Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή δευτέρα
[XII]
Εις Ψαρά
α΄
Ερατεινή, γλυκεία θυγάτηρ Υπερίονος, πόσον, ω χρυσοβλέφαρος, πόσον δεκτή και νόστιμη 5 φέγγεις ω ημέρα. β΄
Ελεύθερος ή δούλος τί χρησιμεύει αν είναι, μόνον ας ζήσει ο άνθρωπος, ότι είναι η γη παράδεισος, 10 και η ζωή μία. γ΄
Δεύτε, ενώ τα της Κύπριδος δάκτυλα μυρισμένα τας χορδάς κολακεύωσι, και η τρυφερά κιθάρα 15 τον κόσμον θέλγει· δ΄
Τρέξατε σεις ω αμέριμνα πλήθη λαών· τον μέγαν μελίφρονα αμφορέα του Βασσαρέως αδράξατε 20 νέοι και παρθένοι. ε΄
Με χιτώνα σιδώνιον, με σάνδαλα χρυσόδετα χοροβατούντες ψάλατε ή την στροφήν την λέσβιον, 25 ή τέιον μέλος.— ς΄
—Φθάνει τώρα το κέρασμα, φθάνει ο χορός, και τ’ άσμα· κάθε ηδονή το μέτριον εάν αγαπά, ας προσφύγομεν 30 εις χαράν άλλην. ζ΄
Εδώ υπό τον πολύφυλλον και δροσερόν κεδρώνα ελάτε, ας αναπαύσομεν το κορμί μας και ας έχομεν 35 τ’ άνθη διά στρώμα. η΄
Ένα φιλί… κι έν’ άλλο… Έρωτα τρέξε, εξάπλωσον αιώνια τα πτερά σου, σκέπασον το μυστήριον 40 της εορτής σου. θ΄
Ούτω, καθό η ταχύπους Ίρις λάμπει και αβίαστος με τα ζεφύρια πνεύματα φεύγει, δι’ εμάς αδάκριτοι 45 φεύγουν οι ημέραι.— ι΄
—Αναίσχυντα φρονήματα των αγεννέων ανθρώπων· ύμνοι μανίας, που εφύγατε από τα οδόντια του άδου 50 στίχοι Ερινύων· ια΄
Αν της δικαιοσύνης περιβλαστεί το σκήπτρον, αν φιλάνθρωπον φύσημα εις την καρδίαν εισπνέει 55 των βασιλέων· ιβ΄
Αν η αρετή, κι ο ελεύθερος νόμος ως άγια χρήματα ειλικρινώς λατρεύονται, τότε καθό ο παράδεισος 60 δίδει η γη ρόδα. ιγ΄
Αλλ’ η ζωή και τότε δεν είναι διά τον βλέποντα άνθρωπον τους αστέρας άλλο παρά προοίμιον 65 αθανασίας. ιδ΄
Ιδού τα πολυτάραχα κύματα της θαλάσσης· ιδού, ιδού των αμώμων Ψαρών δικαιότατων 70 οι τραχείαι πέτραι. ιε΄
Αυτού καμία κιθάρα φθοροποιός, όχι όργια, όχι κρότος Μαινάδων, ούτ’ Έρωτος παιγνίδια 75 τον νουν συγχύζουν. ις΄
Αλλ’ ως, κατά το βράδυ το θερινόν, ανάπτονται ταχείαι, συχναί οι ολύμπιαι αστραπαί και θαμβώνουσι 80 τους οδοιπόρους· ιζ΄
Ούτως τα μεν θηκάρια σωρηδόν ερριμμένα κρύπτουν την γην, τους βράχους· ο δε σιδηροχάρμης 85 άφοβος Άρης, ιη΄
Κινεί την νήσον. Χίλια πολέμου χάλκεα όργανα βροντούν· εις τον αέρα των ξίφων μύριαι γλώσσαι 90 λάμπουν, κλονούνται. ιθ΄
Μία βοή σηκώνεται, μία μόνη επιθυμία, και ωσάν ακτίνα ουράνιος, ως φλόγα εις δάση ευάνεμα 95 καίει τας καρδίας. κ΄
«Υπέρ γονέων και τέκνων, υπέρ των γυναικών, υπέρ πατρίδος πρόκειται και πάσης της Ελλάδος 100 όσιος αγώνας. κα΄
Θαλπτήριον της ημέρας φως, διά πάντοτε χαίρε· και σεις οπού ευφραίνετε με φωνήν ηδυόνειρον 105 της γης τα τέκνα, κβ΄
Χαίρετ’ ελπίδες.— Ήλθε της Άγαρ το υπερήφανον σπέρμα· επάνω εις τας όχθας των Ψαρών, αλαλάζον 110 σφόδρα, κατέβη. κγ΄
Ω πατρίς, την εκούσιον δέξου θυσίαν»… —Αστράπτει.— Σεισμός πολέμου ακούεται. Υπό τύμβον υψήνορα 115 ήρωες κοιμώνται. κδ΄
Επί το μέγα ερείπιον η Ελευθερία ολόρθη προσφέρει δύο στεφάνους· έν’ από γήινα φύλλα, 120 κι άλλον απ’ άστρα. |