Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Λόγος δεύτερος
Τα ωραία νησιά, τα τραγικά νησιά, τα εννιά ερμονήσια. Με τη χλωρή την Πρίγκιπο, με τη γυμνή την Πρώτη στην αγκαλιά του Μαρμαρά κουλουριαστά πλαγιάζουν, του πράσινου τα θάματα και του λευκού τα μάγια, 5 και γκόρφια του Κατάστενου, και του χαμού αργαστήρια, στάζουν το μέλι, το δροσό, το φως, το μύρο, το αίμα. Παράξενα και μυστικά, μουγγά κι αγέλαστα είναι· και με το ροδοχάραμα και με τ’ αχνό το βράδυ, κι όταν, ασημογνέματα του λογισμού, κάποιοι ήχοι, 10 σιωπή γιομάτοι, ανάκουστοι κι από τ’ αφτιά της μέρας, πολύβοης και βαρύκοης δουλεύτρας μες στην έγνοια, κι όταν γλιστράν και πλέκονται και ψιθυρίζουν οι ήχοι, τότες, οι αλαφροΐσκιωτοι κι οι αγεροχτυπημένοι ξαφνιάζονται που τους ακούν. Και είναι φωνές που βγαίνουν 15 κατάβαθ’ από τα νησιά, τα τραγικά ερμονήσια, σαν από τ’ άβαθνα πνιμών και βουλιασμένων κόσμων, και υψώνονται και απλώνονται. Καμπάνες, και καλούνε σε όρθρους, σπερνούς, ολονυχτιές, στου κοσμικού τη λήθη, κι η δέηση, μοσκολίβανο του λόγου, πάει μαζί τους. 20 Βόγκοι και ουρλιάζουν, σπαρασμοί και βαργομάνε, σάρκες σκίζονται λες, συντρίβονται κόκαλα λες, ξεσπάνε κατάρες, και σκοτίζουνε τους ουρανούς, και πάνε. Και στα νερά του Μαρμαρά, στου γαλανού τους κήπους που φυτευτές οι νέραϊδοι, θερίστρες οι σειρήνες, 25 γέρνουν και καθρεφτίζονται κι άυλα και τρεμουλιάζουν τ’ ασκηταριά και τα κελιά και οι γούβες και κρατάνε στης εξορίας τα βάσανα κριματιστές κι αθώους. Εδώ της Χάρης οι φωλιές, του Χάρου τα μετόχια. Και του καλόγερου ο ψαλμός κι ο χτύπος της καμπάνας 30 πικρούς νεκρούς, πικρότερες ζωές ξεπροβοδάνε. Και σκήπτρα, νά! συντρίμματα, και νά! κορόνες μπαίγνια, και οι στύλοι εσείς του μουραγιού, των παλατιών οι αφέντες, πορφυρογέννητοι βλαστοί, λιοντάρια των πολέμων, κι εσείς που τον κρατούσατε στο αφράτο σας το χέρι 35 παιγνίδι σας τον Έρωτα, και στ’ άλλο σας το χέρι την Πολιτεία παιγνίδι σας, ρήγισσες θεριεμένες! Της τύχης έτσι οι ζυγαριές ανεβοκατεβαίνουν. Τώρα σεργουνιασμένοι, αχνοί, ζόρκοι, παραλλασμένοι, με κατασάρκια τρίχινα, με σάβανα τα ράσα! 40 Κι ανίσως δεν τα βύθισε τα μάτια σας του μπόγια το πυρωμένο σίδερο στη νύχτα που δε σβηέται, τα μάτια σας αδάκρυτα, δακρυοπλημμυρισμένα, μάτια παρακαλεστικά κι απελπισμένα μάτια, του κάκου τα καρφώνετε πότε αποδώ στην Πόλη 45 που αγνάντια σας απέραντη μαυρολογά και λάμπει, πότε αποκεί στα βιθυνά βουνά και στ’ ακρογιάλια που αγέρινα, χαροποιά, σας γνεύουν παραπέρα. ✳
