Ύμνος εις τον θάνατον του Έλληνος ποιητού
Διονυσίου Κόμητος Σολωμού
Μαύρισε, κύμα τον αφρό,
και σεις βουνά το χιόνι.
Γιατ’ ήλθε βαρυχειμωνιά
και δε λαλεί τ’ αηδόνι,
5 τ’ αηδόνι που τραγούδησε
εις του βουνού τη ράχη.
Κλάψτε βουνά και βράχοι,
τ’ αηδόνι δεν λαλεί…
Και συ, δαφνούλα ελληνική,
10 φυλλόχλωρη δαφνούλα,
εσύ, που τ’ άνθη σου έλουζες
τη νύχτα στη δροσούλα,
για να σε βλέπει όμορφη
και να σε καμαρώνει
15 πες μου, γιατί τ’ αηδόνι
δαφνούλα, δε λαλεί…
Του μύρισεν η άνοιξη
που πλάκων’ αποπέρα
και λαίμαργο θα σὄφυγε
20 ψηλά μες στον αιθέρα,
πρώτο να πάγει να την βρει
και να την απαντήσει,
γλυκά να τη φιλήσει,
και να ’λθουνε μαζί.
25 Αχ! Πότε νά ’λθ’ η άνοιξη,
να ιδείς αν θα γυρίσει!
Αχ! Πότε το τριαντάφυλλο,
δαφνούλα μου, ν’ ανθίσει,
να πας να βρεις τα φύλλα του
30 να νιώσεις την οσμή του!…
Ποιός ξεύρει την πνοή του
μην εύρεις μέσα εκεί;
Αχ! Πότε νά ’λθ’ η άνοιξη,
να λιώσουνε τα χιόνια,
35 να πάψουν τ’ αστραπόβροντα,
να ’λθούν τα χελιδόνια,
για να τους πεις, δαφνούλα μου,
την άσπλαχνή σου μοίρα;
Ποιός ξεύρει, μαύρη χήρα,
40 κι εκείνα τί θα πουν.
Παρηγορήσου, δάφνη μου,
γιατί δεν είσαι μόνη
που καρτερείς το φίλο σου,
που καρτερείς τ’ αηδόνι.
45 Να ’ξευρες πόσα κόκαλα
και σπλάχν’ ανδρειωμένα
στο μνήμα ξαπλωμένα
με σε το καρτερούν.
Το λάλημά σου τ’ άκουσαν
50 στην πρώτη παρουσία
σαν του πολέμου σάλπιγγα,
σαν άλλη τρικυμία,
κι ευθύς επάνω στ’ Άγραφα
βροντούν αστροπελέκια,
55 ανάφτουν τα τουφέκια,
και λάμπουν τα σπαθιά.
Κι εκεί που πολεμούσανε
οι μαύρ’ οι πεθαμένοι,
τ’ αηδόνι με το λάλημα
60 το αίμα τους ζεσταίνει,
και σαν εμοιρολόγαε,
και σαν ετραγουδούσε
η δάφνη πάντ’ ανθούσε,
ανθούσε κι η μυρτιά.
65 Ο φοβερός του αντίλαλος
στο Μισολόγγι φθάνει
την ώρα που του κλούσανε
τα μάτια να πεθάνει,
την ώρα που ο δεσπότης του
70 φλόγα, καπνό ντυμένος,
ανέβαινε καμένος
στον ουρανό ψηλά.
Ω! τί γλυκό νανάρισμα!
Ανήκουστη αρμονία!
75 Του αηδονιού το λάλημα
για κείνα τα θηρία,
σαν εψυχομαχούσανε
κι απλώνανε το σώμα
στα αίματα, στο χώμα
80 να κοιμηθούν βαθιά.
Επέρασε το λάλημα
λόγγους, βουνά, λιβάδια,
και το νεράκι, πὄτρεχε
κρυφά μες στα λαγκάδια,
85 χαρούμενο σαν τ’ άκουσε
μες στον αφρό το παίρνει
και τρέχοντας το φέρνει
στο κύμα του γιαλού.
Κι ευθύς το κύμα φούσκωσε,
90 εμάνιωσε, θεριεύει,
βλέπει τη γη ελεύθερη
και βράζει και ζηλεύει.
Βογκάει και ανδρειεύεται,
αφρίζει, μεγαλώνει
95 και την κορφή ψηλώνει
σαν την κορφή βουνού.
Αχ! Τότε πόσα βλέμματα,
π’ αστράφταν σαν αστέρια,
εκοίταξαν τη θάλασσα!
100 Και πόσα, πόσα χέρια,
σα να ’ταν από μάρμαρο
βαριά κι ανδρειωμένα
εδείχναν τεντωμένα
το κύμα στο γιαλό!
105 Γιατί κρυφός χτυπόκαρδος
τους είπε πως θα ιδούνε
μια μέρα ν’ ανεμίζουνε,
στ’ αγέρι να πετούνε,
φλάμπουρα γαλανόλευκα,
110 σαν κύματ’ αφρισμένα
περήφαν’ απλωμένα
σε πέλαγο εθνικό.
