράχη 55 κι απείραχτο κι ασκλάβωτο δεν έσωσε ν’ αφήκει κι από το σόι του Συμεών και απ’ του Σισμάν την κλήρα χέρι για το φοβέρισμα, για το φευγιό ποδάρι. Τον είδαν, τονε νιώσανε και δεν τονε ξεχάνουν, γιατί παντού σημάδεψε τ’ αστραποπέρασμά του, 60 κι όσα μεγάλα υψώνονται κι όσα πλατιά κυλιένται, Καύκασοι, Νείλοι, Απέννινα, και Αντίταυροι και Ταύροι. Κι από το Σάβα, ώς τα βουνά τα Χιμαριώτικα, όλα δικά του, μονοκράτορας και ώς πέρα στα Μπαλκάνια. Τ’ ακούει κι η Μαυροθάλασσα, κι ο πάγος της ραΐζει, 65 κι η λαμπερή Αδριατική κάποτε το ίσκιωμά του νιώθει, άπλωμα αποπάνου της τρικυμισμένου αιθέρα. Κι από τη Θράκη χάνεται και φαίνεται στην Πόλη και προς την Αντιόχεια το φύσημά του παίρνει για νά βρει το Σαρακηνό, και δεν κρατιέται εκείνος 70 μηδέ από τους βαλτότοπους, και μήτε από το χιόνι στα βουνοπάτια της Συριάς· και γύρω του δεν τρέμουν αρρώστιες και αποκάρωμα και δείλιασμα, του κάκου στον κουρασμένο η δέηση και στον πεσμένο ο βόγκος. Πάντα μπροστά. Του φτάνουνε, πολλοί γιά λίγοι, εκείνοι, 75 και μετρητοί και διαλεμένοι, όσοι βαστάν, γιατ’ έχουν μες στα πλεμόνια τους πνοή του αέρα του δικού του. Κι ολόγυρά του ανάβουνε τη φλόγα οι καλιφάδες, και κάψαλα οι κατούνες τους, και κάτω τ’ άρματά τους, και φεύγουν προς τη Δαμασκό, στου Λίβανου τη σκέπη, 80 το λυτρωμό γυρεύοντας, μακριάθε σα γρικάνε το πέταλο του αλόγου του, σα χτύπημα του ολέθρου. Κι οι εμίρηδες λυγίζονται και γέρνουν και στο χώμα τα σέρνουν τα κεφάλια τους για να τους συμπαθήσει. Από τ’ Αρμένικα βουνά κι ίσαμε τ’ ακρογιάλια 85 τα Ιταλικά τού πήρε η Δόξα τ’ όνομα και τρέχει, πλέει την αυγή στο Δούναβη και πάει και προς το βράδυ προβάλλει και αργολούζεται μες στα νερά του Ευφράτη.

Κι απάνου απ’ όλα η δόξα του πάει προς τη χώρα που είναι το Πάγγαιο το λογάρι της κι είν’ η Θεσσαλονίκη 90 βασίλισσά της, κι η Έδεσσα μάνα της, βρυσομάνα, κι είναι του Σλάβου τ’ όνειρο και του Ρωμιού η λαχτάρα. Απλώνεται και οργώνεται κι ανθίζει και πατιέται στη μέση του Αλιάκμονα και του Αξιού που πάντα ποτάμια ντεληπόταμα, Βαρδάρι και Βιστρίτσα, 95 δε στέκουν, όλο ξεχειλάν κι αγριεύουνε και τρέχουν, και τη φυλάγουν και τη ζουν τη χώρα, μα του κάκου, γιατί νεροσυρμές λαών κι εθνών κατοποτήρες κυλάνε πάντα απάνου της και τηνε πλημμυρίζουν, πολιτισμένοι, βάρβαροι, παλιές, καινούριες φάρες, 100 και τιποτένιοι και ακουστοί γοργά και αργά διαβαίνουν, ψάχνουν εδώ, σκάφτουν εκεί, χτυπάν, παραμονεύουν, σα να ζητάν όλοι να βρουν κάπου στα χώματά της το γιγαντένιο τ’ άγαλμα, χρυσοπελεκημένο που κάποτε στυλώνοταν και θάμπωνε τα μάτια 105 στο Σλατοβρέκι το βουνό, σε μια κορφή του απάνου· και πολεμάνε τ’ άγαλμα να βρουν, και δεν το βρίσκουν, και τους θαμπώνει τ’ όραμα, κι η χώρα κι η ίδια στέκει σαν όραμα θαμπωτικό τη φαντασία χτυπώντας. Κι απάνου απ’ όλα η δόξα του πάει κι έρχεται στη χώρα 110 και διαβατάρα από παντού, σπιτώθηκ’ εδώ, και ήρθε, κι η δόξα του, γεράκι, αϊτός, γρύπας, λιοκόρνο πάντα, η δόξα του έγινε τσουκνιάς, έγινε ψαροπούλι κι έφαγε την αφάγωτην ακρίδα τη βουργάρα.