Στα ωραία νησιά, στα τραγικά νησιά, στα εννιά ερμονήσια μελαχρινά τα ροσμαρίνια, ολόξανθα τα σπάρτα, 50 περίσσια, κι ανασταίνουνε σπάρτα και ροσμαρίνια. Κι ο Μάης ο λάγνος βασιλιάς με το Φεγγάρι πλέκει παθητικές κι αχόρταγες αγάπες μεθυσμένες από τ’ ασώπαστα πουλιά κι από τα περιγιάλια τα θρακικά, τα μουσικά και ακοίμητα, που ο γήλιος 55 ο ανατολίτικος αδρύς τα ζει και τα πυρώνει. Παθητικές κι αχόρταγες αγάπες μεθυσμένες, από τα παναρμονικά κομμάτια που του παίζουν του γαυριασμένου βασιλιά του Μάη για ν’ απολάψει το πάθος του με τ’ όμορφο παιδόπουλο Φεγγάρι, 60 τα μαστιχόδεντρα, οι μυρτιές, οι κουμαριές, τα βάτα, και τα πρινάρια κι οι αγριλιές και τα κρουστά τα πεύκα, που χάιδεμα είν’ η σκέπη τους και μπάλσαμο η πνοή τους, κι ό,τι χλωρό σιγολαλά, φουντώνει, ισκιώνει, σειέται. Κι ανάμεσα στα πράσινα τα γλυκοφιλημένα 65 της αύρας που του λιοπυριού μερεύει την αψάδα, νά η Πρώτη! νά ο ξερόβραχος, και σάμπως ποτισμένος από το αίμα μιας πληγής που στάει, δεν κλει, από χρόνια. Ξάγναντα στη Χρυσόπολη, στην Ουρανόπολη, όπως την είπε κι ο τραγουδιστής, ξέχωρη μέσα στ’ άλλα, 70 όσο τής λείπει πράσινο, τόσο τής δίνεται όλο να χαίρεται το αγκάλιασμα τ’ άχανο του πελάγου και τ’ ουρανού· κι αγνάντια της λαμποκοπά και πάντα ο βιθυνιώτης Όλυμπος, του ασκητισμού ένας κόσμος, βράδυ κι αυγή ροδόλευκος και χιονισμένος πάντα, 75 σα μιαν εκστατική ψυχή, που πάντα, για του κόσμου το λυτρωμό, τα κρίματα φορτώνει του κόσμου. Και η Πρώτη, τρίδιπλη μονιά, και τρία τα μοναστήρια, στου λύκου του κατατρεμού το στόμα τρεις, και νά τους, οι βασιλιάδες οι ακουστοί που ζήσαν και που σβήσαν, 80 κακόσορτοι, παντέρημοι, βασανισμένοι απ’ όλα, και ολόβολους τους έκλεισε το μνήμα και δε λιώσαν, και γίναν ίσκιοι και γυρνάν τις νύχτες, και είναι αγρίμια του κάτου κόσμου, κι οι άτρομοι ταράζονται σα λάφια. Τα μονοπάτια του νησιού τα στριφογυρισμένα, 85 φίδια σε πλάγια και κορφές, καμπυλωτά γραμμένα, τους ξέρουν όλα του νησιού τα παρακλάδια. Οι ίσκιοι. Και οι βασιλιάδες είναι τρεις, ο Ραγκαβές, και ο γόης Λεκαπηνός, κι ο ασύγκριτος ο Ρωμανός Διογένης. Έζησε ο πρώτος ταπεινός και πέρασε απ’ τον ήλιο 90 στη νύχτα ολόισα γαληνός κρατώντας, και την ώρα του πεθαμού, σαν πάντοτε, τα μάτια καρφωμένα προς του αγιασμένου Παλατιού το φέγγος που μακριάθε λιόλαμπρο του παιγνίδιζε και πλάνα τον καλούσε. Κι ο δεύτερος… Μιλήστ’ εσείς, που με το κάλεσμά του, 95 καλόγεροι και ρασοφόροι κι ερημίτες, μαύρα κοπάδια, μαύρα σύγνεφα, ζωές μαύρες, εδώ πέρα σας έσπρωξε στο ερμόνησο, κι από τις χαμοκέλες γύρω, κι