Όμηρε θείε, των καιρών χαρά και δόξα!
Στην κρυάδα του σκολειού και στου θρανίου τη γύμνια
όταν μπροστά μου σ’ απιθώσαν του δασκάλου
τ’ άχαρα χέρια, ω μεγαλόχαρο βιβλίο,
5 σε καρτερούσα μάθημα, κι εσύ ήρθες θάμα.
Κι άνοιξε μέσα μου ουρανός πλατύς καθάριος
και πέλαγου ζαφείρι σμαραγδοσπαρμένο,
και το θρανίο σα να ’γινε παλατιού θρόνος,
και κόσμος το σκολειό κι ο δάσκαλος προφήτης.
10 Διάβασμ’ αυτό δεν ήταν, νόημα δεν ήταν,
όραμα ήταν κι άκουσμα ήταν χωρίς ταίρι.—
Στη σπηλιά τη μεγάλη, που την τριγυρίζει
δάσος βαθύ από λεύκες κι από κυπαρίσσια,
στη σπηλιά τη μεγάλη, που μοσκομυρίζει
15 και που ζεστοκοπιέται απ’ τη φωτιά του κέδρου,
η Καλυψώ η λαμπρόμαλλη πια δεν υφαίνει
με τη χρυσή σαΐτα, πια δεν τραγουδάει
καλόφωνα· τα χέρια υψώνοντας η νύφη
τ’ ανάθεμα σκορπίζει καρδιοφλογισμένο
20 προς τους ζηλόφτονους θεούς: «Ω λατρεμένοι
θνητοί από τις θεές που σας μοιράσαν
την αμβροσία στον Όλυμπο της αγκαλιάς τους,
απ’ τους ζηλόφτονους θεούς, ω συντριμμένοι
θνητοί…». Και το θεϊκό τ’ ανάθεμα μαραίνει
25 τα δροσερά τα σέλινα και τα γιοφύλια,
και πάει, και σα θεόργιστο χαλάζι καίει
στα καρπερά κλήματ’ απάνου τα σταφύλια.
Μόνο τον ξακουστό τον ήρωα απ’ το Θιάκι,
που διαβατάρης τ’ άναψε, δεν τον ταράζει
30 το καρδιοφλογισμένο ανάθεμα της νύφης.
Ο ναυαγός ο θαλασσόδαρτος απόξω
κάθεται ασάλευτα σαν πάντα κι αγναντεύει
και την πατρίδα του θυμάται, κι όλο κλαίει
προς το γιαλό και προς τα τρίσβαθα πελάγη.
35 Κι ο άσπρος γλάρος που με ορμή συχνοβουτάει
στην άρμη τα φτερά γυρεύοντας τα ψάρια,
και το γεράκι που κουρνιάζει μες στο δάσος,
κρατάν κι αντιβογκάν του δυνατού το κλάμα…
—Ω το πρωτοφανέρωτο της φαντασίας
40 όραμα, ω το ξεσκέπασμα του ωραίου εμπρός μου!
Και νά η μελαχρινή και η φτωχοπούλα η χώρα
στο ολόλευκο νησί τής νύφης αλλασμένη,
και νά η παιδούλα η ταπεινή και η ψαροπούλα
σαν Καλυψώ λαμπρόμαλλη ερωτοκαμένη!
45 Και νά η καρδιά μου μέσα ταξεδεύτρα χίλιων
τόπων, διψώντας μια πατρίδα, την αγάπη!
Και νά από τότε και η ψυχή μου αράδα αράδα
δίχορδη λύρα την πανάρχαιαν αρμονία
αντιλαλώντας, ή τ’ ανάθεμα ή το κλάμα…
50 Χαρά και δόξα των καιρών, Όμηρε θείε!
|