Κι αφού αγωνίστηκε τρανός το δοξασμένο αγώνα, 115 στάθηκε. Ανάπαψη; Ποτέ. Στο στρατολάτη πάντα μια σκέψη για περπάτημα, μια ορμή για δρόμο, πάντα. Μέσ’ από τον πολεμικό το θώρακα, και κάτου κι από χρυσάφια, σίδερα, κι από άρματα, κι απ’ όλα, κατάσαρκα το δάγκωμα του τρίχινου του σάκου 120 το αιστάνεται σαν ασκητής και σαν κριματισμένος· τονε φορεί· και το κορμί τού δέρνει, τού ματώνει, στον παιδεμό κρατώντας την πικρή και νηστεμένη, την πιστική του σατανά, την κολασμένη σάρκα. Και την καρδιά του αιστάνεται να την αγγίζει σάμπως 125 με δάχτυλα, προσταχτικά, και να του γίνετ’ αίμα το κόνισμα της Παναγιάς, το φυλαχτάρι, πάντα που το ’χε γκόρφι απάνου του και το ’χε τίμιο Ξύλο, ταμένος καθώς ήτανε στης Παναγιάς τη χάρη. Στάθηκε· συλλογίστηκε· λαχτάρησε να βάλει 130 στερνό στο καισαρίκι του, που αστράφτει από ρουμπίνια πολέμων και ξολοθρεμού, λαχτάρησε να βάλει του σπλάχνους και της δέησης τ’ άσπρο μαργαριτάρι. Τάχα και τί στοχάστηκε; το Θεό; τη στερνή κρίση; τη βασιλεία των ουρανών; τη δόξα των Ελλήνων; 135 την ιστορία; τη σωτηρία; το γένος; την ψυχή του; Ποιός ξέρει… Μόνο σκίσανε τη συγνεφιά του νου του κάποιες βασίλισσες, μαστάρια κόσμων, κάποιες χώρες, και φέξαν μπρος του, καθεμιά με τη δική της όψη.

Καταμεσής του Τίβερη και του Φλαμίνιου δρόμου 140 στο Μάρτιο Κάμπο κείτεται μισερή, ξεσκισμένη, του κόσμου η Ρώμη δέσποινα, κι απάνου στο κορμί της ο Πάπας με τον Καίσαρα πατάνε και παλεύουν. Κι εσύ της Άσπρης θάλασσας χρυσαφικό, Αλεξάντρα! Του Εβραίου πραματευτή πιστή, πολιτική του Αράπη, 145 κοιμάσαι, πέφτει απάνου σου και ο Νείλος και σε οργώνει, κι εσύ κοιμάσαι Ελλήνισσα και στ’ όνειρό σου βλέπεις της Υπατίας την ομορφιά, το μάλαμα της Ίντιας. Παραδομένη στο χαρέμι τ’ άγριου Φατιμίτη της Παλαιστίνης η καρδιά, Σιών η αγία, γέρνει 150 ψηλάθε από του κάστρου της τον πύργο, στο λαγκάδι ξάγναντα, απάνου στην πλαγιά, και προς το πέλαο βλέπει και, σταυρωτής του Λυτρωτή, προσμένει ένα σωτήρα. Φαντάζει κι η Αντιόχεια, πλάι στον Ορόντη, νύφη, σαν κάμπος με τα λούλουδα, σαν ουρανός με τ’ άστρα. 155 Και κρύβοντας η Πέργαμο στο βαθουλό της κόρφο θρέφει τους πολεμόχαρους θεούς και τους γιγάντους· και με καθρέφτη μάγισσας και με πορφύρα Αυγούστας η Αρμίδα η βοσπορίτισσα νά την! απάνου απ’ όλες. Και ξέχωρα, παράμερα, σαν καταφρονεμένη, 160 και λιόκαφτη και λιόκαλη στη φτώχεια και στους πόνους η Αθήνα, χέρι απλώνοντας να ζητιανέψει, και όμως αλύγιστη, με το κεφάλι ορθό, με του μετώπου στοχαστική την πλατωσιά και τη μεγαλοσύνη, γαληνό μέτωπο, γυμνό, και σα να περιμένει 165 χέρι, της Τέχνης