από τους βιθυνούς γιαλούς κι από τα πλάγια τα δασά του Όλυμπου, κι από το μέγα μοναστήρι 100 των ασκητάδων, της κορφής τ’ άγιου Αξεντίου κορόνα, κι από τις βοσπορίτικες οχτιές που τις αγιάζουν της προσευκής της μυστικής τ’ αγάλματα, οι στυλίτες. Μιλήστε που τον είδατε το διαλεχτό της δόξας, μισόγυμνο, γονατιστό, σκισμένο, σκεβρωμένο, 105 να κλαίγεται, να δέρνεται μπροστά σας και να σκούζει του αμαρτωλού τα κρίματα και να ξεμολογιέται, κι ένα δασκαλευτό παιδί με βούνευρο τη σάρκα να του ματώνει αλύπητα και να τον περιπαίζει. Και τ’ όνομά του γιόμιζε την ιστορία. Μιλήστε 110 με του χορού σας το βαρύ τσάκισμα: Κύριε ελέησον! Κι ο τρίτος ο απαράβαλτος, ολάκριβος της Φήμης, ο ατρόμητος κυβερνητής, ο μέγας Καππαδόκης, του Χαλεπιού ο πολέμαρχος, των Άδανων ο κύρης. Του καταρράχτη του Τογρούλ τού στήθηκε χαράκι, 115 και κράτησε τον Αρπασλάν, των Τούρκων το σουλτάνο που καβαλάρης άνεμος απ’ τα βουνά του Πόντου κι από τ’ αρμένικα στενά χυνόταν ώς τους κάμπους της Αντιόχειας· κι ύστερα νά! σκλάβος του σουλτάνου, κι ύστερα πιο λυπητερός ραγιάς, πανάθλιος δούλος 120 μέσα στη χώρα που όριζε· κι έφαε την καταφρόνια, του μουλαριού το λάχτισμα, το φτύσιμο του Εβραίου, και αφόρμισμα, και φάγοσσα, κι έπαιρνε από τα χέρια που τονε λιβανίσανε και που κεριά τού ανάψαν, το δαρμό, το βασάνισμα, το πλήγιασμα, την τύφλα. 125 Και ατάραχος, καρτερικός, μαρτυρικός, απάνου στην αγκαλιά μιας ρήγισσας που δεν τον γνοιάστηκε όταν η δύναμή του βρόνταγε κι άστραφτε το σπαθί του, —δυσκολομάντευτη ψυχή, θαμπή καρδιά γυναίκεια—, μα που τον ψυχοπόνεσε, σαν ήρθε το κορμί του 130 κι έγινε γέλιο και ντροπή του πρωτινού κορμιού του, τον πληγιασμένο μισερό, τον παραπεταμένο, κι ήρθε, τον παραστάθηκε τα μάτια να του κλείσει, κι απάνου τους χτυπούσανε φτερούγια αβάσταγα όρνια, και τα κοράκια κράζανε και οι κίσσες γύρες φέρναν. 135 Και του Διογένη Ρωμανού κλειστήκανε τα μάτια μέσα στο κόκκινο νησί, στην πιο ψηλή του ράχη, και η πολεμόχαρη ψυχή φτερούγιασε και πάει να βρει στεριές και πέλαγα σ’ ανατολή και δύση, της γης να γίνει ριζιμιά, της θάλασσας φουρτούνα! 140 Στα τραγικά νησιά, στα ωραία νησάκια, στα ερμονήσια. Νά την κι η Αυτοκρατόρισσα. Στον αθηναίο τον ήλιο, του πόθου και του θάνατου λουλούδι φυτρωμένο, μαγεύτρα του άντρα, η φρόνιμη, σοφή, σκληρή Αθηναία, και φόνισσα του σπλάχνου της και μάνα του λαού της, 145 ξέβρασμα, σκιάχτρο του νησιού, φτωχή, παρατημένη, μήτε που κλαίει τη μοίρα της. Η απελπισιά της πέτρα. Σέρνεται στην ακρογιαλιά, κι είναι σαν ξέρα, και είναι σα μαύρη λάμια του γιαλού. Μακριά, μακριά, καράβια! Κύματα, συνεπάρτε την, με τα συντρίμμια, τρίμμα. ✳
