Ω αγόρι του ιλαρού σκολειού των εφτά χρόνων,
με το ψηλό κορμί σαν ίσκιος όλων ήσουν,
με την πρωτάκουστη λαλιά, σαν κολυμπήθρα
νερού ησουν αγιασμένου, που το παίρναμ’ όλοι
5 με φόβο και με πόθο· τα βιβλία με σένα
τα λησμονούσαμε, γελούσαμε μαζί σου
τ’ άψυχα τα διαβάσματα, και του δασκάλου
ξερίζωνες το φλόμο μέσ’ από το νου μας,
κι έσπερνες μες στα σπλάχνα μας βαθιά το σπόρο
10 του χρυσού δέντρου που θαμπώνει και μαγεύει,
κι είναι το παραμύθι· κι οι βασιλοπούλες
πρωτόφεγγαν ταιράκια με τους αντρειωμένους
στο σπίτι τ’ ακατοίκητο του στοχασμού μας·
και μας πρασίνιζε της φαντασίας τον κάμπο
15 άλλος Απρίλης, ο αϊ-Γιώργης, καβαλάρης,
του δράκοντα φονιάς, και λυτρωτής της κόρης·
κι η λευκή γη στο χέρι σου, βούλα σα νά ηταν
του Σολομώντα, δε σημείωνε ψηφία,
το μαγικό χάραζε κόμπο της πεντάλφας,
20 και στο χέρι σου μέσα σάλευε κι ο δείχτης
σαν ανθισμένος θύρσος του ξανθού Διονύσου,
και μες στο πολυσάλευτο παιδομελίσσι
είχαμ’ εμείς το βούισμα, κι εσύ το μέλι,
κι έκανες προσευχή την προσοχή! Ω αγόρι,
25 σύντροφ’ εσύ των χρόνων των πρωτανθισμένων,
ξεχωριστέ κι αξέχαστε κι άξιε της μνήμης,
όπου ακόμα κι αν βρίσκεσαι, όπου παραδέρνεις,
το δρόμο σου κι αν έφραξαν οι δυο γυναίκες
που τάραξαν το νου του παιδιού της Αλκμήνης,
30 όποια κι από τις δυο κι αν πήρες το κατόπι,
σαν κρίνος κι αν ανθείς, ή δείχνεσαι σαν πύργος,
σαν ψίχαλο κι αν είσαι παραπεταμένος,
ή καμάρι της χώρας ή στα ξένα ξένος,
είτε στο γρίφο της ζωής είτε στου τάφου,
35 ό,τι κι όπου κι αν είσαι, δέξου το, αδερφέ μου,
το μακρινό μου το φιλί σα θεία χάρη!
|