Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή πρώτη
[I]
Ο Φιλόπατρις

α΄

Ω φιλτάτη πατρίς, ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε· συ μου έδωκας την πνοήν, και του Απόλλωνος 5 τα χρυσά δώρα!

β΄

Και συ τον ύμνον δέξου· εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι την ψυχήν, και βροντάουσιν επί τας κεφαλάς 10 των αχαρίστων.

γ΄

Ποτέ δεν σε ελησμόνησα, ποτέ· — Και η τύχη μ’ έρριψε μακρά από σε· με είδε το πέμπτον του αιώνος 15 εις ξένα έθνη.

δ΄

Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος, όταν το φως επλούτει τα βουνά, και τα κύματα, σέ εμπρός των οφθαλμών μου 20 πάντοτες είχον.

ε΄

Συ, όταν τα ουράνια ρόδα με το αμαυρότατον πέπλον σκεπάζει η νύκτα, συ είσαι των ονείρων μου 25 η χαρά μόνη.

ς΄

Τα βήματά μου εφώτισε ποτέ εις την Αυσονίαν, γη μακαρία, ο ήλιος· κει καθαρός ο αέρας 30 πάντα γελάει.

ζ΄

Εκεί ο λαός ηυτύχησεν· εκεί οι Παρνάσιαι κόραι χορεύουν, και το λύσιον φύλλον αυτών την λύραν 35 κει στεφανώνει.

η΄

Άγρια, μεγάλα τρέχουσι τα νερά της θαλάσσης, και ρίπτονται, και σχίζονται βίαια επί τους βράχους 40 αλβιονείους.

θ΄

Αδειάζει επί τας όχθας του κλεινού Ταμησσού, και δύναμιν, και δόξαν, και πλούτον αναρίθμητον 45 το αμαλθείον.

ι΄

Εκεί το αιόλιον φύσημα μ’ έφερεν· οι ακτίνες μ’ έθρεψαν, μ’ εθεράπευσαν της υπεργλυκυτάτης 50 ελευθερίας.

ια΄

Και τους ναούς σου εθαύμασα των Κελτών ιερά πόλις· του λόγου ποία, ποία εις εσέ του πνεύματος 55 λείπει αφροδίτη;

ιβ΄

Χαίρε Αυσονία, χαίρε και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν τα ένδοξα Παρίσια· ωραία και μόνη η Ζάκυνθος 60 με κυριεύει.

ιγ΄

Της Ζακύνθου τα δάση, και τα βουνά σκιώδη, ήκουον ποτέ σημαίνοντα τα θεία της Αρτέμιδος 65 αργυρά τόξα.

ιδ΄

Και σήμερον τα δένδρα, και τας πηγάς σεβάζονται δροσεράς οι ποιμένες· αυτού πλανώνται ακόμα 70 οι Νηρηίδες.

ιε΄

Το κύμα ιόνιον πρώτον εφίλησε το σώμα· πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι εχάιδευσαν το στήθος 75 της Κυθερείας.

ις΄

Κι όταν το εσπέριον άστρον ο ουρανός ανάπτει, και πλέωσι γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών 80 θαλάσσια ξύλα·

ιζ΄

Φιλεί το ίδιον κύμα, οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι το σώμα και το στήθος των λαμπρών Ζακυνθίων 85 άνθος παρθένων.

ιη΄

Μοσχοβολάει το κλίμα σου, ω φιλτάτη πατρίς μου, και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν 90 των χρυσών κήτρων. *

ιθ΄

Σταφυλοφόρους ρίζας, ελαφρά, καθαρά, διαφανή τα σύννεφα ο βασιλεύς σού εχάρισε 95 των Αθανάτων.

κ΄

Η λαμπάς η αιώνιος σου βρέχει την ημέραν τους καρπούς, και τα δάκρυα γίνονται της νυκτός 100 εις εσέ κρίνοι.

κα΄

Δεν έμεινεν έαν έπεσε ποτέ εις το πρόσωπόν σου η χιών· δεν εμάρανε ποτέ ο θερμός Κύων, 105 τα σμάραγδά σου.

κβ΄

Είσαι ευτυχής· και πλέον σε λέγω ευτυχεστέραν, ότι συ δεν εγνώρισας ποτέ την σκληράν μάστιγα 110 εχθρών, τυράννων.

κγ΄

Ας μη μου δώσει η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον· είναι γλυκύς ο θάνατος μόνον όταν κοιμώμεθα 115 εις την πατρίδα.