150 Μα ποιός θα σε διαλογιστεί και ποιός θα σε μαντέψει, εσένα, αυτοκρατόρισσα με τα ισόθεα νιάτα, που ξέχωρη κι αταίριαστη και μια, μεθάς τη σκέψη, και κάνεις πέρασμα αστρικού της ερημιάς τη στράτα; Ποιός με το κερομάστιχο θα πάει να θεμελιώσει 155 τη ζωγραφιά σου αντάξια, ποιά φλογέρα θα γιομίσει με το τραγούδι σου, χωρίς να συντριφτεί από κείνο; Ποιός θα μπορέσει αθάμπωτος το υπέρλευκο το κρίνο να μυριστεί, και πίνοντας τη δυνατή ευωδιά του, τον ύπνο και το θάνατο μαζί να πιει, σαν κάτι 160 πολύ γλυκό και αχόρταγα πιθυμητό εδώ κάτου; Και νά την, η Σπαρτιάτισσα. Δεν ξέρω αν είναι η Σπάρτη το χώμα που τη φύτρωσε, γιά η Σπάρτη αν είναι η γνώμη που πήρε και την έζησε. Μα ξέρω πως τη λούσαν τα ίδια νερά που λούσανε και την αρχαίαν Ελένη 165 μες στα φιλιά των καλαμιών και στους καημούς των κύκνων. Δεν ξέρω αν την πρωτόριξε σ’ άθλια ταβέρνα η γέννα, το φως αν είδε σε χρυσό της αρχοντιάς κουβούκλι. Μα ξέρω πως οι αγέννητες κι οι φοβερές Μητέρες που ζούνε απόξω απ’ τον καιρό κι από τον τόπο απόξω, 170 κρατώντας μες στην άβυσσο της αγκαλιάς τους όλα τα πλάσματα που είν’ άξια να ζουν, και δεν πεθαίνουν, και που τα παίρνουν απ’ αυτές και μας τα ξαναφέρνουν του κόσμου ονείρατα άπιαστα πανώρια κάποιοι μάγοι, μα ξέρω πως οι αμίλητες κι οι αλόγιαστες Μητέρες 175 της δώσανε να χαίρεται τη χάρη της Ελένης. Νά την η Αυγούστα Θεοφανώ! Πούλια και Φούρια. Κοίτα. Βέργα κρατά, λιγνόβεργα, και στην κορφή της βέργας ασάλευτος ο τρίφυλλος λωτός, μαλαματένιος. Και είν’ ο λωτός που δεν τον τρως, το στριγλοβότανο είναι 180 που με το θώρι σε χαλά, με τ’ άγγισμα σε λιώνει, κι όποιος κι αν είσαι, ασκητευτής ή χαροκόπος, ό,τι, τα ξεχνάς όλα· τη ζωή, τη δύναμη, τη νιότη, κι αν είσαι τίμιος, την τιμή, το θρόνο, αν είσαι ρήγας, θησαυριστής, και γίνεσαι ζητιάνος κι ερμοσπίτης, 185 παιδί για την αγάπη της, φονιάς για το φιλί της. Και με τη βέργα κυβερνά και δένει πολεμάρχους, τους λογισμούς και τις καρδιές, τις χώρες και τους κόσμους, αυτοκρατόρους Ρωμανούς, Φωκάδες, Τσιμισκήδες, κι όσα για να κυβερνηθούν κι όσα για να δεθούνε 190 στου πέλαου τα πλεούμενα και στου ντουνιά τα κάστρα ταράζουν τα γυμνά σπαθιά και τ’ άξια παλικάρια και την ογρή φωτιά που καίει, δε σβήνει, και ρημάζει. Κι όπως δε σβήν’ η ογρή φωτιά μηδέ στο πέλαο μέσα, και καταλύτρα και στη γη και στο νερό εκδικήτρα, 195 νά την η Αυγούστα Θεοφανώ, παντού και πάντα αφέντρα, γιά