Μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου,
ω της αθώρητης θεάς ξεχωρισμένε
ναέ και καταμόναχε, της θεάς που δείχνει
από του είναι της την άβυσσο μονάχα
5 έν’ άγαλμα, και κείνο ανθρωποκαμωμένο,
μ’ ένα πέπλο πυκνό και κείνο σκεπασμένο.
Και θαρρώ πως ξανοίγω μέσ’ από τους στύλους
και μέσ’ από τους θησαυρούς και τους βωμούς σου
τον Ίωνα, το δελφικό τον ιερέα
10 ν’ αλλάζει το λευκό λειτουργικό χιτώνα
με το ραβδί το ροζωτό του στρατοκόπου.
Εγώ δεν είμαι λειτουργός, του μυστηρίου
το φοβερό κλειδί δεν έπιασα, κι ακόμα
δεν άγγιξα, δειλά ή απότολμα, την πύλη
15 που φέρνει στης ζωής τ’ αγνώριστα Ελευσίνια.
Αμαρτωλός κι εγώ, ναέ, στα πλήθη μέσα
τ’ αμαρτωλά που προσκυνάν εσέ, μα τώρα
μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου,
κι αισθάνομ’ ένα πάγωμα νύχτας ή τάφου
20 αγάλια αγάλια απάνω μου να σκαρφαλώνει·
και να τινάξω πολεμώ το μολυντήρι
το κρύο από τα πάνω μου, και λαχταρώντας
έξω σέρνω τα γόνατα τα πληγιασμένα,
έξω απ’ τους σωριασμένους πάγους θησαυρούς σου,
25 κι από τους στύλους σου, απ’ τα δάση που με πνίγουν,
στο φως του ήλιου και στο φέγγος της σελήνης.
Πάει το λιβάνι πια της προσευχής, και πάει
τ’ ολόχρυσο μαχαίρι της θυσίας, και πάνε
κι οι μεγαλόφωνοι χοροί και λευκοφόροι
30 των ύμνων γύρω στους βωμούς τους φλογισμένους·
και παρατώντας σε, ω ναέ, ξαναγυρίζω
στων καιρών το καλύβι των πρωτανθισμένων.
|