Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
4
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη! Μάθε, έχω ζωές πρωτύτερες, χίλιες γέννες, χίλιους θάνατους, μέσα σε πατρίδες χίλιες· 5 χίλιες προσωπίδες φόρεσα, χίλια ονόματα εγώ πήρα· και είμαι κάτι αρχύτερον εγώ! και γραφτότερο και από τη Μοίρα! Είμαι ο μυστικός μαγνήτης 10 μέσα σε όλους τους μαγνήτες, τραγουδούνε Ελένες μέσα μου, και θρηνολογούνε Μαργαρίτες, και σαν να ’μουνα όλων των καιρών και των τόπων όλων οι Αφροδίτες! 15 Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη! Πια δεν ξέρω, σα να μη θυμούμαι. Ξέρω μόνο πως μια μέρα βρέθηκα εδώ κάτου κι εδώ πέρα στα ιλαρά τα πλάγια και στα γαληνά 20 και στον ολογάλανον αέρα· και είν’ εδώ που είν’ όλα από τη δόξα δοξαστά της Ομορφιάς και ώς τα ταπεινότατα χορτάρια· και είν’ εδώ που οι μαύρες Λάμιες 25 για να φαν τα παλικάρια γίνονται γλυκά κοράσια με ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια· και είν’ εδώ που ο ζοφωμένος Χάρος έρχεται λεβέντης καβαλάρης 30 σαν από του ήλιου τα παλάτια· και όταν φέγγει απάνου της ο ήλιος, είν’ εδώ που η παπαρούνα σε άκρη χωραφιού παραριμένη, λάμπει σα φωτιά ιερή 35 προς τη χάρη αγνώριστου θεού από κάποιαν Εστιάδα εκεί αναμμένη! Βρέθηκα εδώ κάτου κι εδώ πέρα μέσα στους απλούς και ταπεινούς, σε μια κάποια πρωτογέννητην Ελλάδα, 40 που είναι κάτι άλλο, κάτι απόμερο, και για τούτο καταφρονεμένο, κάτι μέγα, και άγνωρο για τούτο, κάτι κάτι που δεν είναι η μαρμαροσκάλιστη λαμπράδα, 45 σε μια κάποια πρωτογέννητην Ελλάδα, κάτι ακόμα τυλιμένο σε αργοσάλευτο μαγνάδι, ακαλλούργητο και ακόλαστο, κάτι σαν περιπλοκάδι 50 που φυτρώνει, και που σφιχτοδένει τα κλαδιά του με θυμό παντού και στο φουντωμένο αδρό κορμό, και στ’ ολόγυμνο άπλαστο κοτρόνι· μιαν Ελλάδα, μιαν Ελλάδα 55 που δεν είναι μήτε η τέχνη των ονειρεμένων Παρθενώνων, μήτε και η λατρεία των λαών, μήτε και η σοφία των αιώνων, μιαν Ελλάδα μιαν Ελλάδα 60 κάτι μες στα χέρσα και στα έρμα σαν κρυφή καταβολάδα, που τη φύτεψ’ ένα χέρι για να ξαναφέρει αγάλια αγάλια και ύστερ’ από χρόνων χρόνια 65 των καμένων των δασών την πρασινάδα. Κάποια ρόδα είν’ έτοιμα ν’ ανθίσουν εδώ κάτου κι εδώ πέρα με τ’ αρχαία τα ροδοκάλια· και προσμένουν τα καινούρια αηδόνια 70 να τους γλυκοκελαηδήσουν μες στον ολογάλανον αέρα. |