Ω εσείς, του κόσμου ονείρατα θαμπά, που σαν κοιμάσαι
τα βλέπεις, κι έξαφνα ξυπνάς και μήτε τα θυμάσαι,
ω που ξεφεύγετε άγνωροι και πάτε σκοτεινοί,
ω Ταπεινοί.
5 Αλλά σαν τα σαλπίσματα, που να σκορπούν πασκίζουν
άμαθα χείλη ολημερίς και που τ’ αφτιά ξεσκίζουν,
ξεσπάστ’ εσείς κι ακούγεστε παντού σκληρά χυμένοι…
οι Τιποτένιοι!
Ω! μια ζωή αξεχώριστη, καθεμερνή και σκόλη,
10 το ίδιο απόσκιο, απόμερο και κρύφιο περιβόλι,
και μέσα σας μια θάλασσα βαθιά και σιγανή,
ω Ταπεινοί.
Σκυλιά που πάντοτε αλυχτούν τον άγνωστο διαβάτη
και ρούγα από του κουρνιαχτού το θησαυρό γεμάτη
15 κι άνανθη και κακόστρωτη και χιλιοπατημένη,
οι Τιποτένιοι.
Καβάλα στης αποκοτιάς δεν τριγυρίζουν τα άτια,
γονατισμένοι προσκυνάν με νοτισμένα μάτια
της Μοίρας το χαμόγελο, της Μοίρας την ποινή,
20 οι Ταπεινοί.
Ω θρίαμβοι για το μηδέν και για το κάτι μύρια
ξεφωνητά των άμυαλων, των όχλων πανηγύρια,
κι από του καντηλιού το φως ίσκιοι γιγαντεμένοι
οι Τιποτένιοι.
25 Ω, το αιώνιο σπίτι σας δε δείχνει ένα λιθάρι,
λουλούδια δείχνει με δροσιάς πλεχτά μαργαριτάρι,
εκείνα η πρώτη δόξα σας, εκείνα και η στερνή,
ω Ταπεινοί.
Στους τάφους οι άλλοι σπαταλούν το μάρμαρο, το ασήμι,
30 αλλ’ όσο κι αν χρυσόδετη τραβάτ’ εκεί τη Μνήμη,
κρέμεται η μνήμη απάνου εκεί πανάθλια, σαν πνιγμένη…
οι Τιποτένιοι.
|