Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή εβδόμη
[XVII]
Το Φάσμα
α΄
Το πνεύμα μου σκοτίζεται· η γη υπό τα ποδάρια μου γέρνει· αθελήτως τρέχω ωσάν από μίαν ράχην 5 βουνού, εις λαγκάδι. β΄
Με σέρνει η τύχη. Ω, πόση νύκτα εμαζώχθη αυτούθε και φόβος, όπου πέφτοντας εμβαίνω· σπήλαιον είναι 10 ή χάσμα του άδου; γ΄
Ελύθησαν οι άνεμοι· σφοδροί, σφοδροί εδώ μέσα ως φουσκωμένα, χύνονται, ποτάμια από πολλά 15 χειμέρια νέφη. δ΄
Στον θόρυβον σηκώνονται, φωναί συχναί και ασήμαντοι, ως μακράν εις την θάλασσαν στεναγμοί πνιγομένων 20 μυρίων ανθρώπων. ε΄
Βλέπω, βαθιά, μίαν σπίθα· πλησιάζει· μεγαλώνεται· ωσάν κύκλος αμέτρητος, ως πέλαγος φλογώδες 25 εμπρός μου απλώθη. ς΄
Ελεεινά ναυάγια πλέουσιν αυτού. Μεγάλον κορμί νεοσπαραγμένον περνάει, και ως σώμα φαίνεται 30 μίας βασιλίσσης. ζ΄
Ω Ελλάς!… —Ιδού χιλιάδες παιδιών έτι εις τα σπάργανα περνάουν, κι εις κάθε στήθος ένα μαχαίρι στέκεται 35 καταχωσμένον. η΄
Κοράσια, ιδού, μητέρες περνάουν. Έλαμπον πρώτα τα πλήθη αυτών σαν άστρα· εχαίροντο, και τ’ άρπαξε 40 θανάσιμη ώρα. θ΄
Έχουσι των στεφάνων τους μαδημένα τα ρόδα, γυμνά τ’ άσπρα βυζία τους, μιασμένα από τα χείλη 45 αγρίων βαρβάρων. ι΄
Νά, και οι σωροί περνάουσι των μαχίμων ανθρώπων, ένδοξοι ναύται, αείμνηστοι, ανδρείοι στρατιώται 50 κι ήμερος όχλος. ια΄
Ματαίως το ακονισμένον εγύμνωσαν σπαθί τους· δάφνας ματαίως εμάζωξαν· πάσαν ελπίδα ο άνεμος 55 έξαφνα επήρε. ιβ΄
Έρημη τώρα η θάλασσα είναι· και ιδού μακρόθεν, ως νέφη εις τον ορίζοντα εσπερινόν, ξανοίγω 60 γην και νησία. ιγ΄
Εγκρημνισμέναι πόλεις φαίνονται αυτού, και λείψανα πύργων, ναών, χωρίων· άροτρα, βάρκες και άρματα 65 ημελημένα. ιδ΄
Ζώντα δεν βλέπω· ούτ’ άφησε καν ένα η σκληρά τύχη επάνω εις τέτοιον θέατρον, τ’ έθνους να κλαίει την άωρον 70 τρισάθλιον μοίραν. ιε΄
Μεγάλη, τρομερή, με τα πτερά απλωμένα, καθώς αετός ακίνητος, κρέμεται στον αέρα 75 ψηλά η Διχόνοια. ις΄
«Εγώ,» φωνάζει, «εγώ από τον κόσμον έσβησα ένα λαόν· και ταύτην την γην εξολοθρεύσασα 80 τώρα εορτάζω.» ιζ΄
Ούτως ειπούσα η δύσφημος, χύνει, από δύο ποτήρια αίμα και πορφυρίζονται πάντες οι ουράνιοι κάμποι, 85 η γη και οι νήσοι. ιη΄
Ελύθη, ελύθη ως όνειρον το φάσμα. Καθαρότατος ο αέρας καταβαίνει και δροσίζει τα χείλη μου 90 και την ψυχήν μου. ιθ΄
Ω Ελλάς! —ω πατρίς μου! ελπίδων γλυκυτάτων μήτηρ! σε βλέπω ακόμα ζώσαν και μαχομένην, 95 και αναλαμβάνω. κ΄
Φύγε, φύγε τον κίνδυνον, διά τον σταυρόν που πλύνεις με τ’ αίμα σου· διά τ’ όνομα της ιεράς των τέκνων σου 100 ελευθερίας. κα΄
Έως σήμερον σε ωφέλησαν του νοός η θεόπνευστος φλόγα, και τα μεγάλα, ανέλπιστα, αναρίθμητα 105 έργα, και η δύναμις. κβ΄
Αλλ’ έφθασεν η ημέρα κινδύνου· η δοξασμένη δάφνη της κεφαλής σου τρέμει· κι ο εχθρός προσέχει 110 να την αρπάξει. κγ΄
Μάθε ότι εις τους χορούς των πολέμων, ως έσωσεν η ανδρεία τον στρατιώτην, ούτω εις αυτούς η ομόνοια 115 σώνει τα έθνη. |