βασιλεύει στην καρδιά, γιά κυβερνά στην Πόλη. Σαν το δοξάρι του ουρανού του κόρφου της οι ρώγες λάμπουν, και τις βυζαίνουνε και τρεμοκοκαλιάζουν το χαύνο βασιλόπουλο το γυναικοδοσμένο 200 κι ο νικητής ο ασύντριφτος των αμιράδων, όμοια· και λάμπει, βίγλα αγγελική σε ουρανική μια πύλη, το μουσικό χαμόγελο στα πλαστικά της χείλη. Νά την η Αυγούστα Θεοφανώ! Γλυκοτηρά και σφάζει· στην άκρη από τη βέργα της πώς κρέμεστε, σφαγάρια! 205 Και νά κι η Αυγούστα Θεοφανώ! γλυκογελά και στάζει το φόνο και το χαλασμό, καθώς η αυγή σταλάζει μέσ’ από τα ροδόχερα δροσομαργαριτάρια. Του νιου το θρασομάνημα, του γέρου η ξελογιάστρα, λυγίζει τους αλύγιστους, τα κατεβάζει τ’ άστρα· 210 με την ειδή της η ομορφιά σαν το χρυσό δρεπάνι, σαν την αράχνη η σκέψη της, η αγάπη της αφιόνι. Λύσσα και σφίγγα, σάρκα εσύ, δρακόντισσα, Αφροδίτη! Και αλύγιστη και αχάλαστη, δέσποινα πάντα, μα ίσκιος, ίσκιος από μια ολόφεγγη μέρα, τους βράχους κάνει 215 παράδεισους, τη νύχτα αυγή, κάθε άλλον ίσκιο φέρνει στα πόδια της κι αγνάντια της να λάμπει σα φεγγάρι που το κορμί του θα ήταν φως απ’ το δικό της ήλιο. Και αγνάντια της γονατιστοί και οι τρεις αφέντες, οι άλλοι, κρατάρχες της Ανατολής, ψυχάρια της γυναίκας 220 που λιμασμένη ορέχτηκε και αχόρταγη κατάπιε, φαντάσματα όξω απ’ τη ζωή κι από τα μνήματα όξω, και μόνο μέσα βασταχτοί στο γητευτή το γύρο που χύνει ο ίσκιος του ίσκιου της, μιλάνε και βογκάνε, και ο Ρωμανός, κι εσύ, Φωκά, κι ο Τσιμισκής ο τρίτος, 225 αράδα αράδα, οι τρεις, και η μια. Κι ακούστε τους κι ακούστε: —Του ροδοστάματου κανί, της Αλεξάντρας μόσκος, ποτήρι πορφυρόχειλο, γιομάτο από τον πόθο! Ξεφαντωτής, κυνηγητής, ξενύχτης, καβαλάρης για το πιοτί, για το φιλί, για της αγάπης όλα 230 τα ζαχαρένια, τα τρελά, τα λαμπερά, τα κούφια. Θρόνος εμέναν’ ο έρωτας, η απόλαψη κορόνα, της ξεδομένης νιότης μου συντρόφοι, εσείς λαός μου. Του κυβερνήτη αγνώριστος, οχτρός του καπετάνιου, στον τσίρκο πρώτος, βασιλιάς μέσα στο νου της πόρνης. 235 Εμέ υπουργός ο μαυλιστής, δρουγγάρης μου ο παλιάτσος. Τα περιβόλια του Ιερού του Παλατιού με ξέρουν, τ’ ανίερα ξεφαντώματα με ρόδα τα ραντίζω, λιμάνια, μόλοι, τα καστέλια, οι κάμποι με γνωρίζουν πώς τρέχω για τις πέρδικες, τα λάφια πώς ξαφνίζω, 240 και στα χρυσά τα ξόβεργα πώς πιάνω τα κορίτσια. Στων εκατοχρονίτικων βαλανιδιών τους ίσκιους, ανατολίτικοι γιαλοί, χαλκιδικά ρουμάνια, συχνά και καλοπρόσδεχτα με βλέπατε να σέρνω τα πλήθια τα λαγωνικά στου κάπρου το κυνήγι. 