Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή τρίτη
[XIII]
Τα Ηφαίστια
α΄
Χλωρά, μοσχοβολούντα νησία του Αιγαίου πελάγους, ευτυχισμένα χώματα όπου η χαρά κι η ειρήνη 5 πάντα εκατοίκουν. β΄
Τί τα θαυμάσια εγίνηκαν κοράσια σας οπ’ είχαν ψυχήν σαν φλόγα, χείλη σαν δροσισμένα ρόδα, 10 λαιμόν σαν γάλα; γ΄
Στα πλούσια περιβόλια σας βασιλικός και κρίνοι ματαίως ανθίζουν· έρημα, ούτ’ ένα χέρι ευρίσκεται 15 να τα ποτίζει. δ΄
Τα δάση, τα λαγκάδια σας, όπου οι φωναί αντιβόουν των κυνηγών, σιωπώσι· σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι 20 μόνον βαϋίζουν. ε΄
Ελεύθερα, αχαλίνωτα μέσα εις τ’ αμπέλια τρέχουν τ’ άλογα, και εις την ράχην τους το πνεύμα των ανέμων 25 κάθεται μόνον. ς΄
Εις τον αιγιαλόν από τα ουράνια σύγνεφα αφόβως καταβαίνουν κραυγάζοντες οι γλάροι 30 και τα γεράκια. ζ΄
Βαθιά εις τον άμμον βλέπω χαραγμένα πατήματα ζώντων παιδιών και ανθρώπων· όμως πού είναι οι άνθρωποι, 35 πού τα παιδία; η΄
Φρικτόν θλιβερόν θέαμα τριγύρω μου εξανοίγω· ποίων είναι τα σώματα που πλέουσ’ εις το κύμα; 40 ποίων τα κεφάλια; θ΄
Αυγεριναί του ηλίου ακτίνες τί προβαίνετε; τάχα αγαπάει να βλέπει έργα ληστών το μάτι 45 των ουρανίων; ι΄
Δημιουργέ του κόσμου, πατέρα των αθλίων θνητών, αν συ του γένους μας όλου ζητείς τον θάνατον, 50 αν συ το θέλεις· ια΄
Τα γόνατά μου εμπρός σου, νά, πέφτουν· το υπερήφανον κεφάλι μου, που αντίκρυ των βασιλέων υψώνετο, 55 την γην εγγίζει. ιβ΄
Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε, κι επάνω μας ας πέσωσιν οι φλόγες της οργής σου 60 αν συ το θέλεις. ιγ΄
Πλην πολυέλεος είσαι, και βοηθόν σε κράζω… Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν πετώμενον τον στόλον 65 αγρίων βαρβάρων. ιδ΄
Κοίταξε πώς ο ήλιος χρυσώνει τα πανιά των· κοίταξε πώς το πέλαγος από σπαθιών ακτίνας 70 τρέμον αστράπτει. ιε΄
Από τας πρύμνας χύνεται γεμίζων τον αέρα κρότος μυρίων κυμβάλων, και μέσα από τον θόρυβον 75 ψάλματα εκβαίνουν· ις΄
«—Στάζουσι τα μαχαίρια μας από το αίμα ακάθαρτον των χριστιανών· πριν πήξει, ελάτε, ελάτε εις νέον 80 αίμα ας τα πλύνομεν. ιζ΄
Ελάτε να ζεστάσομεν τα χέρια μας στα σπλάχνα όσων θυσίας προσφέρουσιν εις τον σταυρόν και σέβονται 85 αγίων εικόνας. ιη΄
Ελάτε, ελάτε, ο κόπος αν μας καταδαμάσει, επί σορούς σφαγμένων καθίζοντας, ανάπαυσιν 90 θέλομεν εύρει. ιθ΄
Τα ρόδα της Ελλάδος εις τ’ αίμα της βαμμένα θέλει φανούν τερπνότατον δώρον των γυναικών μας, 95 κι έργον ηρώων.» κ΄
