Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή τρίτη
[III]
Εις Θάνατον
α΄
Εις τούτον τον ναόν, των πρώτων Χριστιανών παλαιότατον κτίριον, πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι 5 γονατισμένος; β΄
Όλην την Οικουμένην σκεπάζουν σκοτεινά, ήσυχα, παγωμένα, τα μεγάλα πτερά 10 της βαθείας νύκτας. γ΄
Εδώ σίγα· κοιμώνται των αγίων τα λείψανα· σίγα εδώ, μη ταράξεις την ιεράν ανάπαυσιν 15 των τεθνημένων. δ΄
Ακούω του λυσσώντος ανέμου την ορμήν· κτυπά με βίαν· ανοίγονται του ναού τα παράθυρα 20 κατασχισμένα. ε΄
Από τον ουρανόν, όπου τα μελανόπτερα σύννεφα αρμενίζουν, το ψυχρόν της αργύριον 25 ρίπτει η σελήνη. ς΄
Και ένα κρύον φωτίζει λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον· σβησθέν λιβανιστήριον, κερία σβηστά και κόλυβα 30 έχει το μνήμα. ζ΄
Ω παντοδυναμότατε! τί είναι; τί παθαίνω; ορθαί εις την κεφαλήν μου στέκονται οι τρίχες!.. λείπει 35 η αναπνοή μου! η΄
Ιδού, η πλάκα σείεται… ιδού από τα χαράγματα του μνήματος εκβαίνει λεπτή αναθυμίασις 40 κι εμπρός μου μένει. θ΄
Επυκνώθη· λαμβάνει μορφήν ανθρωπικήν. Τί είσαι; ειπέ μου; πλάσμα, φάντασμα του νοός μου 45 τεταραγμένου; ι΄
Ή ζωντανός είσ’ άνθρωπος, και κατοικείς τους τάφους; χαμογελάεις;… αν άφηκας τον άδην… ή ο παράδεισος 50 ειπέ μου αν σ’ έχει. ια΄
—Μη μ’ ερωτάς· το ανέκφραστον μυστήριον του θανάτου μην ερευνάς· τα στήθη, τα στήθη που σ’ εβύζασαν 55 εμπρός σου βλέπεις. ιβ΄
Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου, αγαπητόν μου σπλάχνον, ανόμοιος είναι η μοίρα μας, και προσπαθείς ματαίως 60 να με αγκαλιάσεις. ιγ΄
Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε το πάθος της καρδιάς σου. Αν η χαρά η ανέλπιστος, ότι με είδες, βρέχει 65 τους οφθαλμούς σου· ιδ΄
Μειδίασον, χαίρου φίλε μου, μάλλον· αλλ’ αν η πίκρα, ότι τον ήλιον άφηκα, τώρα σε κυριεύει, 70 παρηγορήσου. ιε΄
Τί κλαίεις; την κατάστασιν αγνοείς της ψυχής μου· και εις τούτο το μνήμα το σώμα μου αναπαύεται 75 από τους κόπους. ις΄
Ναι, κόπος ανυπόφερτος είναι η ζωή· οι ελπίδες, οι φόβοι, και του κόσμου οι χαραί και το μέλι 80 σας βασανίζουν. ιζ΄
Εδώ ημείς οι νεκροί παντοτινήν ειρήνην απολαύσαμεν, άφοβοι, άλυποι, δίχως όνειρα 85 έχομεν ύπνον. ιη΄
Σεις οι δειλοί αχνύζετε όταν τις ψιθυρίσει τ’ όνομα του θανάτου· αλλ’ άφευκτος ο θάνατος, 90 άφευκτος είναι. ιθ΄
Μία και μόνη είναι η οδός, και εις τον τάφον φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη αμάχητον με χείρα 95 ωθεί τους ζώντας. κ΄
Υιέ μου πνέουσαν μ’ είδες· ο ήλιος κυκλοδίωκτος, ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε και με φως και με θάνατον 100 ακαταπαύστως. κα΄
Το πνεύμα οπού μ’ εμψύχωνε του Θεού ήτον φύσημα, και εις τον Θεόν ανέβη· γη το κορμί μου, κι έπεσεν 105 εδώ εις τον λάκκον. κβ΄
Αλλά το φέγγος χάνεται της σελήνης· σε αφήνω· πάλιν θέλω σε ιδείν ότε η ζωή σού λείψει, 110 και τότε μόνον. κγ΄
Με την ευχήν μου ύπαγε· άλλο δεν λέγω· θέλω εις την συνείδησίν σου τα λοιπά φανερώσειν 115 ύστερον… χαίρε… κδ΄
Τέκνον μου χαίρε… — Πρόσμενε, τον υιόν λυπημένον μη παραιτήσεις. Έπεσε. Και μένουν οι οφθαλμοί μου 120 εις βαθύ σκότος. κε΄
Ω φωνή, ω μητέρα, ω των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις· όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε 125 με γλυκά δάκρυα! κς΄
Και συ στόμα οπού εφίλησα τόσες φορές, με τόσην θερμοτάτην αγάπην, πόση άπειρος άβυσσος 130 μας ξεχωρίζει! κζ΄
Ε, και άπειρος ας είναι κι έτι φοβεροτέρα· εκεί μέσα ατάρακτος θέλω εγώ συντριφθείν 135 γυρεύοντάς σας. κη΄
Τώρα, τώρα τα χείλη μου δύνανται να φιλήσουν του θανάτου τα γόνατα· να στέψω το κρανίον του 140 δύναμαι τώρα. κθ΄
Πού είναι τα ρόδα; φέρετε στεφάνους αμαράντους· την λύραν δότε· υμνήσατε· ο φοβερός εχθρός 145 έγινε φίλος. λ΄
Κείνος οπού το μέτωπον τρυφερών γυναικών αγκάλιασε, πώς δύναται εις ανδρικήν καρδίαν 150 να ρίψει φόβον; λα΄
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον είναι; τώρα οπού βλέπω τον θάνατον με θάρρος, εγώ κρατώ την άγκυραν 155 της σωτηρίας. λβ΄
Εγώ τώρα εξαπλώνω ισχυράν δεξιάν και την άτιμον σφίγγω πλεξίδα των τυράννων 160 δολιοφρόνων. λγ΄
Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα αίματος και δακρύων καταπατώ· και καίω της δεισιδαιμονίας 165 το βαρύ βάκτρον. λδ΄
Επάνω εις τον βωμόν της αληθείας, τα σφάγια τώρα εγώ ρίπτω· μ’ άφθονα τον λίβανον σωρεύω, 170 μ’ άφθονα χέρια. λε΄
Ως απ’ ένα βουνόν ο αετός εις άλλο πετάει, και γω τα δύσκολα κρημνά της αρετής 175 ούτω επιβαίνω. |