Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στροφές

1

Είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία, είκοσι χρόνια παίζοντας, έχασα τη ζωή. 5 Φτωχός τώρα ξαπλώνομαι, μιαν εύκολη σοφία ν’ ακούσω εδώ που πλάτανος γέρος μού τη θροεί.

2

Απ’ όλα θέλω ελεύτερος να πλέω στα χάη του κόσμου. Αν ένας φίλος μού ’μεινε, να φύγει, να περάσει. 5 Κι όταν ζητήσει ο θάνατος τα πλούτη πὄχω μάσει, σένα, πικρία μου απέραντη, μονάχο να ’χω βιος μου.

3

Για τη ζωή σου μου ’λεγες, για το χαμό της νιότης, για την αγάπη μας που κλαίει τον ίδιο θάνατό της, 5 κι ενώ μια ογρή στα μάτια σου περνούσε αναλαμπή, ήλιος φαιδρός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο είχε μπει.

4

Τί χάνω εγώ τις μέρες μου τη μία κοντά στην άλλη, κι όπως μου ασπρίζουν τα μαλλιά ξινίζει το κρασί, 5 αφού μονάχα όταν περνώ το βλέμμα από κρουστάλλι, με νέα ρετσίνα ολόγεμο βλέπω τη ζωή χρυσή;

5

Η νύχτα μάς εχώρισεν από όσους αγαπάμε πριν μας χωρίσει η ξενιτιά. (Να ’ναι όλοι εκεί στο μόλο;) 5 Σφύρα, καράβι αργήσαμε. Κι αν φτάσουμε όπου πάμε, στάσου λίγο, μα ύστερα σφύρα να φεύγουμε όλο.

6

Λεύκες, γιγάντοι καρφωτοί στα πλάγια εδώ του δρόμου, δέντρα μου, εστέρξατε ο βοριάς τα φύλλα σας να πάρει. 5 Σκιές εμείνατε σκιών που ρέουν στο μέτωπό μου, καθώς πηγαίνω χάμου εγώ κι απάνω το φεγγάρι.

7

Χαρά! Η χαρά! Στα νέα χαρά παιδιά! Τραβούνε —ωραίοι μαύροι ληστές— την κόρη ζωή δεμένη ν’ αγαπήσουν. 5 Μα το βιβλίο σου ολάνοιχτο, στα φύλλα του αύρα πνέει, τρελέ, τρελέ, που εγέρασες και νέος ποτέ δεν ήσουν.

8

—Ποιητή, κυλάει το γέλιο μου μέλι και χλεύη, αλλά δεν παύεις να σφυροκοπάς των ήχων τα στεφάνια 5 —Κόρη, δουλεύω ανώφελα, μα η στείρα τί ωφελά και σιωπηλή του αχάτινου ματιού σου υπερηφάνεια;

9

Αντίο! Αντίο! Με τα ουρανιά μάτια σας και με βιόλες στο λαιμό, εφύγατε, ξανθές ερώτων νέων ελπίδες. 5 Αντίο, κι εσύ που στρέφοντας, όταν χαθήκανε όλες πάλι να παίρνω το βαθύ, σκοτεινό δρόμο μ’ είδες!

10

Μπρούτζινος γύφτος —τράλαλα!— τρελά πηδάει κει πέρα, χαρούμενος που εδούλευε το μπρούτζον ολημέρα 5 και που ’χει τη γυναίκα του χτήμα του και βασίλειο. Μπρούτζινος γύφτος —τράλαλα!— δίνει κλοτσά στον ήλιο!