245 Μα μιαν αυγή που πάγαινα για να ξεμοναχιάσω το δυσκολόπιαστο θεριό, και παραστρατισμένος κλείστηκα μες στη λαγκαδιά, σε κάποιου σπήλιου το έμπα σ’ απάντησα, βασίλισσα, και σύντυχα μ’ εσένα. Με σκλάβωσες. Με υπόταξες. Παιδί σου. Πρόσταξέ με. 250 Στη σάρκα σου είν’ η χώρα μου, στα μάτια σου η φωτιά μου. Μια νύχτα στο κρεβάτι σου, στη Δαμασκό μια νίκη. Μιλάς; Θερίζεις τις καρδιές. Γελάς; Τρυγάς τις γνώμες. Γητεύτρα κι η ομορφάδα σου και πνίχτρα κι η αγκαλιά σου, κι η δύναμή σου αλύπητη κι η απόφασή σου τίγρη. 255 Με το σπαθί, και καταλείς, με το φαρμάκι, λιώνεις. Το γέρο πορφυρόβλαστο πατέρα μου για σένα, καθώς γυρνούσε από την Προύσα, στη χρυσή γαλέρα να ρέψει τον παράτησα στα δόντια της αστένειας. Και τη σεβάσμια μάνα μου τη ρήγισσα για σένα 260 στο μοναστήρι ζωντανή την έθαψα. Και κείνες τις χάρες αδερφάδες μου τις πολυαγαπημένες, (Ζωή, Θοδώρα, Θεοφανώ, καρδούλες μου, Άννα, Αγάθη,) τις ξέγραψ’ από τη ζωή, τις έκλεψ’ απ’ τη νιότη· δαρμός απάνω στα κορμιά τα ολάνθιστα το ράσο 265 της καλογριάς. Και πρόσφερα της καθεμιάς κομμένα χύμα τα πλούσια τα μαλλιά, τα μεταξένια χάιδια, θυσία για την αχόρταγη πείνα σου, στο βωμό σου. Και τη δική μου τη ζωή, δαρμένη από τα πάθη, στην πρόσφερα. Την πότισες… Και πάει! Τί άλλο θέλεις;— 270 —Θέλω τον άχαρο ήρωα που έφτασε η ζωή του καταμεσής του δρόμου της, κι είναι ψαρός, και πάει βαρύς, μαυριδερός, κοντός, αδούλευτος και πάντα στου γερασμού την εμπατή και δε γερνά ποτέ του. Τον ήρωα θέλω που έφερε κι έδωκε του λαού του 275 σάμπως παιγνίδια σε παιδί, τις θεόρατες πόρτες, τσελικωμένες, θάματα του φιλτισιού, του σμάλτου, από τα κάστρα της Ταρσός και της Μοψουεστίας· τον ήρωα τον ασκητευτή που ξέρει από μετάνοιες κι από κορμί της γυναικός δεν ξέρει, κι αγνός είναι, 280 κι είναι σα στύλος άπλαστος, γρανίτης ριζωμένος κάπου στην ακροθαλασσιά, που χέρι ενός τεχνίτη δεν πέρασε αποπάνω του, μα που αγαπά το κύμα με τους αφρούς τον όγκο το σκληρό να συχνοδέρνει, σαν κάποιο πείσμα να ’βαλε να τον απαλοστρώσει, 285 και που αγαπά να δένεται μαζί του το καράβι, περνώντας του από το λαιμό τη γούμενα. Καημό ’χω κι εγώ, κισσός, να σφίξω τον, σεισμός, να τον τραντάξω, τον ήρωα το μισόκοπο, τον άσκημο του κόσμου· μα μου τον πλάθει η φαντασία σαν κέδρο μες στου Ταύρου 290 τους πάγκαλους κι αρίφνητους κεδρώνες, που είν’ απάνου κι από τα έλατα, κι απάνω από τους πεύκους. Ω! έλα!