Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή δευτέρα
[XII]
Εις Ψαρά

α΄

Ερατεινή, γλυκεία θυγάτηρ Υπερίονος, πόσον, ω χρυσοβλέφαρος, πόσον δεκτή και νόστιμη 5 φέγγεις ω ημέρα.

β΄

Ελεύθερος ή δούλος τί χρησιμεύει αν είναι, μόνον ας ζήσει ο άνθρωπος, ότι είναι η γη παράδεισος, 10 και η ζωή μία.

γ΄

Δεύτε, ενώ τα της Κύπριδος δάκτυλα μυρισμένα τας χορδάς κολακεύωσι, και η τρυφερά κιθάρα 15 τον κόσμον θέλγει·

δ΄

Τρέξατε σεις ω αμέριμνα πλήθη λαών· τον μέγαν μελίφρονα αμφορέα του Βασσαρέως αδράξατε 20 νέοι και παρθένοι.

ε΄

Με χιτώνα σιδώνιον, με σάνδαλα χρυσόδετα χοροβατούντες ψάλατε ή την στροφήν την λέσβιον, 25 ή τέιον μέλος.—

ς΄

—Φθάνει τώρα το κέρασμα, φθάνει ο χορός, και τ’ άσμα· κάθε ηδονή το μέτριον εάν αγαπά, ας προσφύγομεν 30 εις χαράν άλλην.

ζ΄

Εδώ υπό τον πολύφυλλον και δροσερόν κεδρώνα ελάτε, ας αναπαύσομεν το κορμί μας και ας έχομεν 35 τ’ άνθη διά στρώμα.

η΄

Ένα φιλί… κι έν’ άλλο… Έρωτα τρέξε, εξάπλωσον αιώνια τα πτερά σου, σκέπασον το μυστήριον 40 της εορτής σου.

θ΄

Ούτω, καθό η ταχύπους Ίρις λάμπει και αβίαστος με τα ζεφύρια πνεύματα φεύγει, δι’ εμάς αδάκριτοι 45 φεύγουν οι ημέραι.—

ι΄

—Αναίσχυντα φρονήματα των αγεννέων ανθρώπων· ύμνοι μανίας, που εφύγατε από τα οδόντια του άδου 50 στίχοι Ερινύων·

ια΄

Αν της δικαιοσύνης περιβλαστεί το σκήπτρον, αν φιλάνθρωπον φύσημα εις την καρδίαν εισπνέει 55 των βασιλέων·

ιβ΄

Αν η αρετή, κι ο ελεύθερος νόμος ως άγια χρήματα ειλικρινώς λατρεύονται, τότε καθό ο παράδεισος 60 δίδει η γη ρόδα.

ιγ΄

Αλλ’ η ζωή και τότε δεν είναι διά τον βλέποντα άνθρωπον τους αστέρας άλλο παρά προοίμιον 65 αθανασίας.

ιδ΄

Ιδού τα πολυτάραχα κύματα της θαλάσσης· ιδού, ιδού των αμώμων Ψαρών δικαιότατων 70 οι τραχείαι πέτραι.

ιε΄

Αυτού καμία κιθάρα φθοροποιός, όχι όργια, όχι κρότος Μαινάδων, ούτ’ Έρωτος παιγνίδια 75 τον νουν συγχύζουν.

ις΄

Αλλ’ ως, κατά το βράδυ το θερινόν, ανάπτονται ταχείαι, συχναί οι ολύμπιαι αστραπαί και θαμβώνουσι 80 τους οδοιπόρους·

ιζ΄

Ούτως τα μεν θηκάρια σωρηδόν ερριμμένα κρύπτουν την γην, τους βράχους· ο δε σιδηροχάρμης 85 άφοβος Άρης,

ιη΄

Κινεί την νήσον. Χίλια πολέμου χάλκεα όργανα βροντούν· εις τον αέρα των ξίφων μύριαι γλώσσαι 90 λάμπουν, κλονούνται.

ιθ΄

Μία βοή σηκώνεται, μία μόνη επιθυμία, και ωσάν ακτίνα ουράνιος, ως φλόγα εις δάση ευάνεμα 95 καίει τας καρδίας.

κ΄

«Υπέρ γονέων και τέκνων, υπέρ των γυναικών, υπέρ πατρίδος πρόκειται και πάσης της Ελλάδος 100 όσιος αγώνας.

κα΄

Θαλπτήριον της ημέρας φως, διά πάντοτε χαίρε· και σεις οπού ευφραίνετε με φωνήν ηδυόνειρον 105 της γης τα τέκνα,

κβ΄

Χαίρετ’ ελπίδες.— Ήλθε της Άγαρ το υπερήφανον σπέρμα· επάνω εις τας όχθας των Ψαρών, αλαλάζον 110 σφόδρα, κατέβη.

κγ΄

Ω πατρίς, την εκούσιον δέξου θυσίαν»… —Αστράπτει.— Σεισμός πολέμου ακούεται. Υπό τύμβον υψήνορα 115 ήρωες κοιμώνται.

κδ΄

Επί το μέγα ερείπιον η Ελευθερία ολόρθη προσφέρει δύο στεφάνους· έν’ από γήινα φύλλα, 120 κι άλλον απ’ άστρα.