Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, την ώρα
που της αυγής το χαμογέλασμα ροδίζει,
ταράζουν τα ψαρόπουλα τον πράον αέρα
με ξαφνικά κραξίματα και με παιγνίδια,
5 και τ’ αλαφρά μονόξυλα που τα προσμένουν
τινάζονται ανυπόμονα σαν τα φτερούγια
των πουλιών που δετά τα πόδια του κρατιένται,
και γύρω η λιμνοθάλασσα λευκοχαράζει
σαν ένα ολάνοιχτο μαργαριταροστρείδι.
10 Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, όταν καίει
σαν πυρωμένο σίδερο το μεσημέρι,
με τη βαριά πνοή του μολυβένιος ύπνος
ρουφάει θαλασσινούς και καραβοκυραίους·
δεν τρίζουν στ’ αργασμένα χέρια τα καμάκια,
15 μόνο τα ψάρια στο δροσόκοσμο σαλεύουν.
Και γύρω η λιμνοθάλασσα λαμποκοπάει
σα σκουτάρι ασημένιο φλωροκαπνισμένο.
Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, την ώρα
που βασιλεύει ο ήλιος μ’ όλη του τη δόξα,
20 τρέχουν και ψάχνουν γι’ αλαφρόπετρες τ’ αγόρια,
και για γλυκιές ματιές οι νιες κι οι νιοι, και στέκουν
και ψάχνουνε για ενθύμησες οι γέροι, και είναι
τα γερατειά ιλαρά, στοχαστικά τα νιάτα·
και γύρω η λιμνοθάλασσα πορφυροφέρνει
25 σαν κήπος πυκνοφύτευτος από γεράνια.
Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, την ώρα
που τα κρυφά μεσάνυχτα σιγογλιστράνε,
από τα νεραϊδόσπηλ’ αεροφερμένοι
σ’ άλογα με κορμιά απ’ αχνούς, με χήτη αχτίδες,
30 νέραϊδοι και νεράιδες τραγουδάν και λούζουν
διαμαντένιες θωριές, και κάνουν την αγάπη,
και γύρω η λιμνοθάλασσα η βασιλοπούλα
για φόρεμα φορεί τον ουρανό με τ’ άστρα.
Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, μιαν ώρα
35 πριν της αυγής το χαμογέλασμα ροδίσει,
των τουρκομάχων ο λαός γυρνά απ’ τον Άδη,
ξαναφιλεί τη γη την πολεμοθρεμμένη,
το χάλασμα σαν κάστρο το ξαναστυλώνει,
βροντάν τα καριοφίλια, αντιλαλούν οι νίκες,
40 και γύρω η λιμνοθάλασσα γοργοσπαράζει
σαν ολόμαυρο μάτι από θυμό αναμμένο.
|