Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή δευτέρα
[II]
Εις Δόξαν
α΄
Έσφαλεν ο την δόξαν ονομάσας ματαίαν, και τον άνδρα μαινόμενον τον προ τοιαύτης καίοντα 5 θεάς την σμύρναν. β΄
Δίδει αυτή τα πτερά· και εις τον τραχύν, τον δύσκολον της Αρετής τον δρόμον του ανθρώπου τα γόνατα 10 ιδού πετάουν. γ΄
Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον, κατάπτυστον καρδίαν έτυχ’ όστις ακούει της δόξης την παράκλησιν 15 και δειλιάζει. δ΄
Ποτέ, ποτέ με δάκρυα δεν έβρεξεν εκείνος των φίλων του το μνήμα, ούτε το χώμα εφίλησε 20 των συγγενών του. ε΄
Εις τον ηγριωμένον βαθύν ωκεανόν, όπου φυσάει με βίαν και οργίζεται το πνεύμα 25 της πικράς τύχης· ς΄
Καθ’ ημέραν κοιτάζει τους πολλούς των δυστήνων, πνιγομένων θνητών, και ποίος ποτέ τον ήκουσε 30 παραπονούντα; ζ΄
Θερμότατον τον πόθον εφύτευσας της δόξης εις την καρδίαν των τέκνων σου ω Ελλάς, και καλείσαι 35 μήτηρ ηρώων. η΄
Καθώς από το σπήλαιον εκβάς ο λέων πληγώνει, σκοτώνει, διασκορπίζει τολμηρών κυνηγών 40 πλήθος Αράβων· θ΄
Καθώς εις τον χειμώνα το νερόν υπερήφανον του χειμάρρου κυλίεται, και τα χωράφια χάνονται, 45 βοσκοί και ζώα· ι΄
Ή καθώς την αυγήν εξαπλώνετ’ ο Ήλιος, και τ’ άστρα τ’ αναρίθμητα από τον μέγαν Όλυμπον 50 πάντα εξαλείφει· ια΄
Ούτως τα μύρια τάγματα έχυσεν ο Αράξης, αλλ’, ω Ασπίς Ελλάδος, συ επί τους Πέρσας άστραψες, 55 κι έγινον κόνις. ιβ΄
Περίφημοι ψυχαί τριακοσίων Λακώνων, ψυχαί αίπου εδοξάσατε τον Ασωπόν και τ’ άλσος 60 του Μαραθώνος· ιγ΄
Εύφραινε με το αθάνατον μέτρον τας Αχαΐδας χήρας ο θείος Όμηρος, και το πνεύμα σας άναπτε 65 το ίδιον μέλος. ιδ΄
Του καρτερού Αιακίδου την φήμην εζηλεύσατε, (αείμνηστος, θαυμάσιος ζήλος) και τ’ αίμα εχύσατε 70 διά την Ελλάδα. ιε΄
Και γω, και γω το σίδηρον γυρεύω· ποίος μού δίδει τας βροντάς του πολέμου; ποίος μ’ οδηγεί την σήμερον 75 εις τον αγώνα; ις΄
Φοβερόν, μυσαρόν θρέμμα σκληράς Ασίας, * Ωθωμανέ, τί μένεις; τί νοείς; τί δεν φεύγεις 80 τον θάνατόν σου; ιζ΄
Έφθασ’ η ώρα· φύγε, ανέβα την αγρίαν αραβικήν φοράδα· νίκησον εις το τρέξιμον 85 και τους ανέμους. ιη΄
Επί τον Υμηττόν εβλάστησεν η δάφνη, φύλλον ιερόν, στολίζει τα ηριπομένα λείψανα 90 του Παρθενώνος. ιθ΄
Νέοι, γυναίκες, γέροντες, Ελληνικά θηρία, φιλούσιν, αποσπάουσι τους κλάδους, στεφανώνουσι 95 τας κεφαλάς των. κ΄
Ανέβα την αράβιον, * Ωθωμανέ, φοράδα· την φυγήν κατεγκρήμνισον· Ελληνικά θηρία 100 σε κατατρέχουν. κα΄
Την λάμψιν των οργάνων αρειμανίων ίδε· άκουσον την βοήν των θάνατον πνεόντων 105 ή ελευθερίαν. κβ΄
Νοείς; 110 κγ΄
Εάν το ακονίσει η δόξα, το ξίφος κεραυνοί· εάν η δόξα θερμώσει την ψυχήν των Ελλήνων, 115 ποίος την νικάει; κδ΄
Τί τρέμεις; την φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε, * Ωθωμανέ· θηρία μάχην πνέοντα, δόξαν, 120 σε κατατρέχουν. κε΄
Ω δόξα, διά τον πόθον σου γίνονται και πατρίδος, και τιμής, και γλυκείας ελευθερίας και ύμνων 125 άξια τα έθνη. |