Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή ογδόη
[XVIII]
Εις την Νίκην

α΄

Ον, συ που η φαντασία φλογώδης των θνητών σαν πτερωμένην βλέπει παρθένον στον αέρα, 5 ουράνιον έργον

β΄

Στο μέτωπόν σου πάντοτε άσβεστος λάμπει αστέρας, ω Νίκη, συσσωρεύονται τριγύρω σου ματαίως 10 νύκτες αιώνων.

γ΄

Το χέρι οπού τα πέπλα των ουρανών κατέστρωσεν, από σύγνεφα ολόχρυσα εκβαίνει, και σου δείχνει 15 ανδρείους ανθρώπους.

δ΄

Πετάεις εσύ κι επάνω τους σκορπίζεις φύλλα αμάραντα· τέρπουν αυτά τους ζώντας, και τους γενναίως θανόντας 20 τέρπουν ακόμα.

ε΄

Ε, πώς υπό την πτέρυγα ταχείαν του Νότου ή τ’ Εύρου, πολλά βλέπεις να σκήπτωσι τ’ ανήσυχα της λίμνης 25 ψηλά καλάμια!

ς΄

Από τριγμούς γεμίζουν απαύστως ολοτρίγυρα μεγίστην πεδιάδα, κανείς δε δεν εμέτρησεν 30 αυτών το πλήθος.

ζ΄

Όμως οι κυνηγοί βάνουν φωτιάν κει μέσα, κι ευθύς από μίαν άκραν πέρασ’ η φλόγα εις άλλην 35 καίουσα τα πάντα.

η΄

Πανέρημος, ξεσκέπαστη αστράπτει τώρα η πλάτη των υδάτων, εσκόρπισεν ο άνεμος τα λείψανα 40 καπνού και στάκτης.

θ΄

Πυκνά, πυκνά ως καλάμια ανεμισμένα εβλέπαμεν να κινώνται εις τους κάμπους μας των πολεμίων μας τ’ άρματα, 45 κι έπεσαν όλα.

ι΄

Πού είναι οι τόσαι γλώσσαι των ακτινοβολούντων σπαθιών; πού είναι οι χείρες των εχθρών μας αμέτρητοι; 50 πού τα καυχήματα;

ια΄

Πλατύς και σκοτεινός, βαθύς έχασκεν κι άφευκτος ο άδης υποκάτω τους· εβούλιασαν, εχάθησαν, 55 εκλείσθη ο τάφος.

ιβ΄

Ούτως από τον ήλιον, ωσάν πυρός σταλάγματα, πέφτουσιν εις την θάλασσαν των αιώνων, και χάνονται 60 διά πάντα οι ώραι.

ιγ΄

Ω Νίκη, διά τους Έλληνας στεφάνους πλέξε· αλλ’ όχι σαν κείνους που χαρίζεις εις βασιλέα κενόδοξον 65 αιματοπότην·

ιδ΄

Σαν κείνους όχι. Επάνω τους τα δάκρυα των λαών στάζουσι, και μαραίνονται ογλήγορα ως απ’ όφιν 70 χόρτα καϊμένα.

ιε΄

Πήγαινε εις τον παράδεισον· μία δάφνη εκεί βλαστάνει· άγγελος την φυλάττει λαμπρός, και την ποτίζει 75 ψάλλων τοιαύτα.

ις΄

«Αύξανε διά τον θρίαμβον, διά την αγάπην αύξανε ελευθερίας, πατρίδος· διά πάντοτε ακεραύνωτος 80 βλάστανε ω δάφνη.

ιζ΄

Ζήτει τα θαλερότερα πλέον άφθαρτα κλονάρια· μ’ αυτά πλέξε τα στέμματα, και πρόσθεσεν ακόμα 85 δύο ειδών ρόδα.

ιη΄

Λευκά και δροσερότατα, σαν άστρα αυγερινά, υπό τα θεία φυτρώνουσι πατήματα, και πέφτουσι 90 συχνά εις τον κόσμον.

ιθ΄

Τα ’χεις γνωστά· κι εστόλισες πολλές φορές μ’ εκείνα, τους μη σκληρώς πατήσαντας τον εχθρόν όταν έβαλεν 95 τ’ άρματα κάτω.

κ΄

Τα ’χεις γνωστά· τα εχάρισες εις όσους δεν εξάπλωσαν βαρείαν χείρα επί γέροντας ή παρθένους όπ’ έγιναν 100 λάφυρα μάχης.

κα΄

Εάν τιμήσεις ήρωα μ’ αυτά, προσμένει ο τάφος το σώμα του, προσμένουσιν οι ουρανοί το στέφος του 105 και τ’ όνομά του.