Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή εννάτη
[XIX]
Εις τον προδότην

α΄

Εγύρισε τες πλάτες του· φεύγει, φεύγει ο προδότης· αλαμπή σέρνει τ’ άρματα φαρμακερά, το στήθος του 5 έγινεν άδης.

β΄

Τον σταυρόν και τους Έλληνας άφησ’ οπίσω, εξάπλωσεν αδελφικώς την χείρα του στους Τούρκους, κι επροσκύνησε 10 βάρβαρον νόμον.

γ΄

Τον συντροφεύει ολόμαυρον μέγα εναέριον σύγνεφον· κρέμεται ακόμα ατίνακτον αστροπελέκι επάνω του, 15 κι άγρυπνος μοίρα.

δ΄

Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις, και ο κτύπος των ποδών σου αντιβομβεί, ωσάν να ’τρεχες επί τον κούφιον θόλον 20 βαθείας αβύσσου.

ε΄

Αν κοπιασμένος πέσεις ν’ αναπαυθείς στα χόρτα, η τιμωρός συνείδησις με σε πλαγιάζει αλλάζουσα 25 τα χόρτα εις δράκοντας.

ς΄

Το φως εσύ αποφεύγεις της ημέρας, φοβούμενος μήπως των προδομένων ανθρώπων σε ξανοίξουσιν 30 οι μακραί σπάθαι.

ζ΄

Κράζεις την νύκτα, κι έρχεται· αλλά εις το σκότος μέσα τυλιγμένους φαντάζεσαι εχθρούς αρματωμένους, 35 και ως άφρων μένεις.

η΄

Αν μαυροφορεμένης χήρας, αν βρέφους θρήνον ορφανικόν ακούσεις, τρέμεις, και το ποτήρι σου 40 πέφτει σχισμένον.

θ΄

Αν της χαράς τον γέλωτα ιδείς εις φιλικόν δείπνον περιπετώμενον, απ’ ίδρωτα θανάτου 45 στάζουν τα φρύδια σου.

ι΄

Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες προδότα Βαρνακιώτη! και τί έλπιζες; το θείον διά τους ομοίους σου τέτοια 50 δώρα ετοιμάζει.

ια΄

Αν ήθελες χρυσάφι— πολύν εις τας βαρβάρους αγαρηνάς σκηνάς με το σπαθί εις το χέρι 55 εύρισκες πλούτον.

ιβ΄

Πληγωμένος απ’ ύβριν Ελληνικών στομάτων αν ήθελες εκδίκησιν— η καλυτέρα εκδίκησις 60 είναι η συμπάθεια.

ιγ΄

Μέγα, λαμπρόν εάν ήθελες όνομα, και περνώντας εσύ κάθε οφθαλμός με θαυμασμόν να στρέφεται 65 παρατηρώντάς σε

ιδ΄

Σφαλερόν δρόμον, άθλιε, εδιάλεξας· οι Έλληνες που επρόδωσας θαυμάζονται από την οικουμένην 70 κι ήρωες καλούνται.

ιε΄

Και καταφρονημένος Ο Βαρνακιώτης έγινε.— Γύρευε από την μοίραν σου κρυπτόν να σου χαρίσει 75 τάφον εις όλους.