— —Ήρθα. Ο Φωκάς. Έξω από σε στα πάντα Νικηφόρος! Κυρά μου ερωτοδέσποινα ποθοκρατόρισσά μου, κρατάς εσύ τους έρωτες και δώσε εμέ τον πόθο. 295 Από την τιάρα του Αύγουστου, μια σκήτη στ’ Αγιονόρος κάλλιο μου πρέπει· και στη δόξα αγνάντια που φυτρώνει στης Πορταΐτισσας Κυράς το μέτωπο και φέγγει, του θρόνου και του θρίαμβου καταφρονώ τη δόξα. Μα σε είδα, και αυτοκράτορας για να σ’ αξίσω, νά με! 300 Στα γόνατά σου η τιάρα μου, στη δούλεψή σου ο νους μου. Και γέρος και ζηλόφτονος. Της λεβεντιάς τα βρόχια, του κόσμου τα πλανέματα, κι όσο άφοβος, τα τρέμω. Και πήρα κι έκλεισα κι εσέ και τη ζηλοφτονιά μου και τους καημούς του αμαρτωλού στου Βουκολέοντα μέσα 305 το μέγα καστροπάλατο, κατάνακρα στο κύμα, με τα τριπλά, τετράψηλα και τ’ άφταστα μουράγια. Και προς τη μυστική φωνή μες στ’ άγριο μεσονύχτι, την οργισμένη, γιά ουρανού γιά κόλασης, μηνύτρα, που ρέκαξε και μου ’κραξε: «Του κάκου υψώνεις, ρήγα, 310 του καστροπάλατου τριπλά τετράψηλα μουράγια. Ανέβασ’ τα ώς τον έμπυρο, και κλειδομανταλώσου· πάντα θα σ’ έβρει η συφορά, θα σε χτυπήσει η Δίκη!» Προς την προφήτισσα φωνή μες στ’ άγριο μεσονύχτι μούγκριξα κι αποκρίθηκα: Δαίμονα, δεν τρομάζω. 315 Κι έπεσα και κοιμήθηκα στου λιονταριού το δέρμα· κι ο λιόντας πιο πονετικός από τον έρωτά σου. Και μ’ έσφαξες με το σπαθί του Τσιμισκή. Τί θέλεις; —Τον άλλο. Πρώτος πόνος μου, στερνή μου αρρώστια εκείνος. Όλοι εσείς, σας ορέχτηκα· μα εκείνου, λάτρισσα είμαι. 320 Θέλω το μικροκάμωτο με τα μεγάλα μάτια τα γαλανά και τα γλαρά, που σέρνουν και που πνίγουν. Το θώρι του ερωτόπουλο ξανθό, και στην καρδιά του μανιάζουν οι αϊ-Γιώργηδες, χτυπάνε οι Διγενήδες. Κάθομαι, στέκω, περπατώ, κοιμούμαι, ξυπνητή ’μαι, 325 αν τρώγω, αν πίνω, αφέντης μου, πάντα στο νου μου σ’ έχω. Όλοι εσείς, τα τραπέζια μου που κάθισ’ ακουμπώντας κι έφαγα, κι ήπια, μέθυσα και νύσταξα, κι απάνου στη νύστας τη βαριεστισιά, και σπρώχνοντας, με τούτο σας αναποδογύρισα το πόδι, που σβει κόσμους. 330 Κι εκείνος η Άγια Τράπεζα. Κι από την ώρα που ήρθα, στο φως του ηλιού, σαν τα στοιχειά και σαν τ’ αχόρταγα ήρθα για δυνατή, για δέσποινα, και για βασίλισσα ήρθα με το τρεμοκοκάλιασμα, με την απόλαψη όλο και με του αντρός το συντριμμό στης αγκαλιάς το σφίξε. 335 Στου πόθου απάνω το βωμό καίει νύχτα μέρα η σάρκα κι αυγή και βράδυ το φιλί να κελαηδά δεν παύει. Μα μια φορά είν’ η λεβεντιά και μια φορά είν’ τα νιάτα και μια φορά αστραπόφεξες στη νύχτα της καρδιάς μου, Αγάπη για τον αρνητή, και για τον πλάνο Αγάπη!