Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή δευτέρα
[II]
Εις Δόξαν

α΄

Έσφαλεν ο την δόξαν ονομάσας ματαίαν, και τον άνδρα μαινόμενον τον προ τοιαύτης καίοντα 5 θεάς την σμύρναν.

β΄

Δίδει αυτή τα πτερά· και εις τον τραχύν, τον δύσκολον της Αρετής τον δρόμον του ανθρώπου τα γόνατα 10 ιδού πετάουν.

γ΄

Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον, κατάπτυστον καρδίαν έτυχ’ όστις ακούει της δόξης την παράκλησιν 15 και δειλιάζει.

δ΄

Ποτέ, ποτέ με δάκρυα δεν έβρεξεν εκείνος των φίλων του το μνήμα, ούτε το χώμα εφίλησε 20 των συγγενών του.

ε΄

Εις τον ηγριωμένον βαθύν ωκεανόν, όπου φυσάει με βίαν και οργίζεται το πνεύμα 25 της πικράς τύχης·

ς΄

Καθ’ ημέραν κοιτάζει τους πολλούς των δυστήνων, πνιγομένων θνητών, και ποίος ποτέ τον ήκουσε 30 παραπονούντα;

ζ΄

Θερμότατον τον πόθον εφύτευσας της δόξης εις την καρδίαν των τέκνων σου ω Ελλάς, και καλείσαι 35 μήτηρ ηρώων.

η΄

Καθώς από το σπήλαιον εκβάς ο λέων πληγώνει, σκοτώνει, διασκορπίζει τολμηρών κυνηγών 40 πλήθος Αράβων·

θ΄

Καθώς εις τον χειμώνα το νερόν υπερήφανον του χειμάρρου κυλίεται, και τα χωράφια χάνονται, 45 βοσκοί και ζώα·

ι΄

Ή καθώς την αυγήν εξαπλώνετ’ ο Ήλιος, και τ’ άστρα τ’ αναρίθμητα από τον μέγαν Όλυμπον 50 πάντα εξαλείφει·

ια΄

Ούτως τα μύρια τάγματα έχυσεν ο Αράξης, αλλ’, ω Ασπίς Ελλάδος, συ επί τους Πέρσας άστραψες, 55 κι έγινον κόνις.

ιβ΄

Περίφημοι ψυχαί τριακοσίων Λακώνων, ψυχαί αίπου εδοξάσατε τον Ασωπόν και τ’ άλσος 60 του Μαραθώνος·

ιγ΄

Εύφραινε με το αθάνατον μέτρον τας Αχαΐδας χήρας ο θείος Όμηρος, και το πνεύμα σας άναπτε 65 το ίδιον μέλος.

ιδ΄

Του καρτερού Αιακίδου την φήμην εζηλεύσατε, (αείμνηστος, θαυμάσιος ζήλος) και τ’ αίμα εχύσατε 70 διά την Ελλάδα.

ιε΄

Και γω, και γω το σίδηρον γυρεύω· ποίος μού δίδει τας βροντάς του πολέμου; ποίος μ’ οδηγεί την σήμερον 75 εις τον αγώνα;

ις΄

Φοβερόν, μυσαρόν θρέμμα σκληράς Ασίας, * Ωθωμανέ, τί μένεις; τί νοείς; τί δεν φεύγεις 80 τον θάνατόν σου;

ιζ΄

Έφθασ’ η ώρα· φύγε, ανέβα την αγρίαν αραβικήν φοράδα· νίκησον εις το τρέξιμον 85 και τους ανέμους.

ιη΄

Επί τον Υμηττόν εβλάστησεν η δάφνη, φύλλον ιερόν, στολίζει τα ηριπομένα λείψανα 90 του Παρθενώνος.

ιθ΄

Νέοι, γυναίκες, γέροντες, Ελληνικά θηρία, φιλούσιν, αποσπάουσι τους κλάδους, στεφανώνουσι 95 τας κεφαλάς των.

κ΄

Ανέβα την αράβιον, * Ωθωμανέ, φοράδα· την φυγήν κατεγκρήμνισον· Ελληνικά θηρία 100 σε κατατρέχουν.

κα΄

Την λάμψιν των οργάνων αρειμανίων ίδε· άκουσον την βοήν των θάνατον πνεόντων 105 ή ελευθερίαν.

κβ΄

Νοείς; — Τρέξατε, δεύτε οι των Ελλήνων παίδες· ήλθ’ ο καιρός της δόξης, τους ευκλεείς προγόνους μας 110 ας μιμηθώμεν.

κγ΄

Εάν το ακονίσει η δόξα, το ξίφος κεραυνοί· εάν η δόξα θερμώσει την ψυχήν των Ελλήνων, 115 ποίος την νικάει;

κδ΄

Τί τρέμεις; την φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε, * Ωθωμανέ· θηρία μάχην πνέοντα, δόξαν, 120 σε κατατρέχουν.

κε΄

Ω δόξα, διά τον πόθον σου γίνονται και πατρίδος, και τιμής, και γλυκείας ελευθερίας και ύμνων 125 άξια τα έθνη.