Σκληρά, δειλά αναθρέμματα της ποταπής Ασίας, έργον ηρώων, ναι, βέβαια, ποίος το αμφιβάλλει, υπάρχει 100 το τρόπαιόν σας. κα΄
Έργον ηρώων, αν σφάξητε αδύνατα παιδία· έργον ηρώων, αν πνίξητε τας τρυφεράς γυναίκας 105 και τα γερόντια. κβ΄
Ιδού κι άλλα νησία την λύσσαν σας προσμένουσι· πόλεις ιδού και αλίκτυπος ξηρά κατοικημένη 110 απ’ έθνη αθώα. κγ΄
Διά σας ηρώων κοπάδια, δεν φθάνει η Χίος, η Κύπρος· των Κυδωνίων δεν φθάνουσιν της Κάσου και της Κρήτης 115 οι κατοικίαι. κδ΄
Άμετε, μην αφήσετε ζώντα κανένα· απ’ αίμα τα αιγαία νερά βαμμένα κύματ’ ας έχουν γέμοντα 120 από σφαγάδια. κε΄
Ω Έλληνες, ω θείαι ψυχαί, που εις τους μεγάλους κινδύνους φανερώνετε ακάμαντον ενέργειαν 125 και υψηλήν φύσιν! κς΄
Πώς από σας καμία δεν τρέχει τώρα; πώς κει μέσα εις τα πλεόμενα δεν ρίχνεσθε καράβια 130 των πολεμίων; κζ΄
Πώς, πώς της ταλαιπώρου πατρίδος δεν πασχίζετε να σώσητε τον στέφανον από τα χέρια ανόσια 135 ληστών τοσούτων; κη΄
Είναι πολλά τα πλήθη των και φοβερά εις την όψιν, αλλ’ ένας Έλλην δύναται, ένας άνδρας γενναίος 140 να τα σκορπίσει. κθ΄
Όποιος την δάφνην θέλει αθάνατον της δόξης, όποιος δάκρυα διά τ’ έθνος του έχει, διά δε την μάχην 145 νουν και καρδίαν· λ΄
Ας έκβει αυτός. —Νά, βλέπω ταχείαι, ως τ’ απλωμένα πτερά των γερανών, έρχονται δύο κατάμαυροι 150 τρομεραί πρώραι. λα΄
Παύει ωστόσον ο κρότος των μουσικών οργάνων· τ’ αγαρηνά τραγούδια παύουν και τα υπερήφανα 155 βλάσφημα μέτρα. λβ΄
Μόνον ακούω το φύσημα του ανέμου οπού περνώντας εις τα κατάρτια ανάμεσα και εις τα σχοινία σχισμένος 160 βιαίως σφυρίζει. λγ΄
Μόνον ακούω την θάλασσαν που ωσάν μέγα ποτάμι ανάμεσα εις τους βράχους κτυπώντας μυρμυρίζει 165 γύρω εις τα σκάφη. λδ΄
Νά οι κραυγαί και ο φόβος, νά η ταραχή και η σύγχυσις από παντού σηκώνονται, και απλώνουν πολυάριθμα 170 πανία να φύγουν. λε΄
Στενόν, στενόν το πέλαγος ο τρόμος κάμνει· πέφτει ένα καράβι επάνω εις τ’ άλλο και συντρίβονται· 175 πνίγονται οι ναύται. λς΄
Ω! πώς από τα μάτια μου ταχέως εχάθη ο στόλος· πλέον δεν ξανοίγω τώρα παρά καπνούς και φλόγας 180 ουρανομήκεις. λζ΄
Έξω από την θαλάσσιον πυρκαϊάν νικήτριαι ιδού πάλιν εκβαίνουν σωσμέναι οι δύο κατάμαυροι 185 θαυμάσιαι πρώραι. λη΄
Πετάουν, απομακρύνονται· στο διάστημα του αέρος χωσμέναι γίνονται άφαντοι·— διαβαίνουσαι επαιάνιζον, 190 κι ήκουεν ο κόσμος. λθ΄
Κανάρι!— και τα σπήλαια της γης εβόουν, Κανάρι.— Και των αιώνων τα όργανα ίσως θέλει αντηχήσουν 195 πάντα Κανάρι. |