το διαμάντι να του ξαναβάλει. Και ο νικητής κι ο βάρβαρος που αποζητούσε κάτι σαν ταίριασμα, ίσκιο για δροσιά, για ανάπαψη λιμάνι, Ρώμη, δε στάθηκε σ’ εσέ, δε σε ορέχτηκε, Πόλη, μηδέ σε διαλογίστηκεν Ιερουσαλήμ, και μήτε 170 ρήγισσα εσένα βιθυνή με τους διακόσιους πύργους, Νίκαια! Μακεδονίτισσα Θεσσαλονίκη, μήτε κι εσέ, μπρος στην Εφτάλοφη που δείχνεσαι, σα να ’σαι καμιά πατρίκισσα Ζωστή στο πλάγι της Αυγούστας. Μήτε κι εσύ, της προσευκής και της Χριστιανοσύνης 175 βωμέ γιγάντικε, που καις και το θυμιάμα υψώνεις αγκρέμιστος νυχτοήμερα, χαλκιδικό Αγιονόρος. Πέργαμο, εσέ, κι Αντιόχεια εσέ, κι εσέ, Αλεξάντρα; Μήτε. Αθήνα, εσέ ερωτεύτηκε· τράβηξε προς εσένα!

Στης χώρας της Εφτάλοφης απάνου τα μουράγια 180 γυρίζει η Βλαχερνιώτισσα πιο δυνατή από κείνα, μετρώντας τα, τρομάζοντας με την περπατησιά της τ’ αγερικά και τ’ αστρικά και γη και πέλαο γύρω. Σαν αρχαγγέλικο σπαθί στ’ άχραντα χέρια σφίγγει το αστραφτερό θαματουργό μαφόρι, έτοιμη πάντα 185 στο κύμα του Κατάστενου την άκρη του να βρέξει και να ξυπνήσει ανεμικές, να ξαπολύσει μπόρες για να ρουφήξουν άλλη μια φορά και μια για πάντα τον Άβαρο, το Βούργαρο, τον Άραβα, το Ρούσο, κι όποιον με τα μονόξυλα κι όποιον με τα καράβια 190 θα ξεμυτίσει οχτρός της γης που η Παναγιά φυλάγει. Εκεί που στέκετ’ ο Άθωνας, βιγλάτορας ταξιάρχης μπρος στου μακεδονίτικου παράδεισου το έμπα, κορόνα του μοναστηριού και σκέπη τ’ Αγιονόρους, νά την η Πορταΐτισσα! Στο γόνα της απάνου 195 βρέφος ο Λόγος του Θεού. Στα μάτια τής Παρθένος όλος ο κόσμος, ουρανός καρδιάς και αγάπης, όλος, από τα κρίνα της Εδέμ ώς τα τσεγκέλια του άδη. Αν κουνηθεί το χέρι της, όλα θα τα βλογήσει, πλούσιους, φτωχούς, δίκιους, κακούς, από το ζίζικα ίσα 200 με την πλατιά τη θάλασσα τη σμαραγδοσπαρμένη που απλώνεται στα πόδια της και που την άγιασε, όταν από της Νίκαιας τους γιαλούς έφτασε θάμα, θάμπος, πύρινος στύλος, χορευτής του αφρού και του κυμάτου. Μα ο νικητής και ο βάρβαρος το νου του δε στυλώνει 205 στη Βλαχερνιώτισσα, μηδέ στη δόξα των Ιβήρων. Τη Δέσποινα των ουρανών θα πάει να προσκυνήσει που το κάστρο της έχτισε στο βράχο της Αθήνας κι από τα τετραπέρατα κι από τη Θούλα ολόακρη του πιστού δέχεται τ’ αγνό πρόσφορο και το τάμα, 210 κι ύστερ’ από την Αθηνά την πολεμόχαρη ήρθε και με το ίδιο ανάστημα και με τον ίδιο αέρα, μα γαληνόχαρη, χωρίς κοντάρι και σκουτάρι. Κοντάρια είναι τα χέρια της, για νίκες, και σκουτάρια, και είν’ άβλαβο το φοβερό της Μέδουσας κεφάλι 215 μπροστά στο γκόρφι, του άυλου κόρφου της κρεμαστάρι, που ζωγραφίζει το Χριστό, τ’ ολόγλυκο παιδί της.