— 340 Μα ο τρίτος ο ίσκιος, ο αρνητής και ο πλάνος, δεν ανοίγει το στόμα του για συντυχιά, για λόγο την καρδιά του. Βουβός. Το μέγα λάγγεμα τον άδραξε, στα δόντια τον έτριψε, τον έλιωσε και τον κατάπιε. Πάει σαν το παιδί το ανήμπορο και τ’ άπλερο το χόρτο, 345 κι ο ήρωας είναι που τρομάξαν η Αραπιά και ο Ρούσος, γύρω στην Έδεσσα οι καιροί, στου Ίστρου τα πόδια οι τόποι. Το λάγγεμα, το λάγγεμα. Και πάντα μέσα του είναι, και είτε στον κόσμο τον απάνου, είτε στους ίσκιους μέσα, πάντα τον τρώει, και τρώγοντας τονε βουβαίνει, εντός του 350 στάζοντας κάτι αμίλητο πολύ, πολύ θλιμμένο για να το πει με στεναξιές, για να το ζήσει με ήχους. Γιατ’ είναι μέγα το σπαθί πὄσφαξε τον πατέρα, γιατ’ είναι μέγα το σπαθί, και μέγα και το κρίμα, γιατ’ είναι και η βασίλισσα που αρνήθη πιο μεγάλη. 355 Έτσι στα τραγικά νησιά, στα έρμα ομορφονήσια, του χαλασμού βασίλισσες, και του χαμού ρηγάδες, τους τάφους απαριάζοντας, γυρνάν και συντυχαίνουν. Μοιρολογάν τα πάθη τους και τα ξεμολογιένται μες στους αχνούς του φεγγαριού και μες στου Μάη τις γλύκες, 360 με της νυχτιάς το μάγεμα. Καμπάνες, και καλούνε στον όρθρο, στον εσπερινό, στου κοσμικού τη λήθη, βόγκοι και ουρλιάζουν, σπαρασμοί και βαργομάν. Και ξάφνου στριγκιά γρικιέται σάλπιγγα, και χτύποι σαν πετάλων, και από φουσάτο χλαλοή, και ομπρός του καβαλάρης, 365 μαζί άνθρωπος, μαζί άλογο· περνά και σα να πάει προσκυνητής, και να ’ρχεται, Θεοφανώ, προς εσένα, διψώντας το φιλί κι αυτός, ο βασιλιάς κι ο γιος σου! Άλλοι ας οργίζονται μ’ εσέ, κι ας αναθεματίζουν τη μνήμη σου κι ας ντρέπονται ν’ ακούνε τ’ όνομά σου. 370 Κι άλλοι ας μιλάν, την ομορφιά σου διαλαλώντας, όπως τη λαμπυράδα της φωτιάς, της τίγρης το τομάρι. Φλογέρα εγώ προφητική κι εγώ επική φλογέρα, ναό σού υψώνω, ανάφτω σου λαμπάδα, υμνολογώντας μες στον καπνό του λιβανιού το κόνισμά σου. Ω! δόξα, 375 δόξα σ’ εσέ, κενταύρισσα βασίλισσα, μητέρα που γέννησες τον κένταυρο το ρήγα, όπως γεννήθη μ’ ένα της τρίαινας χτύπημα στη μυθοπλάστρα Ελλάδα, από το κύμα το πικρό, το παινεμένο το άτι. Έτσι στους κοσμογονικούς καιρούς από την τρύπα 380 που ένας σεισμός ξολοθρευτής θα ’χε της γης ανοίξει, κάποιο βουνό θα υψώθηκε κάστρο της γης και σκέπη. Και το δοξάρι του Έρωτα και το κοντάρι του Άρη το ’να από τ’ άλλο δύσκολα κανείς τα ξεχωρίζει την ώρα που σκληρά χτυπάν ή που γερά στηρίζουν 385 και της ψυχής και της ζωής και τ’ άγια και τ’ ανάξια. Και γαυριασμένος ο Έρωτας και ο Πόλεμος λυσσάρης, αλόγατα και χλιμιντράν αβάσταγα και σκάφτουν. Και βρυσομάνα είν’ η γυναίκα· κι έρχονται από κείνη κι εσύ, αμαρτία, κι ο λυτρωμός κι η ανάσταση και ο Χάρος· 390 και το σπαθί που σ’ έσφαξε, δέσποτα Νικηφόρε, και η μήτρα που σε γέννησε, Βουργαροφάγε ρήγα! |