Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο θάνατος του ποιητή

Αγαπημένη, μην κλαις, μα σίμωσε και δώσ’ μου το χέρι σου τ’ αλάβαστρο κι έλα γονάτισε δω μπρος μου. 5 Πεθαίνω. Και το χέρι που σφιχτάδραξε —το δυνατό το χέρι— κάποιο δαυλό που κάθε σάπιο στάχτωνε, κι ακόμα ένα μαχαίρι που τα μικρά όλα αφάνιζε —θυσία για τα μεγάλα—, 10 το χέρι μου παράλυσε και τώρα στάλα στάλα νιώθω να φεύγει μου η ζωή. Κι η παντοδύναμη πνοή που μ’ έσπρωχνε όλο πέρα 15 δε με χαϊδεύει τώρα πια. Τη φωτισμένη σκέψη είχα οδηγήτρα κι είχα τρανέψει τόσο, που είχα αγκαλιάσει 20 όλη την Πλάση. Μα τώρα —αλιά!— μια μοίρα καταλύτρα μου αρπάζει ό,τι γερά, σφιχτά κρατούσα: δαυλί, μαχαίρι, σκέψη, Πλάση, Μούσα. Η Μούσα ήσουνα εσύ. 25 Και τα χρυσόνειρα τα νιοσβησμένα τα ’χα έτσι μπερδεμένα με τα δικά σου τα χρυσόμαλλα, που δε μπορούσα να κοιτάξω τα μαλλάκια σου, δίχως να πλάσω ονείρατα· 30 κι ήταν το κάθε μου όνειρο πλεγμένο γύρω στα μαλλιά σου και μες στην αγκαλιά σου, αγαπημένη. Μα δώσε μου τα χείλια σου 35 και δώσ’ μου κάτι απ’ την ψυχούλα σου τη μυρωμένη και πάρε τη δική μου την ψυχή. Μα δώσε μου τα χείλια σου και πάρε ό,τι μού μένει, αγαπημένη.


[αγνώστου;] *