Πίσω στα χίλια δεκοχτώ. Μπρος, πίσω, πάαινε κι έλα, λάλα, φλογέρα βάρβαρη και στοιχειωμένη γλώσσα στο στόμα του βρικόλακα, που κράζει κι ο ερχομός του 220 πως αν η δόξα είναι καπνός, η δόξα είναι και βράχος. Γιατί δε δύνεσαι να πεις, καθώς θωρείς τον έτσι, σκιάχτρο για τ’ αναγέλασμα, πως είν’ εκείνος ο ίδιος· και μήτε που μπορεί να πεις πως είναι κάποιος άλλος, τι κι έτσι που τονε τηράς, με τ’ όνομά του μόνο 225 πέφτεις και τονε προσκυνάς. Εγώ η φλογέρα, η μία, στο αχείλι του βρικόλακα, κι αυτός μαντατοφόρος του κάτου κόσμου, απ’ τη νυχτιά της άβυσσος σταλμένος, ζει τη ζωή πιο δυνατά και πιο φωτολουσμένα κι απ’ των ανθρώπων τη ζωή που χαίρονται τον ήλιο. 230 Εγώ, φλογέρα βάρβαρη, κι αγιάζω το σκοπό μου, και παίρνω αέρα σίβυλλας και γίνομαι μαντεύτρα, κι όμορφη από την ομορφιά και των αιώνων όλων, σιμώνω εγώ τα μακρινά, και τα θαφτά ξεθάφτω, το πρωτινό το νόημα στ’ ανόητα ξαναδίνω, 235 και ξεσκεπάστρα τ’ αυριανού, ξένου ήχου ξεφωνήτρα, σοφού, που σαν πρωτάκουστος ξεσπά και σας ξαφνιάζει, τα ορέγομαι όλα τ’ αγαθά, τ’ αληθινά, τα ωραία, τα χαίρομαι, τα χαιρετώ, και πολεμώ να κάμω να χαιρετίσετε κι εσείς κι εσείς να το χαρείτε 240 ξεχωριστά, και πιο πολύ από τ’ άλλα, απάνου απ’ όλα, το ευγενικότατο αγαθό. Σας πάω προς την Αθήνα.

