Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)
Στροφές
1Είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία, είκοσι χρόνια παίζοντας, έχασα τη ζωή. 5 Φτωχός τώρα ξαπλώνομαι, μιαν εύκολη σοφία ν’ ακούσω εδώ που πλάτανος γέρος μού τη θροεί. 2Απ’ όλα θέλω ελεύτερος να πλέω στα χάη του κόσμου. Αν ένας φίλος μού ’μεινε, να φύγει, να περάσει. 5 Κι όταν ζητήσει ο θάνατος τα πλούτη πὄχω μάσει, σένα, πικρία μου απέραντη, μονάχο να ’χω βιος μου. 3Για τη ζωή σου μου ’λεγες, για το χαμό της νιότης, για την αγάπη μας που κλαίει τον ίδιο θάνατό της, 5 κι ενώ μια ογρή στα μάτια σου περνούσε αναλαμπή, ήλιος φαιδρός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο είχε μπει. 4Τί χάνω εγώ τις μέρες μου τη μία κοντά στην άλλη, κι όπως μου ασπρίζουν τα μαλλιά ξινίζει το κρασί, 5 αφού μονάχα όταν περνώ το βλέμμα από κρουστάλλι, με νέα ρετσίνα ολόγεμο βλέπω τη ζωή χρυσή; 5Η νύχτα μάς εχώρισεν από όσους αγαπάμε πριν μας χωρίσει η ξενιτιά. (Να ’ναι όλοι εκεί στο μόλο;) 5 Σφύρα, καράβι αργήσαμε. Κι αν φτάσουμε όπου πάμε, στάσου λίγο, μα ύστερα σφύρα να φεύγουμε όλο. 6Λεύκες, γιγάντοι καρφωτοί στα πλάγια εδώ του δρόμου, δέντρα μου, εστέρξατε ο βοριάς τα φύλλα σας να πάρει. 5 Σκιές εμείνατε σκιών που ρέουν στο μέτωπό μου, καθώς πηγαίνω χάμου εγώ κι απάνω το φεγγάρι. 7Χαρά! Η χαρά! Στα νέα χαρά παιδιά! Τραβούνε —ωραίοι μαύροι ληστές— την κόρη ζωή δεμένη ν’ αγαπήσουν. 5 Μα το βιβλίο σου ολάνοιχτο, στα φύλλα του αύρα πνέει, τρελέ, τρελέ, που εγέρασες και νέος ποτέ δεν ήσουν. 8—Ποιητή, κυλάει το γέλιο μου μέλι και χλεύη, αλλά δεν παύεις να σφυροκοπάς των ήχων τα στεφάνια 5 —Κόρη, δουλεύω ανώφελα, μα η στείρα τί ωφελά και σιωπηλή του αχάτινου ματιού σου υπερηφάνεια; 9Αντίο! Αντίο! Με τα ουρανιά μάτια σας και με βιόλες στο λαιμό, εφύγατε, ξανθές ερώτων νέων ελπίδες. 5 Αντίο, κι εσύ που στρέφοντας, όταν χαθήκανε όλες πάλι να παίρνω το βαθύ, σκοτεινό δρόμο μ’ είδες! 10Μπρούτζινος γύφτος —τράλαλα!— τρελά πηδάει κει πέρα, χαρούμενος που εδούλευε το μπρούτζον ολημέρα 5 και που ’χει τη γυναίκα του χτήμα του και βασίλειο. Μπρούτζινος γύφτος —τράλαλα!— δίνει κλοτσά στον ήλιο! |