Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Το μέγα όνειρο
Φωτιά και τσεκούρι!
(Λόγια του Γέρο Κολοκοτρώνη) |
Ακόμα κάτι μέσα μου βουίζει, κι η ματιά μου ακόμα είναι θαμπή, κι ακόμ’ ακούω, βλέπω μπροστά μου! Σα να την έκαιε μέσα της αβάσταχτο καμίνι μέσα στους δρόμους γύριζε, δόλια μητέρα, Εκείνη, 5 κι είχε τα μάτια καρφωτά, κι οϊμέ! μέσα σ’ εκείνα του νου της τρεμοπάλευε μισοσβησμέν’ η αχτίνα, κι απ’ τη δαρμένη σάρκα της εκρέμονταν ξεσκλίδια, λείψαν’ από βασίλισσας ατίμητα στολίδια, κι απ’ το κεφάλι της παρμένο κι άφαντο το στέμμα 10 στο μέτωπό της χάραξε μαύρη γραμμή σαν αίμα, και τα σκυλιά τη γάβγιζαν, τραβούσαν την ποδιά της της ρούγας τα παιδιά, και την αντίκριζε ο διαβάτης με την καταφρονετική και ξώδερμη λαχτάρα αγνάντια στ’ άθλια πλάσματα που δέρνει μια κατάρα. 15 Μα νά! μεμιάς αντίκοψε το δρόμο της και στάθη μπροστά της, σάμπως ξαφνικά να βγήκε από τα βάθη κόσμου άλλου, με τ’ ανάβλεμμα μετρώντας τη μορφή της ολόγοργα, ένας άνθρωπος, σαν Ισραήλ προφήτης· κρατάει στο χέρι πέλεκα τρανό, κι εκεί που στέκει 20 τ’ όπλο του λάμπει, και θαρρείς πως είναι αστροπελέκι και να ξεσπάσει καρτερείς το φοβερό το ατσάλι σε κάποιον ένοχο, σε κάποιο πονηρό κεφάλι. Στο χέρι αργοσαλεύοντας το σιδερένιο σκιάσμα, κι ακόμα πιο σιμώνοντας το ξαφνισμένο πλάσμα, 25 και με φωνή που ξέσπασε, σα να ήταν καταρράχτης, είπεν αυτά ο αλλόκοτος κι ο μυστικός ο κράχτης: «Εσύ που δέρνεσαι σα φύλλο στην ανεμοζάλη, με της οργής το τίναγμα σήκωσε το κεφάλι, γιατί εσύ βγήκες από μια πηγή με την Ιδέα, 30 που φτάνει πότε σαν αυγή και πότε σα ρομφαία! Είσαι εκδικήτρα, εσύ Ιουδήθ, όχι απαλή γυναίκα, σου φέρνω ολέθρου σύνεργο, πάρε το και πελέκα, πίσω σου, εμπρός, περίγυρα, δίχως δακρύου μια στάλα αυτά που σε δασκάλεψαν να λες ωραία, μεγάλα, 35 τα καρπερά, τα δυνατά, τ’ αληθινά, τα αιώνια· πελέκα δίχως διάλεμα και δίχως ψυχοπόνια τα προσκυνήματά σου, και μια φορά στοχάσου πως όλ’ αυτά είναι ξένα, 40 και πως αυτά γλυκύτατα σε ρούφηξαν εσένα, όπως ρουφούν οι ξωτικές με τα λαμπρά μαγνάδια τη νύχτα τον ακάτεχο διαβάτη στα λαγκάδια. Ξετίναξε των περασμένων την ψευτολατρεία, κάψε σαν τον Ομάρ και των προγόνων τα βιβλία, 45 σαν τον Ελγίνο γκρέμισε ό,τι λαμπρό οι αιώνες ό,τι σού αφήκαν θαμαστό κι από τους Παρθενώνες! Σκληρά, σα νά ηταν όχεντρα, χτύπα τη Μνημοσύνη, της Ιστορίας τη λαμπάδα σβήσε την κι εκείνη, κι αφού στα πόδια σου τα ιδείς όλα συντρίμματα, όλα, 50 μαρμαροπόρφυρους ναούς, είδωλ’ αχτινοβόλα, ξανάσανε κι αλάλαξε και σα βροντή ας ξαφνιάσει της νίκης σου τ’ αλάλαγμα κάθε ψυχή στην πλάση! Και σαν τ’ αδάμαστο άλογο, που σπάει το χαλινάρι και ρίχνει το καμάρι του, το ρήγα καβαλάρη, 55 και μ’ άγρια χλιμιντρίσματα τραβάει και φεύγει πέρα προς των απέραντων στεπών το γνωρισμένο αέρα, φεύγα κι εσύ στην ερημιά, μόνη με την οργή σου προς ένα αγνώριστο Θεό, σωτήρα, εκδικητή σου! Εκεί αποκάτου απ’ του ουρανού τ’ ολανοιγμένο μάτι 60 κοίτα κατάματα τον ήλιο τον αρματηλάτη, που κανείς ίσκιος τίποτ’ απ’ τη δόξα του δεν κρύβει, και χτίσε με τα χέρια σου τ’ ασκητικό καλύβι και ρίξε το πελέκι εκεί και πάρε την αξίνα, νιώσε των έργων τον καημό πανύψηλο κι αρχίνα 65 ολημερίς κι ολονυχτίς να σκάβεις εκεί πέρα, βρέχοντας μ’ άγιον ίδρωτα θαματουργό την ξέρα. Και διώξε των πειραχτικών ονείρων τα κοπάδια, και την ελεύτερη ψυχή και την καρδιά την άδεια γέμισε και δυνάμωσε μ’ όνειρο μόνον ένα: 70 πώς να γεννήσεις νέο Καιρό που ν’ αρχινά από σένα! Όσο που νά βγει από τη γη, στα σπλάχνα της κρυμμένη όαση νιόνυφη, από σε θρεφτή κι αναστημένη, όλη δροσούλα κι άνθισμα κι όλη μια πρασινάδα, και τότε ν’ ακουστεί και πάλι: Δόξα στην Ελλάδα!» 1896
|