Εσ’ είσαι που κορόνα σου φορείς το Βράχο; Εσ’ είσαι, Βράχε, που το ναό κρατάς, κορόνα της κορόνας; Ναέ, και ποιός να σ’ έχτισε, μες στους ωραίους ωραίο, 245 για την αιωνιότητα, με κάθε χάρη Εσένα; Σ’ εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή, και Μούσα· λόγος το μάρμαρο έγινε, κι η ιδέα τέχνη, και ήρθες στη χώρα τη θαματουργή που τα στοχάζεται όλα με τη βοήθεια των Ωρών των καλομετρημένων, 250 ήρθες απάνου απ’ τους λαούς κι απάνου απ’ τις θρησκείες, κυκλώπειε, λυγερόκορμε, και σα ζωγραφισμένε. Όμοια τα πολυτίμητα παντοτινά μαγνάδια, ίδια στη στέγνια, στη νοτιά, στο φως και στο σκοτάδι, που χέρι δεν ξεϋφαίνει τα, και χρόνια δεν τα φτείρουν, 255 και μάτι δε μπορεί να βρει πώς απαρχής πλεχτήκαν, κι ανήμπορ’ είναι η μαστοριά να τα ξαναρχινήσει, στοιχειά γιατί τ’ αργάστηκαν από δροσοσταλίδες και νέραϊδοι με τους αφρούς και αγγέλισσες με αχτίδες. Έτσι κι εσύ. Ούτε δύνοσουν αλλού, ναέ, να ζήσεις 260 παρά όπου πρωτοφύτρωσες. Ανθός, κι η Αθήνα γάστρα. Εδώ του αθάνατου η πηγή, της ερμιάς τώρα η κλάψα. Στην ίδια γη, στων ίδιω σου θεών το κατατόπι, καθώς φυτρώναν από των αθάνατων τα δάκρυα και από μακάρων αίματα, που στάζαν εδώ κάτω 265 και βοήθαγαν τη γέννα τους, φύτρωσες ως φυτρώναν οι νάρκισσοι κι οι υάκινθοι και οι δάφνες κι οι ανεμώνες κι όσα απ’ τ’ ανθρώπου το κορμί στου λουλουδιού περνούσαν. Κι όπου σου πήρανε βλαστό και σπόρο όπου σου κλέψαν, το ξαναφύτρωμα άμοιαστο, γιά πάει του κάκου ο σπόρος. 270 Ναέ, τα θέμελά σου εσέ δεν είναι ριζωμένα σα να την γγίξαν τρίσβαθα την τέλειωση του κόσμου, μηδέ το μέτωπό σου εσέ πάει πέρα από τα γνέφια, σαν πυραμίδας κολοσσός απάνου σ’ ερμοτόπι της Αφρικής. Ανάλαφρα κρατάν εσέ στου αέρα 275 τη διαφανάδα τη γλαυκή των Ολυμπίων τα χέρια. Κι η αρχοντική κορφή σου εσέ δίχως θρασά να πάει για να χαθεί στα απέραντα που μάτι δεν τη φτάνει, το Πνέμα προς τ’ απέραντα ξέρει απαλά και φέρνει. Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένων όχλοι, 280 καματερά ανθρωπόμορφα σπρωμένα απ’ τη βουκέντρα φαρμακερά και αλύπητα δυνάστη αιματοπότη. Εσένα με το λογισμό κι εσέ με το τραγούδι σε υψώσαν των ελεύτερων οι λογισμοί εκεί όπου και ο Νόμος σαν πρωτόγινε της Πολιτείας προστάτης, 285 με το ρυθμό πρωτόγινε, κι ήταν κι αυτός τραγούδι· και ο δαμαστής σου, μάρμαρο, ναέ, και ο πλαστουργός σου, δίχως να ιδρώσει νικητής, δίχως αγώνα πλάστης. Κι ακούστε! Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά που θέλει να ξαναβρεί τα νιάτα του, να ’ρχεται στο ποτάμι 290 της Ομορφιάς να λούζεται. Σ’ όλα μπροστά τα ωραία να στέκεται αδιοφόρευτα και γκαρδιακά να σκύβει προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης. Κι αφού όλων πάει ταξίματα και μεταλάβει απ’ όλα, πάλι και πάντα να γυρνά σ’ εσένα μ’ έναν ύμνο. 295 Μ’ εσένα το ξανάνιωμα του κόσμου ν’ αρχινάει, του κόσμου το ξανάνιωμα μ’ εσέ να παίρνει τέλος. Πού να τη βρω, και σαν τη βρω, πού να την καταλάβω της καλλονής σου την ψυχή, ναέ, και της ψυχής σου το μυστικό πώς να το πιω, τί δάχτυλα, ποιά χέρια 300 θα μου το παίξουνε, και ποιά πνοή θα μου κυλήσει το μυστικό σου μέσα μου σα ροδοκόκκινο αίμα για να το κάμω λάλημα, που να τ’ αξίζει εσένα;