Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή ογδόη
[XVIII]
Εις την Νίκην
α΄
Ον, συ που η φαντασία φλογώδης των θνητών σαν πτερωμένην βλέπει παρθένον στον αέρα, 5 ουράνιον έργον β΄
Στο μέτωπόν σου πάντοτε άσβεστος λάμπει αστέρας, ω Νίκη, συσσωρεύονται τριγύρω σου ματαίως 10 νύκτες αιώνων. γ΄
Το χέρι οπού τα πέπλα των ουρανών κατέστρωσεν, από σύγνεφα ολόχρυσα εκβαίνει, και σου δείχνει 15 ανδρείους ανθρώπους. δ΄
Πετάεις εσύ κι επάνω τους σκορπίζεις φύλλα αμάραντα· τέρπουν αυτά τους ζώντας, και τους γενναίως θανόντας 20 τέρπουν ακόμα. ε΄
Ε, πώς υπό την πτέρυγα ταχείαν του Νότου ή τ’ Εύρου, πολλά βλέπεις να σκήπτωσι τ’ ανήσυχα της λίμνης 25 ψηλά καλάμια! ς΄
Από τριγμούς γεμίζουν απαύστως ολοτρίγυρα μεγίστην πεδιάδα, κανείς δε δεν εμέτρησεν 30 αυτών το πλήθος. ζ΄
Όμως οι κυνηγοί βάνουν φωτιάν κει μέσα, κι ευθύς από μίαν άκραν πέρασ’ η φλόγα εις άλλην 35 καίουσα τα πάντα. η΄
Πανέρημος, ξεσκέπαστη αστράπτει τώρα η πλάτη των υδάτων, εσκόρπισεν ο άνεμος τα λείψανα 40 καπνού και στάκτης. θ΄
Πυκνά, πυκνά ως καλάμια ανεμισμένα εβλέπαμεν να κινώνται εις τους κάμπους μας των πολεμίων μας τ’ άρματα, 45 κι έπεσαν όλα. ι΄
Πού είναι οι τόσαι γλώσσαι των ακτινοβολούντων σπαθιών; πού είναι οι χείρες των εχθρών μας αμέτρητοι; 50 πού τα καυχήματα; ια΄
Πλατύς και σκοτεινός, βαθύς έχασκεν κι άφευκτος ο άδης υποκάτω τους· εβούλιασαν, εχάθησαν, 55 εκλείσθη ο τάφος. ιβ΄
Ούτως από τον ήλιον, ωσάν πυρός σταλάγματα, πέφτουσιν εις την θάλασσαν των αιώνων, και χάνονται 60 διά πάντα οι ώραι. ιγ΄
Ω Νίκη, διά τους Έλληνας στεφάνους πλέξε· αλλ’ όχι σαν κείνους που χαρίζεις εις βασιλέα κενόδοξον 65 αιματοπότην· ιδ΄
Σαν κείνους όχι. Επάνω τους τα δάκρυα των λαών στάζουσι, και μαραίνονται ογλήγορα ως απ’ όφιν 70 χόρτα καϊμένα. ιε΄
Πήγαινε εις τον παράδεισον· μία δάφνη εκεί βλαστάνει· άγγελος την φυλάττει λαμπρός, και την ποτίζει 75 ψάλλων τοιαύτα. ις΄
«Αύξανε διά τον θρίαμβον, διά την αγάπην αύξανε ελευθερίας, πατρίδος· διά πάντοτε ακεραύνωτος 80 βλάστανε ω δάφνη. ιζ΄
Ζήτει τα θαλερότερα πλέον άφθαρτα κλονάρια· μ’ αυτά πλέξε τα στέμματα, και πρόσθεσεν ακόμα 85 δύο ειδών ρόδα. ιη΄
Λευκά και δροσερότατα, σαν άστρα αυγερινά, υπό τα θεία φυτρώνουσι πατήματα, και πέφτουσι 90 συχνά εις τον κόσμον. ιθ΄
Τα ’χεις γνωστά· κι εστόλισες πολλές φορές μ’ εκείνα, τους μη σκληρώς πατήσαντας τον εχθρόν όταν έβαλεν 95 τ’ άρματα κάτω. κ΄
Τα ’χεις γνωστά· τα εχάρισες εις όσους δεν εξάπλωσαν βαρείαν χείρα επί γέροντας ή παρθένους όπ’ έγιναν 100 λάφυρα μάχης. κα΄
Εάν τιμήσεις ήρωα μ’ αυτά, προσμένει ο τάφος το σώμα του, προσμένουσιν οι ουρανοί το στέφος του 105 και τ’ όνομά του. |