Ωστόσο πάντα η θάλασσα
γρούζει, βογκά, μουγκρίζει,
115 πάντα σπαράζει, δέρνεται,
βράχους, βουνά κλονίζει…
Κρύψου βαθιά στα σύγνεφα
και μη φανείς, φεγγάρι,
δε βλέπεις τον Κανάρη
120 που στη βοή ξυπνά;
Εξύπνησε σα βάρυπνος,
πετιέτ’ από το μνήμα
και τρέχει κι αγκαλιάζεται
με τ’ άγριο το κύμα,
125 και δένουνε αχώριστη
και τρομερή φιλία
δυο άσπονδα στοιχεία,
το κύμα κι η φωτιά.
Και σαν ανταμωθήκανε
130 κι εβγήκαν ν’ αρμενίσουν,
πλακώνει μαύρος θάνατος
εκείνους π’ απαντήσουν.
Είναι πλατύ κι ευρύχωρο
το μνήμα της θαλάσσης…
135 Κανάρη, μη δειλιάσεις,
θυμήσου τα Ψαρά.
Γιατί, γιατί δεν ήμουνα
του κεραυνού σου αχτίδα,
γιατί κι εγώ της θάλασσας
140 δεν ήμουν μια ρανίδα,
νά ’λθω μ’ εσένα συντροφιά
Κανάρη κειο το βράδυ,
σαν άνοιξες τον Άδη
κι έφαγες την Τουρκιά,
145 για να σου λέγω πάντοτε:
—Κανάρη, μη δειλιάζεις
να καις, να πνίγεις, να χαλάς,
τους άπιστους να σφάζεις,
κι ανάμεσα στα γαίματα
150 ν’ ανάφτω την οργή σου
φωνάζοντας, «θυμήσου
τα λόγια τ’ αηδονιού;»
Τα λόγια που σου ελάλησε
γλυκά στο περιβόλι,
155 τότε σαν ήλθε σκούζοντας
το έρμο από την Πόλη,
και σου ’πε πως απάντησε
άγιο κορμί πνιμένο
στην άκρη πεταμένο
160 του έρημου γιαλού·
και σου ’πε πως εσίμωσε
για να το ψηλαφήσει,
και βλέπει… κι ανατρίχιασε…
και πέφτει να φιλήσει·
165 κι εκεί που επλησίασε
στο μάρτυρα τα χείλη,
σχοινί για πετραχήλι
του βλέπει στο λαιμό.
Και τόσο άσπλαχν’ η θηλιά
170 τον Πατριάρχη σφίγγει,
τόσο τού χώνεψε βαθιά,
πὄκοψε το λαρύγγι,
κι άνοιξε στόμα δεύτερο,
που μέρα νύχτα κράζει
175 και πάντα σάς φωνάζει:
«Εκδίκηση ζητώ».
Το φοβερό το μήνυμα
σαν έφερε τ’ αηδόνι,
τραβιέτ’ επάνω στα βουνά
180 και τα φτερά διπλώνει *
κι αναγαλλιάζει βλέποντας
τη δάφνη του ν’ ανθίζει
κι άνοιξη να μυρίζει
στα μαύρα τα ορφανά.
185 Τριάντα χρόνοι επέρασαν
σα να ’τανε μια μέρα!
Και πάντα παραμόνευε
κι ερώτα τον αγέρα,
που φύσαγε απ’ τον Όλυμπο,
190 τί μήνυμα του φέρει
κι αν έλαμψε τ’ αστέρι
στου Πίνδου τα βουνά.
Ω! τί χαρά που το ’πιασε
το έρημο τ’ αηδόνι!
195 Αμέσως αναφτέρωσε,
πετά και ξανανιώνει,
σαν έμαθε, σαν άκουσε
ψηλά στη Θεσσαλία
ν’ ανοίγει τα μνημεία
200 του Πέτρου το σπαθί.
Θυμήθηκε τα νιότα του,
την πρώτη τη λαλιά του,
κι αρχίνησε το λάλημα
κρυφά στην ερημιά του…
205 Δαφνούλα μου, τί σὄμελλε·
εκείνα του τα λόγια
να γένουν μοιρολόγια
κι η έσχατη πνοή. *
Τώρα τα κρύα κόκαλα
210 ποιός θά ’λθει να τα κράξει;
Ποιός άγγελος ανάσταση
θα ’λθεί να τους φωνάξει,
και ποιό πουλί θα να ’ρχεται
χαρούμενο το βράδυ
215 ελπίδες μες στον Άδη
να φέρνει και χαρά;
Ας σφραγισθούν τα μνήματα
και πάλ’ ας χορταριάσουν,
οι πεθαμένοι ας απλωθούν,
220 στο μνήμ’ ας ησυχάσουν.
Ποιός ξεύρει πόσες άνοιξες
θα να διαβούν και χρόνοι
που δε θα ιδούν τ’ αηδόνι
και την πρωτομαγιά!
[1857;]
|