Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή πρώτη
[I]
Ο Φιλόπατρις
α΄
Ω φιλτάτη πατρίς, ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε· συ μου έδωκας την πνοήν, και του Απόλλωνος 5 τα χρυσά δώρα! β΄
Και συ τον ύμνον δέξου· εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι την ψυχήν, και βροντάουσιν επί τας κεφαλάς 10 των αχαρίστων. γ΄
Ποτέ δεν σε ελησμόνησα, ποτέ· — Και η τύχη μ’ έρριψε μακρά από σε· με είδε το πέμπτον του αιώνος 15 εις ξένα έθνη. δ΄
Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος, όταν το φως επλούτει τα βουνά, και τα κύματα, σέ εμπρός των οφθαλμών μου 20 πάντοτες είχον. ε΄
Συ, όταν τα ουράνια ρόδα με το αμαυρότατον πέπλον σκεπάζει η νύκτα, συ είσαι των ονείρων μου 25 η χαρά μόνη. ς΄
Τα βήματά μου εφώτισε ποτέ εις την Αυσονίαν, γη μακαρία, ο ήλιος· κει καθαρός ο αέρας 30 πάντα γελάει. ζ΄
Εκεί ο λαός ηυτύχησεν· εκεί οι Παρνάσιαι κόραι χορεύουν, και το λύσιον φύλλον αυτών την λύραν 35 κει στεφανώνει. η΄
Άγρια, μεγάλα τρέχουσι τα νερά της θαλάσσης, και ρίπτονται, και σχίζονται βίαια επί τους βράχους 40 αλβιονείους. θ΄
Αδειάζει επί τας όχθας του κλεινού Ταμησσού, και δύναμιν, και δόξαν, και πλούτον αναρίθμητον 45 το αμαλθείον. ι΄
Εκεί το αιόλιον φύσημα μ’ έφερεν· οι ακτίνες μ’ έθρεψαν, μ’ εθεράπευσαν της υπεργλυκυτάτης 50 ελευθερίας. ια΄
Και τους ναούς σου εθαύμασα των Κελτών ιερά πόλις· του λόγου ποία, ποία εις εσέ του πνεύματος 55 λείπει αφροδίτη; ιβ΄
Χαίρε Αυσονία, χαίρε και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν τα ένδοξα Παρίσια· ωραία και μόνη η Ζάκυνθος 60 με κυριεύει. ιγ΄
Της Ζακύνθου τα δάση, και τα βουνά σκιώδη, ήκουον ποτέ σημαίνοντα τα θεία της Αρτέμιδος 65 αργυρά τόξα. ιδ΄
Και σήμερον τα δένδρα, και τας πηγάς σεβάζονται δροσεράς οι ποιμένες· αυτού πλανώνται ακόμα 70 οι Νηρηίδες. ιε΄
Το κύμα ιόνιον πρώτον εφίλησε το σώμα· πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι εχάιδευσαν το στήθος 75 της Κυθερείας. ις΄
Κι όταν το εσπέριον άστρον ο ουρανός ανάπτει, και πλέωσι γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών 80 θαλάσσια ξύλα· ιζ΄
Φιλεί το ίδιον κύμα, οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι το σώμα και το στήθος των λαμπρών Ζακυνθίων 85 άνθος παρθένων. ιη΄
Μοσχοβολάει το κλίμα σου, ω φιλτάτη πατρίς μου, και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν 90 των χρυσών κήτρων. * ιθ΄
Σταφυλοφόρους ρίζας, ελαφρά, καθαρά, διαφανή τα σύννεφα ο βασιλεύς σού εχάρισε 95 των Αθανάτων. κ΄
Η λαμπάς η αιώνιος σου βρέχει την ημέραν τους καρπούς, και τα δάκρυα γίνονται της νυκτός 100 εις εσέ κρίνοι. κα΄
Δεν έμεινεν έαν έπεσε ποτέ εις το πρόσωπόν σου η χιών· δεν εμάρανε ποτέ ο θερμός Κύων, 105 τα σμάραγδά σου. κβ΄
Είσαι ευτυχής· και πλέον σε λέγω ευτυχεστέραν, ότι συ δεν εγνώρισας ποτέ την σκληράν μάστιγα 110 εχθρών, τυράννων. κγ΄
Ας μη μου δώσει η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον· είναι γλυκύς ο θάνατος μόνον όταν κοιμώμεθα 115 εις την πατρίδα. |