Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή τετάρτη
[XIV]
Εις Σάμον
α΄
Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμην 5 η ελευθερία. β΄
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας) επτέρωσε τον Ίκαρον· και αν έπεσεν ο πτερωθείς κι επνίγη 10 θαλασσωμένος· γ΄
Αφ’ υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος.— Αν γένεις σφάγιον άτιμον ενός τυράννου, νόμιζε 15 φρικτόν τον τάφον. δ΄
Μούσα το Ικάριον πέλαγος έχεις γνωστόν. Νά η Πάτμος, νά αι Κορασσίαι, κι η Κάλυμνα που τρέφει τας μελίσσας 20 με αθέριστα άνθη. ε΄
Νά της αλόης η νήσος, και η Κως ευτυχεστάτη, ήτις του κόσμου εχάρισε τον Απελλήν και αθάνατον 25 τον Ιπποκράτην. ς΄
Ιδού και ο μέγας τρόμος της Ασίας γης, η Σάμος· πλέξε δι’ αυτήν τον στέφανον υμνητικόν και αιώνιον 30 λυρική κόρη. ζ΄
Αυτού, ενθυμάσαι, εγέμιζες του τέιου Ανακρέοντος χαρμόσυνον κρατήρα, κι έστρωνες διά τον γέροντα 35 δροσόεντα ρόδα. η΄
Αυτού, του Ομήρου εδίδασκες τα δάκτυλα να τρέχουσι με την ωδήν συμφώνως, όταν τα έργα ιστόρει 40 θεών και ηρώων. θ΄
Αυτού, τα χρυσά έπη εμψύχωνες εκείνου, δι’ ού τα νέφη εσχίσθησαν και των άστρων εφάνηκεν 45 η αρμονία. ι΄
Ω κατοικία Ζεφύρων, όταν αλλού του ηλίου καίουν τα βουνά οι ακτίνες, ή τον χειμώνα η νύκτα 50 κόπτει τας βρύσεις· ια΄
Εσύ ανθηρόν το στήθος σου, φαιδρόν τον ουρανόν έχεις, και από τα δένδρα σου πολλή πάντοτε κρέμεται 55 καρποφορία. ιβ΄
Καθώς προτού νυκτώσει, μέσα εις τον κυανόχροον αιθέρα, μόνος φαίνεται λάμπων γλυκύς ο αστέρας 60 της Αφροδίτης. ιγ΄
Καθώς μυρτιά υπερήφανος απ’ άνθη φορτωμένη και από δροσιάν αστράπτει, όταν η αυγή χρυσόζωνος 65 την χαιρετάει· ιδ΄
Ούτω το κύμα Ικάριον κτυπούσα η βάρκα, βλέπει σε εις τα νησία ανάμεσα λαμπράν και υψηλοτάτην, 70 και αγαλλιάζει. ιε΄
Τί εγίνηκαν οι ημέραι, ότε εις τας κορυφάς του Κερκετέως δενδρόεντος εχόρευον οι τέχναι 75 στεφανωμέναι. ις΄
Έρχονται, ω μακαρία νήσος, έρχονται πάλιν· το προμηνύουσι τ’ άντρα σου φλογώδη, εξ ών μυρίαι 80 μάχαιραι εκβαίνουν. ιζ΄
Ως οι σφήκες μαζώνονται επί τα ολίγα λείψανα σπαραγμένης ελάφου, ή ταύρου οπού εκατάντησε 85 δείπνον λεαίνης, ιη΄
Αλλ’ αν βροντήσει εξαίφνης, πετάουν ευθύς και αφήνουσι την ποθητήν τροφήν, υπό τα δένδρα φεύγουσαι 90 και υπό τους βράχους· ιθ΄
Ούτως, εις τα παράλια ασιατικά, τα πλήθη αγαρηνά αναρίθμητα βλέπω να επισωρεύονται, 95 όμως ματαίως. κ΄
Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος «οι Σάμιοι», κράζει, «οι Σάμιοι», και ιδού τα πόδια τρέμουσι μυρίων ανδρών και αλόγων 100 θορυβουμένων. κα΄
«Οι Σάμιοι»· —και εσκορπίσθησαν των απίστων αι φάλαγγες.— Α, τί, ω δειλοί, δεν μένετε να ιδείτε, αν το σπαθί μας 105 κοπτερόν είναι; κβ΄
Έρχονται, πάλιν έρχονται χαράς ημέραι, ω Σάμος· το προμηνύουν οι θρίαμβοι πολλοί και θαυμαστοί, 110 που σε δοξάζουν. κγ΄
Νήσος λαμπρά ευδαιμόνει· ότε η δουλεία σε αμαύρωνε, σ’ είδον· άμποτε νά ’λθω να φιλήσω το ελεύθερον 115 ιερόν σου χώμα. κδ΄
Εάν φιλοτιμούμεθα να την ξαναποκτήσομεν μ’ ίδρωτα και με αίμα, καλόν είναι το καύχημα 120 της αρχαίας δόξης. |